Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

Οικονομία - Πολιτική

Ν. Σβορώνος
Οι συνέπειες της οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων της βαλκανικής χερσονήσου στον 18ο αιώνα[1].

Η Θεσσαλονίκη, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, έγινε μια από τις πρώτες (εμπορικές) σκάλες της Ανατολής. … Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι το εμπόριο των άλλων εθνών, και κυρίως το εμπόριο διά ξηράς με την Ρωσία, της Αυστριακή Αυτοκρατορία και την Γερμανία, ήταν στην Θεσσαλονίκη πολύ πιο ζωηρό από τις άλλες σκάλες της Ανατολής και ξεπερνούσε, κυρίως ύστερα από την Γαλλική Επανάσταση, το εμπόριο των Γάλλων, θα καταλάβουμε την οικονομική σημασία της Θεσσαλονίκης στο εμπόριο της Ανατολής.

Η σημασία αυτή αυξήθηκε περισσότερο στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, όταν, εξαιτίας του ηπειρωτικού αποκλεισμού, η Θεσσαλονίκη έγινε το μόνο διαμετακομιστικό κέντρο από το οποίο οι Άγγλοι ασκούσαν το εμπόριό τους με την Κεντρική Ευρώπη, την Γερμανία και τον Βορρά.

Με λίγα λόγια, η Θεσσαλονίκη, της οποίας το εμπόριο εκτεινόταν σ’ όλα τα Βαλκάνια προς Βορράν, σ’ όλη την κυρίως Ελλάδα ως την Πελοπόννησο και τα νησιά, στην Αίγυπτο, στην Συρία, στην Μ. Ασία, στην Ρωσία, στην Αυστρία, στην Ιταλία, στην Γερμανία και στην Γαλλία, μπορεί να θεωρηθεί δικαίως σαν εμπορική πρωτεύουσα όλων των Βαλκανίων. …

Διατρέχοντας τις προξενικές εκθέσεις της Θεσσαλονίκης, ύστερα από το 1792, βλέπει κανείς πως μέρα με την ημέρα το εμπόριο της Θεσσαλονίκης περνάει στα χέρια των Ελλήνων, που καταλήγουν να είναι οι μόνοι μεγαλέμποροι στην χώρα και να διενεργούν ακόμα και το εμπόριο της Μασσαλίας. Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων[2] στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι Έλληνες έμποροι που διενεργούσαν το εξωτερικό εμπόριο ανεξαρτητοποιήθηκαν από την «προστασία» των ξένων δυνάμεων και απόσπασαν μάλιστα από την Πύλη τα ίδια προνόμια, εγγυημένα με βεράτια, όπως και οι δυτικοευρωπαίοι έμποροι, και σχημάτισαν ένα είδος εμπορικού επιμελητηρίου στην Κωνσταντινούπολη, αξίζει να μελετηθεί χωριστά. Τα έγγραφα των αρχείων της Γαλλίας, ιδιαίτερα τα υπομνήματα που αφορούν στην επαναφορά του δικαιώματος των 20% πάνω στο εξωτερικό εμπόριο της Μασσαλίας, και ιδιαίτερα τα ανέκδοτα υπομνήματα του Μπωζούρ, που αφορούν στην επιθεώρησή του των γαλλικών καταστημάτων της Ανατολής ανάμεσα στα 1817 και 1818, καθώς και τα τουρκικά αρχεία που αρχίζουν έστω και σποραδικά να δημοσιεύονται μας παρέχουν πλουσιότατο υλικό. Στο τέλος του 18ουαιώνα και στις αρχές του 19ου οι Έλληνες υποκατάστησαν του Γάλλους στην Θεσσαλονίκη. Ο μεγαλύτερος εμπορικός οίκος της Θεσσαλονίκης, καθώς και ολόκληρης της Μακεδονίας, ήταν ο οίκος Καφταντζόγλου. Κατά τη διάρκεια του ηπειρωτικού αποκλεισμού οι Έλληνες διενεργούν το μεγαλύτερο μέρος του αγγλικού εμπορίου. Το 1812, ο πρόξενος της Θεσσαλονίκης Φούκαρντ γράφει σχετικά με το ελληνικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης τα ακόλουθα :

«Γενικά, τα ελληνικά σπίτια συμμετείχαν πολύ ενεργητικά στο εμπόριο των αποικιακών. Δεν αναφέρω παρά τα κυριότερα απ’ αυτά : … Οι Έλληνες έχουν πιο πολλές υποθέσεις για λογαριασμό τους, παρά με προμήθεια. Οι Έλληνες είναι οι πιο δραστήριοι παράγοντες αυτού του εμπορίου και οι μεγαλύτεροί μας εχθροί, συνδεδεμένοι με τα αγγλικά και τα γερμανικά σπίτια, που έχουν συμφέροντα στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, απωθούν και εξευτελίζουν τα βιομηχανικά μας προϊόντα. Η επίδρασή τους απ’ αυτήν την άποψη μάς είναι θανάσιμη. Πλεονέχτες και ζηλότυποι, πιο πλούσιοι από τους δικούς μας εμπόρους, τους πάιρνουν απ’ τα χέρια το εμπόριο των βαμβακιών της Ανατολής που περνάει απ’ τον δρόμο της Κοστανίτσας …».

Πολύ χαρακτηριστική είναι, ακόμα, απ’ αυτήν την άποψη η έκθεση του άλλοτε προξένου της Θεσσαλονίκης και επιθεωρητού του εμπορίου Μπωζούρ (1818).

«Οι Γάλλοι έμποροι – γράφει – δεν μπορούν πλέον να ισχυριστούν ότι διατηρούν έστω και ένα φαινομενικό συναγωνισμό με τα καινούρια σπίτια της χώρας της οποίας, κατά τη διάρκεια των πολιτικών μας αναστατώσεων, αφυπνίσαμε την οικονομική δραστηριότητα σε βάρος μας. Όλες τους οι προσπάθειες σήμερα τείνουν κυρίως στο να μας εμποδίσουν ν’ αναλάβουμε από τις απώλειές μας. Ένα από τα ελληνικά σπίτια αυτής της πόλης, ο οίκος του κυρίου Νάνου Καφταντζόγλου, κατευθύνεται ανοιχτά προς αυτόν τον σκοπό και για να τον πετύχει δεν φαίνεται να φοβάται κανενός είδους θυσία. Αυτός ο οίκος μόνος του φορτώνει και στέλνει στην Μασσαλία όλα τα γαλλικά καράβια που προορίζονται γι’ αυτό το λιμάνι. Ικανοποιημένοι από την οικονομία στα έξοδα προμήθειας και από την συνεργασία μ’ έναν οίκο τόσο επιχειρηματικό και με μεγάλες εξαγωγικές δυνατότητες, οι έμποροί μας και οι καπετανέοι μας εγκαταλείπουν σιγά-σιγά και συνηθίζουν να ξεχνούν τους δικούς μας εμπορευόμενους που είναι εγκατεστημένοι στον τόπο (Θεσσαλονίκη), οι οποίοι με την σειρά τους κατηγορούν το κράτος για την εγκατάλειψη και την αδυναμία, όπου μας έφεραν οι διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν στα λιμάνια μας στο ξένο εμπόριο και ξαναζητούν μ’ όλη τους την δύναμη τα παλιά προστατευτικά μέτρα σαν πηγή της περασμένης τους ευημερίας και σαν τελευταία ελπίδα στο σημερινό ναυάγιο».

