Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007

Γλώσσα

Βυζαντινών βίος και πολιτισμός[i]

Πετώ την σκούφια μου

Οι διαπληκτιζόμενοι, ίνα κατά την συμπλοκήν κινώνται ευκολώτερον, ου μόνον αφαιρούσι τα το άνω μέρος του κορμού καλύπτοντα φορέματα, αλλά και το της κεφαλής κάλυμμα, το οποίον άλλοτε, όταν ήτο σκούφια ή φέσι, ήτο κώλυμα κατά την πάλην.
Δι’ αυτό περί του ευεπιφόρου προς έριδας και συμπλοκάς λέγομεν ότι: βγάζει ή ρίχνει ή πετά τη σκούφια ή το φέσι του για καυγά.

Στα κρύα του λουτρού

Οι κατά τους βυζαντινούς χρόνους λουόμενοι εις τα λουτρά, τα οποία ήσαν ατμόλουτρα, ίνα μη αποτόμως εισέλθωσιν εις τον εσώτατον και λίαν θερμόν χώρον και αποτόμως πάλιν, μετά την λούσιν, εξέλθωσι, διήρχοντο διά τριών διαμερισμάτων, κατά ρωμαϊκήν παράδοσιν, τα οποία ο Γαληνός καλεί οίκους και τα οποία είχον θερμανθεί ανίσως. Το πρώτον, μετά την απόδυσιν, διαμέρισμα εκαλείτο ψ υ χ ρ ο λ ο ύ σ ι ο ν ή κ ρ ύ ο ν, διότι ο εν αυτώ ατμοσφαιρικός αήρ ήτο ψυχρός. Μετά μικράν εν αυτώ παραμονήν, προυχώρουν οι μέλλοντες να λουσθώσιν εις το δεύτερον, όπερ εκαλείτο χ λ ι α ρ ο ψ ύ χ ρ ι ο ν, διά τον εν αυτώ χλιαρόν αέρα, όπου και ηλείφοντο με διαφόρους αλοιφάς προς τριχόπτωσιν ή προφύλαξιν του δέρματος και αποφυγήν εξανθημάτων, τέλος δ’ εισήρχοντο εις τον εσώτατον χώρον, τ ο θ ε ρ μ ό ν, όπου εγίνετο η εφίδρωσις και εντριβή.
Τώρα, οσάκις τις, μεταβαίνων, ίνα λουσθή και ευρισκόμενος εις το κρύον, δι’ οιονδήποτε λόγον, σεισμόν φερ’ ειπείν, επιδρομήν εχθρών, δυσάρεστον είδησιν, δεν προυχώρει εις τα άλλα διαμερίσματα, αλλ’ απεχώρει, φυσικά η λούσις του διεκόπτετο και ο σκοπός δι’ ον μετέβη εις το λουτρόν δεν εξεπληρούτο.
Διά τούτο σήμερον, δι’ ένα του οποίου οι σκοποί έμειναν ανεκπλήρωτοι, λέγομεν ότι: έμεινε ‘ς τα κρύα του λουτρού.

Από την Πόλη έρχομαι…

Υπήρχεν εν Ρώμη έθιμον, καθ’ ο ο εν τη ξένη διάγων, μέλλων να επανέλθη οίκαδε, ειδοποίει τους οικείους περί της μελλούσης επιστροφής. Έχομεν μάλιστα και μικράν σχετικήν διατριβήν του Χαιρωνέως Πλουτάρχου, ης ο τίτλος «Διατί καν εξ αγρού καν από ξένης επανίωσιν, έχοντες οίκοι γυναίκας, προπέμπουσι δηλούντες αυταίς ότι παραγίγνονται».
Το έθιμον είχον, φαίνεται, και οι ημέτεροι κατά τους μέσους χρόνους, ως δεικνύει η νυν συνήθεια. Ο παραμένων τότε εις την Πόλιν-και πόσοι δεν εξενιτεύοντο τότε εις την βασιλίδα των πόλεων!-, ο παραμένων, λέγω,εις την Πόλιν και μέλλων να επανέλθει, έγραφε προς το φίλον εν τη πατρίδι πρόσωπον:

Από την Πόλι έρχομαι και ‘ς την κορφή, καν, έλα.

ήτοι επανέρχομαι από την Πόλιν και έλα καν εις την κορυφήν, εις το παρά το χωρίον ύψωμα, προς προϋπάντησίν μου.
Όταν, εννοείται, το έθιμον ητόνησε, το ‘ς την κορφή κ α ν_έ λ α παρενοήθη, γενόμενον και ‘ς την κορφή κανέλλα, ελέχθη δ’ η όλη φράσις παροιμιωδώς, ως γνωστόν, περί ασυναρτησίας του λόγου όντος.
______________________

[i] Φαίδωνος Κουκουλέ, «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός», Τόμος Ε΄, σελ. 32 & 68, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1952.

* επιλογή κειμένων, επιμέλεια: Αγγελική Χρυσικοπούλου