Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

Κοινωνία

Το παρακάτω απόσπασμα θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται στην εποχή μας, την καθημερινότητά μας και τα προβλήματά μας. Κι όμως πρόκειται για κείμενο επιλεγμένο από απάνθισμα κειμένων, που δημοσιεύτηκαν από τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο (1901 – 1982) στο διάστημα μεταξύ Μαρτίου του 1963 και Φεβρουαρίου του ’67, στην εφημερίδα «Ελευθερία».

Μην χάνεσαι[1]

Οι νέοι καιροί[2], οι νέες συνθήκες ζωής, οι νέες υποχρεώσεις και τα νέα δικαιώματα απαιτούν και νέους ανθρώπους. Το ζήτημα είναι, πώς μέσα από τον μικροσυμφεροντολόγο με την στενή προοπτική, με την κοντή ανάσα, θ’ αναδυθεί ο ίσιος, ο ακέραιος, ο έντιμος και υπεύθυνος πραγματοποιός. Εμείς, κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή του «μην χάνεσαι», στα 1880, όταν ο Βλάσης Γαβριηλίδης, καταδιωγμένος, για τα φιλελεύθερά του φρονήματα, από την τουρκική εξουσία, ήρθε στην Αθήνα και ίδρυσε την σατυρική του εφημεριδούλα, το «Μην χάνεσαι». Από το «Μην χάνεσαι» βγήκε σε τρία χρόνια η «Ακρόπολις». Αλλά γιατί προτίμησε τον τίτλο τούτο ; Γιατί έρριξε μια ματιά ολόγυρά του και διορατικότατος καθώς είταν, ένιωσε το χρέος του. Εξήντα χρόνια είχαν περάσει από το ξέσπασμα του Εικοσιένα και το μεγάλο δίδαγμα είχε εξαδυνατίσει, δεν είταν παρά μια ωχρή ανάμνηση. Κράτος, κοινωνία, επιστήμη, τέχνη, ολόκληρη η δημόσια και η ιδιωτική ζωή παράδερναν σ’ ένα αηδιαστικό και αναγουλιαστικό τέλμα. Η αρρώστια είταν βαριά. Και το σύμπτωμά της χαρακτηριστικότατο, η αδιαφορία προς όλους και όλα. Ο καθένας κοίταζε, πώς να βολέψει τη ζωούλα του, πώς να κατοχυρώσει τα μικροσυμφέροντά του. Για τα παραπέρα δεν είχε παρά μια μόνο έκφραση: «Μην χάνεσαι !». Δηλαδή, μην τρώγεσαι, μην σκοτώνεσαι, μην ανησυχείς, μην χαλάς την καρδιά σου για ό,τι πρόκειται να συμβεί. Αυτήν την έκφραση την άκουγε ο Γαβριηλίδης συχνότερα από κάθε άλλη. Την επήρε και την έκαμε τίτλο της εφημεριδούλας του. Έτσι βρέθηκε ανάμεσα στους φωτισμένους, τους ξυπνημένους ανθρώπους του, λιγοστούς, αλλά όχι ασήμαντους. Βρέθηκε σιμά στον Ροΐδη. Είχε προηγηθεί ο «Ασμοδαίος». Ο Ροΐδης, που δεν διέθετε γερή ακοή, αλλά διέθετε, σε αντιστάθμισμα, οξύτατη όσφρηση, είχε αναλάβει τον ηρωικό ρόλο να ρίξει πέτρες στο τέλμα. Ο «Ασμοδαίος» έζησε από τον Ιανουάριο του 1875 έως τον Ιούλιο του 1876, ενάμιση χρόνο. Είταν τόσο χοντρός ο «επίπαγος» της κοινής αδιαφορίας, ώστε κανένα βέλος δεν μπορούσε να τον τρυπήσει. Όπως οι άνθρωποι, έτσι και οι λαοί και οι κοινωνίες παθαίνουν «μιθριδατισμό», όταν τους προσφέρεται το φαρμάκι σε μικρές και προσεκτικά κανονισμένες δόσεις. Ο Γαβριηλίδης ήρθε να ενισχύσει τον καλό αγώνα του Ροΐδη. Στο αναμεταξύ μεγάλωνε η γενιά του Παλαμά, η γενιά του Ψυχάρη. Αλλά η αγωγή ενός λαού είναι τεράστιο άθλημα. Δεν αρκούν μερικές γενναίες προσπάθειες. Χρειάζεται η συστηματική αφύπνιση της κοινής συνείδησης, η επίμονη διδαχή, ενισχυμένη από το παράδειγμα, χρειάζεται ακόμη και ο κίνδυνος. Πρέπει να το νιώσει ο καθένας, πως αν πορεύεται κατά τον σημερινό τρόπο, κατά την σημερινή μέθοδο, θα φτάσει πολύ σύντομα σε θανάσιμο αδιέξοδο. Οι καιροί δεν επιτρέπουν πια την αμεριμνησία[3]. Το «Μην χάνεσαι !» και το «Ωχ, αδελφέ !» μπορεί και να μην έχουν βαριά σημασία, όταν ο κόσμος ολόκληρος δεν ξεθεμελιώνεται, για να ξαναδημιουργηθεί. Ενώ αντίθετα, στους καιρούς, που δεν είναι «μενετοί», η παραμικρή παράλειψη οδηγεί στον αφανισμό.

____________________

[1] Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, «Ερήμην των Ελλήνων», κείμενα οργής και ανησυχίας, Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1984
[2] Πρόσωπα ολωσδιόλου τυχαία σχηματίζουν περιουσίες από το τίποτε και με το τίποτε. Δεν χρειάζονται παρά μερικές χρήσιμες γνωριμίες, μερικά «κουμπιά», κάμποση νεοελληνική «ευφυΐα» κι ένα τραπέζι κεντρικού καφενείου. Μήτε γραφεία, μήτε υπάλληλοι, μήτε φορολογικές υποχρεώσεις. Ο αέρας ! Ο Αναξιμένης επίστευε, πως η πρώτη ύλη του σύμπαντος είναι ο αέρας. Οι επιτήδειοι του καιρού μας το επιβεβαιώνουν.
[3] Μια κοινωνία, που δεν έμαθε ν’ αντιστέκεται, να επιβάλλει το θέλημά της, εγκαταλείπεται στην διάθεση των επιτηδείων, των ανερμάτιστων, των συμφεροντολόγων. Ο προμηθευτής, που μας έχει μια και δυο φορές εξαπατήσει, δεν παύει να είναι ο προμηθευτής μας. Το κατάστημα, που κηρύσσεται από την αστυϊατρική υπηρεσία ακάθαρτο, δεν χάνει την πελατεία του. Κανένας δεν αποφασίζει να μπει σε κάποιο κόπο, να υποβληθεί σε κάποια θυσία, για να τιμωρήσει εκείνον, που έκαμε κατάχρηση της εμπιστοσύνης του. Η ψευτιά θεωρείται καθεστώς. Είναι μια φυσική κατάσταση, που κανέναν δεν ενοχλεί. Φυσική κατάσταση είναι και η αθέτηση δοσμένου λόγου. Τα πάντα είναι μετέωρα κι ένα μόνο απομένει αμετακίνητο: η επιδίωξη του εύκολου πλουτισμού και η αναζήτηση της ευζωίας.