Ύστερα από την Γαλλική Επανάσταση, … μπορούμε να ισχυριστούμε σχεδόν με βεβαιότητα ότι οι Έλληνες είχαν στα χέρια τους περισσότερα από τα τρία τέταρτα του εμπορίου της Ανατολής. Δηλαδή, από εννέα εκατομμύρια πιάστρα, που ισοδυναμούν με δύο εκατομμύρια τσεκίνια βενετικά περίπου, που αντιπροσωπεύουν σ’ αυτήν την εποχή το εμπόριο της Θεσσαλονίκης, τα έξι εκατομμύρια πιάστρα περίπου ανήκουν στους Έλληνες. Το κέρδος απ’ αυτό το εμπόριο μπορεί να υπολογιστεί απάνω κάτω σε περισσότερο από δέκα εκατομμύρια πιάστρα, δηλαδή, δέκα εκατομμύρια γαλλικά φράγκα της εποχής που ισοδυναμούν με είκοσι πέντε εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα (1913).

Οι συνέπειες αυτής της προόδου των Ελλήνων υπήρξαν αποφασιστικές για τους βαλκανικούς λαούς, … Οι ελληνικοί πληθυσμοί από αιώνες ήταν διασκορπισμένοι σε συνοικισμούς λιγότερο ή περισσότερο πολυάριθμους, έξω από τα σύνορα του σημερινού ελληνικού κράτους, σ’ όλη την Βαλκανική Χερσόνησο. Ενισχυμένοι από τις καινούριες εμπορικές παροικίες που δημιούργησε η επέκταση του εμπορίου στην Ουγγαρία, στην νότια Ρωσία και ιδιαίτερα στην Μολδαβία και την Βλαχία, έδιναν στο ελληνικό έθνος την όψη ενός λαού εγκατεστημένου ανάμεσα σ’ άλλους λαούς. Μια σειρά σχεδόν συνεχής από νησίδες ελληνικές περιτριγυρισμένες από αυτόχθονες πληθυσμούς ξεκινούσε από την Μακεδονία, την Θράκη, την Ήπειρο και επεκτεινόταν ως το Δούναβη, στην Ουγγαρία και στις βαλκανικές όχθες της Μαύρης Θάλασσας. Αυτοί οι Έλληνες, εγκατεστημένοι στις πόλεις, εμπορικά κέντρα, αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο την αστική τάξη των Βαλκανίων. Έχοντας στα χέρια τους το εσωτερικό εμπόριο όλων αυτών των χωρών παρέσυραν στην οικονομική τους ανάπτυξη τους βαλκανικούς λαούς και συνετέλεσαν στον σχηματισμό μιας αυτόχθονης εμπορικής τάξης, που στην αρχή εξαρτιόταν απ’ τους Έλληνες, αλλά που σιγά-σιγά έγινε ανεξάρτητη και παρουσιάστηκε σαν φορέας μιας ολοένα και περισσότερο καθαρής εθνικής συνείδησης. Η συνείδηση αυτή, με τη σειρά της ενίσχυε κι έκανε συνειδητές τις προσπάθειες που έκαναν αυτοί οι λαοί για ν’ αποσείσουν τον οθωμανικό ζυγό, ενώ πριν, όπως συνέβη και με τους ίδιους τους Έλληνες, οι προσπάθειες αυτές προκαλούνταν απ’ τις ξένες επεμβάσεις. Μ’ άλλα λόγια, οι Έλληνες έπαιξαν στις βαλκανικές χώρες τον ίδιο ρόλο που οι δυτικοευρωπαίοι έμποροι, οι εγκατεστημένοι στην οθωμανική Αυτοκρατορία, είχαν παίξει γι’ αυτούς τους ίδιους : εκπαιδευμένοι από τους «Φράγκους», εκπαίδευσαν με την σειρά τους τούς βαλκανικούς λαούς, επωφελούμενοι από τα πλούτη των χωρών αυτών. Κατά συνέπεια, είναι φυσικό το ότι η οικονομική ανάπτυξη της Βουλγαρίας λ.χ., άρχισε απ’ τη Φιλιππούπολη, πόλη κατοικημένη αυτήν την εποχή σε μεγάλη πλειονότητα από Έλληνες, το ότι η Μοσχόπολη, το μοναστήρι, πόλεις το ίδιο ελληνικές ή εξελληνισμένες στην μεγάλη τους πλειονότητα, το Δυρράχιο, το Σπαλάτο, το Σεράγεβο, η Ραγούζα, πόλεις γιουγκοσλαβικές ή αλβανικές όπου κατοικούσαν πολλοί Έλληνες έμποροι, υπήρξαν τα πρώτα οικονομικά κέντρα των περιοχών αυτών.

Οι οικονομικοί δεσμοί που οι Έλληνες δημιούργησαν με τους λαούς της Ευρώπης είχαν σαν συνέπεια γόνιμες πνευματικές ανταλλαγές. Οι καινούριες ιδέες έβρισκαν στην Ελλάδα και διά μέσου των Ελλήνων στα Βαλκάνια, που είχαν ήδη αποκτήσει μια οικονομία σχετικά αναπτυγμένη, μια καινούρια βάση κι ένα κλίμα ευνοϊκό. … οι ιδέες αυτές, βγαλμένες απ’ τον πολιτισμός της κλασικής Ελλάδας, έβρισκαν στην παράδοση του ελληνικού λαού τον καταλύτη που διευκόλυνε την αφομοίωσή τους. Έτσι οι Έλληνες, στοιχείο διαβαλκανικό, έγιναν οι ενδιάμεσοι του εξευρωπαϊσμού των βαλκανικών λαών …

Οι Έλληνες ασκώντας το διαβαλκανικό τους εμπόριο, με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη, δημιούργησαν την οικονομική ενότητα των Βαλκανίων. Αυτή η οικονομική ενότητα, που την διευκόλυνε και την ενίσχυε συγχρόνως ο βυζαντινός πολιτισμός, που η Ορθόδοξη εκκλησία είχε διατηρήσει και διασώσει, ανάπτυξε, παράλληλα με την εθνική συνείδηση, μια κοινή συνείδηση που μπορεί να ονομαστεί βαλκανική.
_________________________

[1] Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος – 20ος αιώνας), εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1991.
[2] Μόνο οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι, αλλά οι τελευταίοι αυτοί μόνο στην Μ. Ασία, μπόρεσαν να συναγωνιστούν, κατά τρόπο υπολογίσιμο, τους Έλληνες.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Πελοποννησιακός πόλεμος

Αντίσταση στις «φωνές»…
Θουκυδίδου, Ιστορίας Δ΄[1]

Όταν ο Βρασίδας έφτασε στην Θράκη και οι Αθηναίοι το πληροφορήθηκαν, αποφάσισαν ότι ήσαν σε εμπόλεμη κατάσταση με τον Περδίκκα γιατί θεώρησαν ότι αυτός είχε προκαλέσει την εκστρατεία αυτή και άρχισαν ν’ ασκούν αυστηρότερη επιτήρηση επάνω στους συμμάχους τους της περιοχής.

