Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007

Πολιτική


Περιστατικά βιοτρομοκρατίας και οι επιπτώσεις τους στις ακολουθούμενες από την Ε.Ε. πολιτικές[1]

Λίγο μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες επλήγησαν από ένα κύμα περιστατικών βιοτρομοκρατίας με την εξαπόλυση σπόρων του βακίλου του άνθρακα. Οι τρομοκρατικές αυτές ενέργειες είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην Ευρώπη. Οι υπηρεσίες προστασίας του πολίτη και ασφάλειας κινητοποιήθηκαν και τα συστήματα δημόσιας υγείας ήρθαν αντιμέτωπα με πολλές επιστολές και δέματα του ταχυδρομείου που περιείχαν σκόνες για τις οποίες υπήρχε υποψία ότι είχαν μολυνθεί από το βάκιλο του άνθρακα. Μολονότι δεν εντοπίστηκε καμία βιοτρομοκρατική επίθεση με στόχο την Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές χώρες δέχθηκαν μεγάλη πίεση στο βαθμό κατά τον οποίο υποχρεώθηκαν να εξασφαλίσουν ταχέως τα μέσα για την αντιμετώπιση αυτού του νέου είδους απειλής. Τον Ιανουάριο του 2003, ο εντοπισμός της παρουσίας της τοξικής ουσίας ρισίν - εν δυνάμει θανατηφόρας - σε ένα κτήριο του Λονδίνου υπενθύμισε με βίαιο τρόπο στις υγειονομικές αρχές την επείγουσα ανάγκη εντατικοποίησης των προσπαθειών τους στον τομέα της καταπολέμησης της βιοτρομοκρατίας.

Στις 15 Νοεμβρίου 2001, μετά το πέρας του Συμβουλίου Υγείας, η βελγική προεδρία καλούσε την Επιτροπή να καταρτίσει πρόγραμμα δράσης σχετικά με τη συνεργασία για την προετοιμασία και την αντίδραση στις βιολογικές και χημικές απειλές.

Ένα χρόνο αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου 2002, στη συνεδρίαση της Οττάβας (Πρωτοβουλία της Οττάβας) έλαβαν μέρος οι υπουργοί Υγείας των χωρών της ομάδας G7, καθώς και ο μεξικανός υπουργός Υγείας και ο επίτροπος Byrne, αρμόδιος για την υγεία και την προστασία των καταναλωτών. Οι συμμετάσχοντες συμφώνησαν να αναληφθεί πρωτοβουλία η οποία θα προωθούσε την λήψη συγκεκριμένων μέτρων, σε παγκόσμια κλίμακα, προκειμένου να ενισχυθεί η παρέμβαση στον τομέα της δημόσιας υγείας έναντι της απειλής διεθνούς βιολογικής, χημικής και ραδιοπυρηνικής τρομοκρατίας

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό το βάρος των πιέσεων αυτών, ξεκίνησε μια σειρά συντονισμένων δράσεων στους τομείς της προστασίας του πολίτη, της υγείας, των επιχειρήσεων (φαρμακευτικά προϊόντα), της έρευνας, των πυρηνικών, των μεταφορών και της ενέργειας. Οι δράσεις αυτές παρουσιάστηκαν στην ανακοίνωση με τίτλο «Αστική προστασία - Προληπτική κατάσταση επιφυλακής για ενδεχόμενα συμβάντα έκτακτης ανάγκης», που δημοσιεύθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2001.

Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ενέκριναν ένα, επιπλέον, κοινό πρόγραμμα με σκοπό τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την αξιολόγηση των χημικών, βιολογικών και ραδιοπυρηνικών κινδύνων, καθώς και στους τομείς της επιφυλακής, της παρέμβασης, της αποθήκευσης μέσων και της έρευνας.

[1] Από την «νέα στρατηγική της Ε.Ε. στον τομέα της Υγείας».