Ο Περδίκκας, παίρνοντας και τον Βρασίδα με τον δικό του στρατό, ξεκίνησε εναντίον του Αρραβαίου του Βρομερού, βασιλιά των Λυγκηστών Μακεδόνων, οι οποίοι ήσαν γείτονές του. Είχε διαφορές μαζί του και ήθελε να τον υποχρεώση σε υποταγή. Όταν, όμως, έφτασε με το στρατό του και με τον Βρασίδα στα σύνορα της Λύγκου, ο Βρασίδας του είπε ότι, προτού αρχίσουν οι εχθροπραξίες, επιθυμούσε να διαπραγματευτή με τον Αρραβαίο για να τον κάνη – αν μπορούσε – σύμμαχο των Λακεδαιμονίων. Και ο Αρραβαίος είχε στειλει κήρυκα, έτοιμος ν’ αναθέση στον Βρασίδα την διαιτησία της διαφοράς του με τον Περδίκκα. Αλλά και οι αντιπρόσωποι των Χαλκιδέων, που βρίσκονταν εκεί, συμβούλευαν τον Βράσιδα να μην απαλλάξη τον περδίκκα απ’ όλες του τις δυσκολίες και τούτο για να έχη μεγαλύτερο ζήλο να τους βοηθή στα ζητήματά τους. Άλλωστε, οι πρέσβεις του Περδίκκα που είχαν πάει στην Σπάρτη, αυτό ακριβώς είχαν αφήσει να υπονοηθή, ότι, δηλαδή, θα έπαιρνε πολλές γειτονικές του χώρες με το μέρος των Λακεδαιμονίων. Γι’ αυτό και ο Βρασίδας ήθελε, έχοντας σύμφωνο τον Περδίκκα, να έρθη σε συνεννόηση με τον Αρραβαίο. Ο Περδίκκας, όμως, αποκρίθηκε ότι δεν είχε φέρει τον Βρασίδα για να γίνη δικαστής στις διαφορές του με τους γείτονές του, αλλά για να καταστρέψη τους εχθρούς του που αυτός θα υποδείκνυε, και ότι ο Βρασίδας θα παράβαινε τις συμφωνίες αν συναντούσε τον Αρραβαίο, ενώ ο ίδιος ο Περδίκκας συντηρούσε τον μισό πελοποννησιακό στρατό. Ο Βρασίδας, όμως, μετά από φιλονεικία και παρά την θέληση του Περδίκκα, συναντήθηκε με τον Αρραβαίο, που τον έπεισε ότι είχε δίκιο και, αντί να κάνει εισβολή, πήρε τον στρατό του κι έφυγε. Ο Περδίκκας θεώρησε ότι είχε αδικηθή. Δεν προμήθευε πια στον Βρασίδα εφόδια παρά μόνο για το ένα τρίτο του στρατού του.


Ενώ γίνονταν αυτά, ο Βρασίδας και ο Περδίκκας εξεστράτευσαν για δεύτερη φορά στην Λύγκο, εναντίον του Αρραβαίου. Ο Περδίκκας είχε μαζί του στρατό από τους Μακεδόνες που εξουσίαζε και από Έλληνες που κατοικούν στη χώρα του. Ο Βρασίδας είχε τους Πελοποννησίους που του απομέναν, είχε Ακανθίους, Χαλκιδείς και οπλίτες από άλλες πολιτείες, όσους μπόρεσε να δώση η καθεμιά. Οι Έλληνες οπλίτες ήσαν, συνολικά, τρεις χιλιάδες. Το ιππικό – Μακεδόνες και Χαλκιδείς – είχε χίλιους ιππείς. Πλήθος βάρβαροι ακολουθούσαν. Μπήκαν στην Λύγκο και βρήκαν τους Λυγκιστές παρατεταγμένους κ’ έτοιμους να τους αποκρούσουν. Αντιπαρατάχτηκαν κι αυτοί. Το πεζικό των δύο αντιπάλων κρατούσε δύο λόφους αντικριστούς. Στη μέση ήταν ένα πλάτωμα όπου κατέβηκε πρώτα το ιππικό τους κ’ έγινε ιππομαχία. Μετά, κατέβηκαν οι Λυγκιστές οπλίτες κ’ ενώθηκαν με το ιππικό, έτοιμοι για μάχη. Ο Περδίκκας και ο Βρασίδας κατέβηκαν κι αυτοί, έκαναν επίθεση και νίκησαν τους Λυγκιστές. Σκότωσαν πολλούς και οι υπόλοιποι έτρεξαν να καταφύγουν στα ψηλώματα όπου έμειναν χωρίς να επιχειρούν τίποτε. Ο Περδίκκας και ο Βρασίδας έστησαν τρόπαιο κ’ έμειναν εκεί δύο τρεις μέρες περιμένοντας τους Ιλλυριούς που έπρεπε να έρθουν εκεί, μισθοφόροι του Περδίκκα, ο οποίος όμως ήθελε να προχωρήση αμέσως και να κυριέψη τα χωριά του Αρραβαίου για να μην μένη άπρακτος.


Ενώ δεν μπορούσαν να ομονοήσουν, έφτασε η είδηση ότι οι Ιλλυριοί πρόδωσαν τον Περδίκκα και πήγαν με το μέρος του Αρραβαίου. Μετά απ’ αυτό συμφώνησαν και οι δύο ότι έπρεπε να φύγουν, από φόβο των Ιλλυριών, οι οποίοι είναι λαός πολεμικός.


Όταν ξημέρωσε ο Βρασίδας είδε ότι οι Μακεδόνες είχαν κιόλας φύγει και ότι οι Ιλλυριοί με τον Αρραβαίο ήσαν έτοιμοι να επιτεθούν, παράταξε τους οπλίτες του σε τετράγωνο με τους ψιλούς στη μέση, με σκοπό να επιχειρήση υποχώρηση.


Προτού πλησιάσει ο εχθρός, είπε, βιαστικά, τα ακόλουθα ενθαρρυντικά στους στρατιώτες του :
«Πελοποννήσιοι. Αν δεν υποπτευόμουν ότι έχετε τρομάξει επειδή απομονωθήκατε κ’ επειδή οι εχθροί μας είναι βάρβαροι και πολλοί, θα σας έλεγα μερικά προτρεπτικά μόνο λόγια χωρίς να σας κάνω διδαχή. Αλλά τώρα που μας εγκατέλειψαν οι σύμμαχοί μας και αντικρύζομε πολυάριθμο εχθρό, θα προσπαθήσω, θυμίζοντάς σας με λίγα λόγια μερικά πράγματα, να σας δώσω τις βασικές μου οδηγίες. Στον πόλεμο είστε γενναίοι από την αρετή που έχετε σεις οι ίδιοι και όχι επειδή σας βοηθούν σύμμαχοι. Δεν πρέπει να φοβάστε το πλήθος των εχθρών, αφού δεν κατάγεστε από πολιτεία όπου οι πολλοί εξουσιάζουν τους λίγους, αλλά, αντίθετα, στην πολιτεία σας τους πολλούς εξουσιάζουν οι λίγοι, οι οποίοι δεν έχουν αποκτήσει την εξουσία τους με άλλον τρόπο παρά με την αγωνιστική τους υπεροχή. Όσο για τους βαρβάρους, τους οποίους τώρα φοβάστε επειδή δεν τους γνωρίζετε, πρέπει να είστε πεπεισμένοι, και από τις επιχειρήσεις όπου συγκρουστήκατε εναντίον τους μαζί με τους Μακεδόνες, και από τα όσα συμπεραίνω εγώ και πληροφορήθηκα από άλλους, ότι δεν είναι τρομερός αντίπαλος. Όταν ένας εχθρός, ενώ είναι αδύνατος, παρουσιάζεται σαν να είναι ισχυρός, τότε, αν πληροφορηθή κανείς την πραγματική του αξία, τον αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη τόλμη, ενώ αν δεν ξέρη από πριν την αξία ενός πραγματικά δυνατού εχθρού, τότε τον αντιμετωπίζει με υπερβολική τόλμη. Οι εχθροί μας αυτοί, όταν κάνουν επίθεση εναντίον όσων δεν τους ξέρουν, είναι βέβαια τρομεροί. Το πλήθος τους είναι φοβερό, οι αλαλαγμοί τους αφόρητοι και σείοντας τα όπλα τους στο κενό, προκαλούν τον τρόμο. Αλλ’ αν κανείς δεν τρομάξη μ’ αυτά και προβάλη αντίσταση και γίνη συμπλοκή, αλλάζουν όψη τα πράγματα. … τέτοιοι συρφετοί, αν αντισταθή κανείς στην πρώτη κρούση τους, δείχνουν από μακριά μόνο θάρρος, με απειλητικές φωνές. Ενώ αν υποχωρήση κανείς στις φωνές αυτές, τότε μόνο δείχνουν γενναιότητα χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο».
__________________

[1] Μετάφραση Αγγελος Σ. Βλάχος, βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2004.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Μεσαιωνικός Εγκυκλοπαιδισμός

Ο Εγκυκλοπαιδισμός του 10ου αιώνα*

Ο 10ος αιώνας στο Βυζάντιο μπορούμε να πούμε ότι χαρακτηρίζεται, στον τομέα της γνώσης και της παιδείας, από την ιδέα του εγκυκλοπαιδισμού, παρόλο που τότε η λέξη δεν υπήρχε ακόμα, και το βυζαντινό περιεχόμενό της δεν μπορεί να αποδοθεί ακριβώς με κανέναν άλλο όρο. Το φαινόμενο ωστόσο είναι παλαιότερο. Οι προϋποθέσεις του είχαν δημιουργηθεί ήδη στον ελληνικό κόσμο, με το προοδευτικό πέρασμα από το ιδανικό του καλού κ’αγαθού στο ιδανικό του πεπαιδευμένου, με τη θαυμαστή προσπάθεια του Αριστοτέλη να ταξινομήσει και να καταγράψει το σύνολο των γνώσεων, και με την ίδρυση του Μουσείου της Αλεξάνδρειας. Η Ρώμη συνέχισε την παράδοση με τον Ουάρωνα και με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο[1].

Ο χριστιανισμός, τουλάχιστον ο δυτικός χριστιανισμός, θα στενέψει σημαντικά τον ορίζοντα. Μάρτυρας το χωρίο εκείνο στο De doctrina Christiana του Ιερού Αυγουστίνου, που, κατά την άποψη του J. Fontaine, ενέπνευσε το εγχείρημα του Ισιδώρου της Σεβίλλης : «Μερικοί συγγραφείς προσπάθησαν να μεταφράσουν χωριστά όλους τους εβραϊκούς, συριακούς και αιγυπτιακούς όρους και τα ονόματα που συναντούμε στην Αγία Γραφή. Κατά το παράδειγμά τους θα μπορούσαμε να επισημάνουμε όλους τους γεωγραφικούς τόπους, όλα τα ονόματα ζώων, δέντρων, λίθων, άγνωστων μετάλλων, και όλα τα κάθε λογής αντικείμενα που αναφέρει η Γραφή, να τα κατατάξουμε κατά γένη, να τα περιγράψουμε ένα, ένα και να τα πραγματευθούμε γραπτώς»[2]. Για τον πρώιμο Μεσαίωνα, και στο θέμα αυτό, όπως σε όλα, πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τί έγινε στην Ανατολή[3].

Διαπιστώνουμε και εδώ – άλλο πολύ αξιοσημείωτο παράδειγμα – τη συνάντηση, που τη διαπιστώσαμε ήδη πολλές φορές, ανάμεσα στον κόσμο του Βυζαντίου και στον κόσμο του Ισλάμ. Υπάρχει ένας αραβικός εγκυκλοπαιδισμός[4], που χωρίς αμφιβολία σχετίζεται με το μεγάλο έργο της μετάφρασης των Ελλήνων συγγραφέων, αλλά αυτός αντιπροσωπεύει μια άλλη πνευματική κίνηση, μετατοπισμένη λίγο μέσα στο χρόνο : ο Ιμπν Κοτάυμπα [Ibn Qotayba] τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα, ο Ιμπν Αμπντ Ραμπή [Ibn Abd Rabbih] είναι στο μεταίχμιο του 9ου και του 10ου αιώνα, και ο Μακούντι [Macoudi] πέθανε το 956.

Είναι εντυπωσιακή η χρονική σύμπτωση με το Βυζάντιο (την περίοδο από τον Λέοντα τον Μαθηματικό ως τον Κωνσταντίνο Ζ΄), αξιοσημείωτη η περίπτωση αυτού του φαινομένου της συνάντησης, για το οποίο η πολιτισμική ιστορία μας δίνει πολλά άλλα παραδείγματα, αλλά καμιά απόδειξη για άμεση επίδραση του βυζαντινού εγκυκλοπαιδισμού στον ισλαμικό. Παρατηρήθηκε σωστά[5], ότι, παρόλο που το πνεύμα είναι το ίδιο και στους δύο, δηλαδή η διατήρηση σταθερών «τύπων» του παρελθόντος με στόχο την επανάληψή τους, η κατάληξή τους υπήρξε αναπόφευκτα διαφορετική, αν όχι αντίθετη, αφού αυτοί οι ίδιοι οι «τύποι» ήταν διαφορετικοί : έτσι θα ήταν μεθοδολογικό σφάλμα αν μελετούσαμε τις δύο αυτές παράλληλες και σύγχρονες αλλά ανεξάρτητες μεταξύ τους κινήσεις θέλοντας να ανακαλύψουμε αμοιβαίες επιδράσεις. Θα πρόσθετα ότι ο βυζαντινός εγκυκλοπαιδισμός σε μεγάλο βαθμό είναι έμμονη ιδέα του ελληνικού παρελθόντος, αλλά έμμονη ιδέα που χαρακτηρίζεται από αμφιβολία και δυσπιστία εξαιτίας του χριστιανισμού. Ενώ ο αραβομουσουλμανικός εγκυκλοπαιδισμός δεν έχει αυτή την ένοχη συνείδηση, και αντλεί κατευθείαν από τον εαυτό του.
___________________________

[1] P. Grimal, “Encyclopedies antiques”. Cahiers d’ Histoire mondiale, IX, 3, 1966, σελ. 459-482.
[2] J. Fontaine, “Isidore de Seville et la mutation de l’ encyclopedie antique », στο ίδιο, σελ. 519-538. πρβλ. M. de Gandillac, “Encyclopedies premedievales et medievales”, στο ίδιο, σελ. 483-518.
[3] Σχετικά με το Βυζάντιο, παρουσίασα ένα πρώτο σχεδίασμα, “L’ encyclopedisme a Byzance a l’ apogee de l’ Empire et particulierement sous Constantin VII Porphyrogenete”, στο ίδιο, σελ. 596-616.
[4] Ch. Pellat, “Les encyclopedias dans le monde arabe”, στον ίδιο, σελ. 631-658. [R. Blachere, Quelques reflexions sur les formes de l’ Encyclopedisme en Egyprte et en Syrie du VIIIe / Ixe siecle a la fin dy XIVe / Xve siecle », Bulletin d’ Etudes orientales (de l’ Institut francais de Damas), 23, 1970, σελ. 7-19].
[5] R. Paret, “Contribution a l’ etude des milieux culturels dans le Proche-Orient medieval, l’ encyclopedisme arabo-musulman de 850 a 950 de l’ ere chretienne”, Revue historique, 477, Ιανουάριος-Μάρτιος 1966, σελ. 47-100.

*από το βιβλίο του Παύλου Λεμέρλ [Paul Lemerle] "Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός", σελ. 241-242, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

Η 4η Εξουσία

«Με την επίμονη, μαζική, ολοκληρωτική προπαγάνδα και κάτω από τις κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες, ο άνθρωπος είναι σε θέση να μάθει το ίδιο καλά ότι δύο επί δύο κάνει πέντε και όχι τέσσερα»

Γκέμπελς

Περί Τύπου[1]

Ο κιτρινισμός είναι μια νοοτροπία καθαρά αντιδεοντολογικής δημοσιογραφίας, που έχει ως στόχο την κυκλοφοριακή άνοδο. Εκμεταλλεύεται όλα τα φαινόμενα της ζωής, ανεξάρτητα από την κατεύθυνσή τους και επιδιώκει να αντλήσει οφέλη, είτε με εκβιασμούς είτε με την άνοδο της δημοτικότητας του ΜΜΕ, διοχετεύοντας προς το κοινό ψεύδη ή φήμες, χωρίς έλεγχο ή πλασματικά στοιχεία ή συνδυασμό πλασματικών και αληθοφανών στοιχείων.

Ο λαϊκισμός διατηρεί στοιχεία κιτρινισμού, αλλά ως προς την τακτική διαφέρει απ’ αυτόν. Εκφράζεται με τρόπο που να μιλάει κατ’ ευθείαν στο θυμικό των λαϊκών στρωμάτων. Δηλαδή διατηρεί λαϊκά φραστικά «κλισέ» και μιμείται τον εκφραστικό τρόπο των λαϊκών μαζών που έχουν ελλιπή μόρφωση, έτσι ώστε να απευθύνεται κυρίως στα απωθημένα τους και στο αίσθημα αδικίας που τους διακατέχει εξαιτίας της συμπίεσης της ζωής τους από τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα με τη δική του τεχνική και τη δική του «αλήθεια» για να δημιουργήσει οπαδούς, εξαρτημένους ανθρώπους, μιμούμενος την δική τους φρασεολογία και το δικό τους σκεπτικό.

Ο Χίτλερ[2] στο βιβλίο του «ο Αγών μου» έγραφε : «Αλήθεια είναι ό,τι μας συμφέρει. Η εξυπνάδα των μαζών είναι μικρή, η δύναμή τους όμως να ξεχνούν τεράστια» και σε άλλο σημείο «Κάθε προπαγάνδα πρέπει να είναι λαϊκή και να τοποθετεί το πνευματικό της επίπεδο στα όρια της δεκτικότητας, έστω και της πιο χαμηλής, μεταξύ εκείνων προς τους οποίους απευθύνεται. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η προπαγάνδα και το πνευματικό της επίπεδο πρέπει να βρίσκεται όσο πιο χαμηλά είναι οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού. Όσο το επιστημονικό της ύψος είναι πιο χαμηλό – της προπαγάνδας – όσο απευθύνεται αποκλειστικά στις δυνατότητες κατανόησης του πλήθους, τόσο η επιτυχία της θα είναι αποφασιστική. Αυτό το τελευταίο είναι η καλύτερη απόδειξη της αξίας της προπαγάνδας. Αποδίδει περισσότερο όταν απορρίπτεται από τα καλλιεργημένα πνεύματα …»

«Η αλλοτρίωση των πλατιών μαζών – ισχυριζόταν ο Χίτλερ – πρέπει ν’ αρχίσει απ’ αυτούς που νιώθουν απογοήτευση, αηδία, οργή και αγανάκτηση». Ένα άλλο αξίωμα του Χίτλέρ ήταν : «Όσο μεγαλύτερες μάζες ανθρώπων θέλει να επηρεάσει κανείς, τόσο χαμηλότερο πρέπει να είναι το πνευματικό τους επίπεδο»

Ο λαϊκισμός, λοιπόν, που στηρίζεται…στην λογική του φασισμού, έχει στόχο να προσεταιρισθεί τις λαϊκές μάζες μιμούμενος το σκεπτικό τους, την νοοτροπία τους, το λεκτικό τους, τη φρασεολογία τους, αλλά και κυρίως εκμεταλλευόμενος τα απωθημένα τους. Γιατί όσο χαμηλότερο είναι το πνευματικό επίπεδο εκείνων στους οποίους απευθύνεσαι, όπως έλεγε ο Χίτλερ, τόσο ευκολότερα μπορείς να τους επηρεάσεις και να τους κατευθύνεις. Το να μπορείς να ερεθίσεις τα βιώματα της αδικίας, τα απωθημένα μέσα στην συνείδηση των λαϊκών μαζών, με καθαρά λαϊκίστικο σκεπτικό, δηλαδή με την απομίμηση της σκέψης των ίδιων εκείνων ανθρώπων που τους διακατέχει το σύνδρομο της αδικίας, της καταπίεσης, της απογοήτευσης, αυτό ακριβώς είναι το όπλο του λαϊκισμού, που ο Χίτλερ ανακάλυπτε μέσα στους απογοητευμένους, ανάμεσα σ’ αυτούς που νιώθουν αηδία, οργή και αγανάκτηση, του «πρώτους στόχους», όπως χαρακτηριστικά έλεγε.

Για τον λαϊκιστή δεν έχει σημασία το θέμα. Σημασία έχει ο αντίπαλoς. Δεν έχει σημασία το πρόβλημα. Αν ο αντίπαλος εξουδετερωθεί, αυτομάτως το πρόβλήμα επιλύεται ή εκπίπτει σε δεύτερη μοίρα. Ο λαϊκιστής δημοσιογράφος αναπαράγει τον πολιτικό λαϊκισμό, γιατί με αυτό το σκεπτικό και με τις δυνατότητες που έχει για διόγκωση, παραπλάνηση και παραπληροφόρηση, κατορθώνει να συσκοτίσει την πραγματικότητα και να κατευθύνει τις λαϊκές μάζες.

Ο προβληματισμένος, ο σκεπτόμενος, ο καλλιεργημένος πολίτης δεν είναι χρήσιμος στον λαϊκιστή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι θεωρείται «εχθρός», εκ προοιμίου αντίπαλος. Θα επιχειρήσει να τον προσεταιριστεί. Τις περισσότερες φορές δεν θα το κατορθώσει. Θα προσπαθήσει όμως να τον επιτηρεί. Εφόσον κρίνει ότι μπορεί να γίνει εμπόδιο κάποια στιγμή στον λαϊκίστικο δρόμο θα προσπαθήσει να συγκεντρώσει οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία, έστω και διαστρεβλωμένα, θα τα στρέψει εναντίον του, για να τον εξουδετερώσει. Αν κατορθώσει να τον προσεταιριστεί διατηρεί τα στοιχεία σε κάποιο αρχείο και αν κάποια στιγμή εκείνος προσπαθήσει να διαφύγει από τον κλοιό του λαϊκισμού, θα δεχθεί τα δηλητηριώδη βέλη από εκείνον που υπηρετούσε. Δεν έχει έλεος ο λαϊκισμός, δεν έχει αισθήματα, δεν έχει φίλους. Έχει μόνο στόχους. Αν δεν μπορεί να πλήξει με πραγματικά στοιχεία ή έστω με διαστρεβλωμένα πραγματικά περιστατικά τον αντίπαλό του, καταφεύγει στο «χιούμορ» δια της φημολογίας, διατηρώντας την διέξοδο του «χιουμοριστικού» δημοσιεύματος σε περίπτωση αντεπίθεσης του «αντιπάλου».

[1] Αποσπάσματα από το βιβλίο «Τα μυστικά της Δημοσιογραφίας – Δεοντολογία» του Λυκούργου Κομίνη, σελ. 192 και επόμενες, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1990
[2] Ο Χίτλερ αναφερόμενος γενικά στην αποκλειστική αξία του ηγεμόνα αναφέρει : «Δεν πρέπει λοιπόν ποτέ να ξεχνούμε πως καθετί μεγάλο στον κόσμο αυτό δεν έγινε ποτέ με αγώνες λογικούς, αλλά πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά από έναν και μόνο ηγετικό εγκέφαλο. Δεν είναι η μάζα που δημιουργεί, ούτε η πλειοψηφία που οργανώνει ή σκέπτεται, αλλά παντού και πάντα το μεμονωμένο άτομο. Η προσωπικότητα πρέπει να τοποθετηθεί πάνω από τη μάζα και αντίστροφα η μάζα να τεθεί στην υπηρεσία της προσωπικότητας» … «Καμιά εντολή δεν υπόκειται σε ψηφοφορία. Δεν υπάρχουν παρά εντολές υπό παρατήρηση που ανάμεσά τους ο υπεύθυνος αρχηγός διαλέγει εκείνες που πρέπει να εκτελεσθούν. Μόνο ο αρχηγός του κόμματος εκλέγεται, ανάλογα με τους κανόνες του καταστατικού, από το σύνολο των μελών. Αλλά είναι ο απόλυτος άρχων. Όλες οι εντολές είναι κάτω από τη δικαιοδοσία του. Δεν εξαρτάται από κανέναν. Έχει ολόκληρη την ευθύνη, αλλά την σηκώνει ολόκληρη πάνω στους ώμους του».

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

Ποίηση

Γ υ ρ ι σ μ ό ς

Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά.
Στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα,
και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου…

Βοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου.
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος.
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας.
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.

Σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι.
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια.
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια.

Μια βοή φτάνει απόμακρα,
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει. Είν’ ο αγέρας που σίμωσε,
είν’ ο ήλιος που δει μπρός στα μάτια μου
- και ο αγνός όχι ξένα τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει.

Πετιώμαι απάνω. Η αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!

Άγγελος Σικελιανός, «Αλαφροϊσκιωτος», 1909.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Λόγοι

Κωνσταντίνος Τσάτσος
Είμαστε Έλληνες[1]

Είμαστε ένας λαός, για τον οποίον άστοργη στάθηκε η φύση και αδυσώπητη η ιστορία. Και όμως υπάρχομε από τρεις χιλιάδες χρόνια μόνοι, ανόμιοι με όλους τους γύρω μας. Από τους μεγάλους ιστορικά λαούς, ίσως μόνο τους Ιουδαίους να χαρακτηρίζη τέτοια μοναξιά. Καθώς είμαστε πάντα μόνοι, δεν μας δόθηκε να μας υποστηρίξουν, σε κρίσιμες ώρες της πολυαίωνης πορείας μας, λαοί ομόφυλοι, όπως δόθηκε στους Άραβες και στους Σλαύους.

Υπήρξαμε πάντα ευάριθμοι, σ’ ένα μικρό χώρο της γης, που αποτελούνταν πιο πολύ από θάλασσα παρά από γη. Η λιγοστή γη μας ήταν κατά το πλείστον αν όχι άγονη, όμως δύσκολη στην γονιμοποίησή της. Κ’ εμάς τους ίδιους αναμεταξύ μας μάς χώριζαν δυσβάσταχτα βουνά ή ταραγμένες θάλασσες. Γι’ αυτό εμείναμε φτωχοί και δεν είχαμε πολλά να προσφέρωμε στις ειρηνικές μας ανταλλαγές, ώστε να καρπωθούμε αγαθά άλλων λαών. Είχαμε μόνο έργα των χεριών και της φαντασίας μας και όχι της πρώτης ανάγκης. Αυτά είχαμε να προσφέρωμε. Και είχαμε προ παντός τη γεωγραφική μας θέση, όπου μας είχε τοποθετήσει η Μοίρα, μια θέση κεντρική για την ιστορία, μια θέση που δεν έλειψε ποτέ από το πεδίο όπου συντελούνταν και παλαιότερα, αλλά και πρόσφατα, τα πιο συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα. Γι’ αυτή τη θέση την επίζηλη, εμάς τους φτωχούς μας κύκλωναν από παλιά οι βουλιμίες και οι έχθρες πλήθους φύλων, που ήρθαν ορμητικές και πέρσαν, χωρίς να μπορέσουν να πειράξουν την καθαρότητα του Γένους μας, όπως περνάει απάνω από την σκληρή πέτρα το νερό.

Το προικιό μας όμως, όπως νάναι από τη φύση των πραγμάτων, ήταν πενιχρό και η Μοίρα μας στάθηκε σκληρή και φιλάργυρη. Μόνο ένα μας δόθηκε με πρωτοφανή απλοχεριά : το πνεύμα.

Το έθνος μας στους προχριστιανικούς προ πάντων, αλλά και σε πολλούς μεταχριστιανικούς χρόνους άναψε ένα φως, που κανενός άλλου λαού η φωτεινότητα δεν έχει ξεπεράσει. Η λάμψη φωτίζει ως σήμερα τους λαούς της Ευρώπης. Κανένας ζηλόφθονος εχθρός δεν κατώρθωσε, μα και δεν τόλμησε αυτό το κοσμοϊστορικό πνευματικό γεγονός να αμφισβητήση.

Με σέβας ακουγόταν το όνομα της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην Αμερική, σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, τότε που ωρίμαζε η Επανάσταση. Αλλά συγχρόνως είχε αποκρυσταλλωθή η εντύπωση ότι η Ελλάς, κάποτε, μέσα στους αιώνες, είχε πεθάνει, αφήνοντας το φως της, κληρονομιά σε άλλους λαούς. Οι ταξιδιώτες και οι ποιητές στρέφονταν με νοσταλγία προς ένα αγύριστο παρελθόν και το μοιρολογούσαν, περιδιαβαίνοντας στα ερείπια της έρημης χώρας.



Πλάνη αμαθών αποδεικνύονταν η γνώμη ότι το Ελληνικό Γένος είχε χαθή από τον κόσμο, όπως οι Ετρούσκοι, οι Χιττίτες και άλλοι λαοί. Πάντα ζούσαν οι Έλληνες με τις ίδιες κακίες, με τις ίδιες αρετές και ζουν ακόμη σήμερα και με αυτές πορεύονται. Η αξιοσύνη, η παλληκαριά αλλά και η πνευματική ανωτερότητα πιστοποιούσαν κατά τρόπον αδιάψευστο την συνέχεια της ζωής των και εξηγούσαν το θαύμα αυτής της Ανάστασης.

…το περιούσιο έθνος των Ελλήνων, που είχε αναστηθή εκ νεκρών, όπως τότε νόμιζαν, ενώ στην πραγματικότητα έκαιγε άσβυστη πάντα η χόβολη κάτω από τη στάχτη … ξεπερνώντας τις αθλιότητες της διχόνοιας, της κατάρας αυτής του Γένους, αυτής που μας εμπόδισε να αποκτήσωμε μια μακρόχρονη κοσμοκρατορία όπως οι Ρωμαίοι …

Όσο για μας, εμείς θα πράξωμε, όταν χρειασθή, ό,τι έπραξαν και αυτοί … . Και ας το γνωρίζουν αυτό και οι εχθροί και οι φίλοι.
______________________________

[1] Απόσπασμα από ανθολογία κειμένων που έγινε από τον Κώστα Ε. Τσιρόπουλο και εμπεριέχονται στο βιβλίο «Το Εικοσιένα» των εκδόσεων «Ευθύνη», Μάρτιος 1987

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

Πολιτική

Ο αγώνας με έπαθλο την Μακεδονία

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν από το βιβλίο του Νικόλαου Μάρτη «Η πλαστογράφηση της ιστορίας της Μακεδονίας» καταδεικνύουν τον καθαρά πολιτικό χαρακτήρα του σύγχρονου «Μακεδονικού ζητήματος». Με δεδομένη την πολιτική υφή του προβλήματος, καθίσταται σαφές πως σε επίπεδο διαπραγμάτευσης οι ιστορικές αλήθειες [ή αλλιώς ευαισθησίες] δεν έχουν καμία θέση το δε αποδεικτικό τους περιεχόμενο δεν λαμβάνεται κ’ αν υπ’ όψιν. Και εάν τούτο είναι αληθές δεν απομένουν παρά δύο «όπλα» στην διαπραγματευτική φαρέτρα των αντιμαχόμενων πλευρών : η ισχύς και οι συμμαχίες. Εάν δε, θεωρηθεί πως οι συμμαχίες προσθέτουν σε ισχύ, τότε θα πρέπει να κάνουμε λόγο για αγώνα ισχύος.

Ι.Λ.

Η πλαστογράφηση της ιστορίας της Μακεδονίας, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν έργο κυρίως Βουλγάρων ιστορικών του προπολεμικού καθεστώτος. …

Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, με την ανακήρυξη της Γιουγκοσλαβίας σε «Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Ως την εποχή εκείνη (1944) η περιοχή αυτή ήταν γνωστή σαν Νότιος Σερβία ή Βαρντάνσκα Μπανοβίνα. Με τη νέα διοικητική ρύθμιση εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα Βαλκάνια «Μακεδονικό κράτος» έστω και ως ομόσπονδο. Έτσι η παραποίηση της ιστορίας της Μακεδονίας έλαβε άλλη μορφή και δημιουργήθηκαν νέες περιπλοκές που μελλοντικά θα επηρεάζουν τις διεθνείς σχέσεις στο τμήμα αυτό της Ευρώπης.

Τον Σεπτέμβριο 1944 συνεστήθη στα Σκόπια επιτροπή από λόγιους για να καθορίσουν την γραμματική μορφή και ορθογραφία της «Μακεδονικής γλώσσης». Ο Ιταλός γλωσσολόγος Βιττόρε Πιζάνι στην εργασία του Macedonico στο περιοδικό Paedia[1] γράφει «…στ’ αλήθεια η Μακεδονική γλώσσα είναι πλάσμα με καταγωγή κυρίως πολιτική».

Στο 8ο Συνέδριο της Ενώσεως Κομμουνιστών Μακεδονίας, 6-9 Μαΐου 1982, ο Πρόεδρος Τσεμέρσκυ ζήτησε «την αναγνώριση και κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων της Μακεδονικής μειονότητος στην Ελλάδα», στο ψήφισμα δε που εκδόθηκε αναφέρεται ότι «θα αγωνισθούν για τα εθνικά δικαιώματα της Μακεδονικής μειονότητος».

Στο 12ο Συνέδριο της Ενώσεως Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών στο Βελιγράδι, αρχές Ιουνίου 1982, δηλώθηκε από στέλεχος του κόμματος ότι «καταπιέζονται οι Μακεδόνες στην Ελλάδα».

Το Δημοσιογραφικό όργανο της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών «Ο Κομμουνιστής» δημοσίευσε στις 11 Δεκεμβρίου 1982 ότι «Μακεδονική γλώσσα» και «Μακεδονική εθνότητα» υπάρχει όχι μόνο στο Γιουγκοσλαβικό έδαφος αλλά και στην Ελλάδα και την Βουλγαρία και ότι η Ελληνική Κυβέρνηση αποφεύγει την αναγνώρισή τους.

Κατά τον Ησίοδο, ο Μακεδών και ο Μάγνητας ήταν παιδιά του Δία και της Πανδώρας, κόρης του Δευκαλίωνα και στα Πιέρια και το Όλυμπο είχαν την κατοικία τους[2]. Ο Έλλην ήταν γιος του Δευκαλίωνα.

Κατά τον Ηρόδοτο, τμήμα των μακεδόνων μετανάστευσε στην Δωρίδα όπου αναμίχθηκε με άλλα ελληνικά φύλα. Αργότερα εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και κατέλαβαν το Άργος και οι κατακτητές αυτοί ονομάστηκαν έκτοτε Δωριείς.

Ο ιστορικός Ελλάνικος έγραψε στο τέλος του 5ου αιώνα ότι ο Μακεδών, ο πρόγονος των Μακεδόνων, ήταν παιδί του Αιόλου και ότι οι Μακεδόνες, όπως οι Θεσσαλοί μιλούσαν την Αιολική διάλεκτο.

Ο Ισοκράτης στον λόγο του προς τον Φίλιππο Β΄ με τον οποίο τον προέτρεπε να αναλάβει χάριν όλων των Ελλήνων την αρχιστρατηγία στον πόλεμο κατά των Περσών, λέει ότι «…Οι Θηβαίοι τιμούν τον αρχηγό του γένους σου [τον Ηρακλή][3]»

… Ο ιστορικός Πολύβιος (205-122 π.Χ.) παραθέτει τον λόγο του πρέσβη των Ακαρνάνων Λυκίσκου προς τους Λακεδαιμονίους όπου εκτίθενται τα ευεργετήματα τα οποία απεκόμισε όλος ο Ελληνικός λαός από τους Μακεδόνες, λέγει δε συγκεκριμένα «Ποία και πόσο μεγάλη τιμή πρέπει να λάβουν οι Μακεδόνες που το περισσότερο διάστημα της ζωής τους δεν παύουν να αγωνίζονται εναντίον των βαρβάρων για την ασφάλεια των Ελλήνων, γιατί ποιος αγνοεί ότι οι Έλληνες πάντοτε θα κινδύνευαν τα μέγιστα εάν δεν είχαν προπύργιο τους Μακεδόνες και τις φιλοδοξίες των βασιλέων τους ;»[4].

Ο Προφήτης Δανιήλ 200 χρόνια περίπου πριν γεννηθεί ο Αλέξανδρος προφήτευσε ότι «ο Βασιλεύς των Μήδων και Περσών θα ηττηθεί από το Έλληνα Βασιλέα και ότι τον πρώτο αυτό και μέγα Βασιλέα θα διαδεχθούν τέσσερεις βασιλείς από το ίδιο βασίλειο[5]».

Ο Χόλτσνερ (Holzner) στο βιβλίο του «Παύλος» γράφει … «κάποτε απ’ την Μακεδονία ήρθε ο νεαρός ήρωας με τα 22 του χρόνια και έφερε τα δώρα της Δύσης, ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία στην Ανατολή. Τώρα η Δύση ζητούσε το ωραιότερο δώρο της Ανατολής, τη διδασκαλία του Ναζωραίου…».

Ορισμένοι Σλάβοι υποστηρίζουν ότι ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος ήταν Σλάβοι. Οι Σκοπιανοί υποστηρίζουν μια πιο περίεργη και αναληθή θεωρία, δηλαδή ότι ο Κύριλλος και Μεθόδιος ως Θεσσαλονικείς ήταν «Μακεδόνες Σλάβοι» και συνεπώς οι Σκοπιανοί ως απόγονοι των μακεδόνων αυτών έχουν το προνόμιο ότι αυτοί φώτισαν τους ομοφύλους τους.

Οι θεωρίες αυτές δέχθηκαν ισχυρό ράπισμα από τον Σλάβο Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β΄, ο οποίος στις 31 Δεκεμβρίου 1980 με επίσημη αποστολική εγκύκλιο (Egregiae Virtutis) προς ολόκληρη την καθολική εκκλησία και με ιδιαίτερη επιστολή του προς τον [τότε] Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνο Καραμανλή, εξαγγέλλει ότι ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος «Αδελφοί Έλληνες, γεννημένοι στην Θεσσαλονίκη» καθιερώνονται «ουράνιοι προστάτες της Ευρώπης». Ο Πάπας επανέλαβε την εξαγγελία του αυτή και στον λόγο του στις 14 Φεβρουαρίου 1981 στην εκκλησία του Αγίου Κλήμεντος της Ρώμης.



_____________________




[1] Paedia (12) 1957 σελ. 250
[2] «Η δ’ (Πανδώρα) υποκυσάμενη Διί γείνατο … θίε δύω Μάγνητα Μακηδόνα θ’ … οι περί Πιερίην και Όλυμπον δώματ’ έναιον» - Ησιόδου κατάλογος γυναικών ΗΟΙΑΙ Α 2.
[3] «Θηβαίοι δε τον αρχηγόν του γένους υμών τιμώσι» - Ισοκράτους, Φίλιππος ιβ΄ (32)
[4] «Τίνος και πηλίκης δει τιμής αξιούσθαι Μακεδόνας, οι τον πλείω του βίου χρόνον ου παύονται διαγωνιζόμενοι προς τους βαρβάρους υπέρ της των Ελλήνων ασφαλείας, ότι γαρ αιεί ποτ’ αν εν μεγάλοις ην κινδύνοις τα κατά τους Έλληνας, ει μη Μακεδόνας είχομεν πρόφραγμα και τας των παρά τούτοις Βασιλέων φιλοτιμίας, τις ου γιγνώσκει ;» - Πολύβιος, ιστορία ΙΧ 35,2.
[5] «και ο τράγος των αιγών βασιλέυς Ελλήνων. Και το κέρας το μέγα, ο ην ανάμεσον των οφθαλμών αυτού, ούτος εστίν ο βασιλεύς ο πρώτος. Και του συντριβέντος, ου έστησαν τέσσαρα υποκάτω κέρατα, τέσσαρες βασιλείς εκ του έθνούς αυτού αναστήσονται και ουκ εν τη ισχύι αυτού» - παλαιά Διαθήκη, Δανιήλ (8, 1-22)

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Δίκαιο

Ο δικαστικός αγώνας των ομηρικών χρόνων

Η αρχαιότερη περιγραφή δικαστικού αγώνα περικλείεται στην Ιλιάδα. Το σχετικό απόσπασμα, όπου γίνεται λόγος για την εικόνα που ήταν χαραγμένη επάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα, παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλες ερμηνευτικές δυσχέρειες. Βλέπουμε, ωστόσο, ότι πρόκειται για την εικαστική αναπαράσταση μιας διένεξης που προέκυψε από τη θανάτωση ενός προσώπου. Κατά τους ομηρικούς χρόνους, η ανθρωποκτονία, που παλαιότερα δημιουργούσε υπέρ της οικογένειας του θύματος δικαίωμα αυτοδικίας, παρείχε στον δράστη την δυνατότητα εξαγοράς της αυτοδικίας μέσω της καταβολής περιουσιακών αγαθών στους δικαιούχους. Η αποδοχή των περιουσιακών στοιχείων για την εξαγορά του δικαιώματος αυτοδικίας (ποινή) υπήρξε αρχικά προαιρετική για την οικογένεια του θύματος, στην συνέχεια όμως έγινε υποχρεωτική. Στην ομηρική σκηνή, δύο πρόσωπα φιλονεικούν για το αν μεσολάβησε ή όχι εξαγορά του δικαιώματος αυτοδικίας και, για το λόγο αυτό, προσφεύγουν στη δικαιοσύνη. Σε μια πρώτη φάση, απευθύνονται στον ίστορα, ο οποίος, αφού ακούσει τα επιχειρήματά τους, προσπαθεί να τους συμβιβάσει. Κάθε ένας από τους αντιδίκους έχει με το μέρος του μια μερίδα από το συγκεντρωμένο πλήθος, που συγκρατείται από τους κήρυκες. Ο ίστωρ της ομηρικής σκηνής δεν καταφέρνει να συμβιβάσει τους αντιπάλους, οι οποίοι απευθύνονται στο συμβούλιο των γερόντων. Το αξιοπερίεργο της δικαστικής αυτής σκηνής είναι ότι οι γέροντες δεν εκδίδουν απόφαση, αλλά ο ένας μετά τον άλλον εκφέρουν γνώμη (αρχικά έννοια του όρου δικάζειν) και υπερισχύει η άποψη που θα κριθεί ορθότερη. Η ομηρική περιγραφή γεννά πολλά ερωτηματικά. Αφήνει όμως να διαφανεί ότι, ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., οι κοινωνίες προβληματίζονταν σχετικά με τα στάδια που απαιτούσε η δικαστική επίλυση μιας ιδιωτικής διαφοράς.

Θέμις – δίκη – νόμος

Οι όροι δίκαιο, με την έννοια της έννομης τάξης και νόμος απουσιάζουν από τα ομηρικά έπη. Αντίθετα, απαντούν συχνά οι όροι θέμις και δίκη. Ο όρος θέμις, που χρησιμοποιείται ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους, εκτός από την ομώνυμη θεότητα, υποδηλώνει την σταθερότητα που αντιδιαστέλλεται στη βία ή ακόμα τις θεϊκές αποφάσεις και τους χρησμούς. Η ομώνυμη θεότητα υπαγορεύει αποφάσεις εμπνευσμένες από το Δία. Από τη λέξη θέμις προέρχεται ο όρος θέμιστες, ο οποίος συνδέεται με την απονομή της δικαιοσύνης από αρχαϊκούς δικαστές, τους δικασπόλους. Και η Δίκη υπήρξε θεότητα του ελληνικού πανθέου. Η λέξη δίκη ετυμολογείται από το ρήμα δεικνύναι. Προτού αποκτήσει την έννοια του δικαστικού αγώνα και του ένδικου μέσου, ο όρος δίκη σήμαινε την δικαιοσύνη και την δικαστική απόφαση.

Η έννοια του νόμου – η λέξη προέρχεται από το ρήμα νέμω (μοιράζω) – πρωτοεμφανίζεται στο έργο του Ησίοδου. Έχει θεία προέλευση και η συμμόρφωση προς το περιεχόμενο του νόμου διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Στους χρόνους του Ησιόδου, ο νόμος συγχέεται ακόμα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις επιταγές της κοινωνικής ηθικής ή ακόμα και με τους κανόνες της υγιεινής. Οι πρώτοι μεγάλοι νομοθέτες (Ζάλευκος[1] και Χαρώνδας[2], 7ος αι. π.Χ.) έζησαν προτού η έννοια του νόμου περιέλθει αποκλειστικά στην ανθρώπινη αρμοδιότητα, πράγμα που δεν θα συμβεί παρά στα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα, οπότε και παύει να χρησιμοποιείται ο προγενέστερος όρος θεσμός. Ακόμα και στο Πίνδαρο (520-460 π.Χ.), η έκφραση νόμος πάντων βασιλεύς συνδέεται με την κοσμική τάξη, μέρος της οποίας αποτελεί και η έννομη τάξη. Από τη δισυπόστατη φύση του νόμου (κανόνας της κοσμικής ή της μεταφυσικής τάξης και αναγκαστικός κανόνας ανθρώπινης συμπεριφοράς) πήγασε η ιδέες της σύγκρουσης μεταξύ δύο επιταγών, μεταξύ των άγραφων νόμων και των αναγκαστικών κανόνων που επέβαλε η πόλις, θέμα που αποτέλεσε τον πυρήνα της αρχαίας τραγωδίας.

Νομοθεσία

Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., η ανάγκη καταγραφής του ισχύοντος άγραφου δικαίου εμφανίζεται επιτακτική και, εφεξής, εφικτή. Σε πολλές περιοχές του ελλαδικού κόσμου (Σπάρτη, μεγάλη Ελλάδα, Ιωνία, Αθήνα), ανατίθεται σε πρόσωπα κοινής εμπιστοσύνης (αισυμνήται στις πόλεις της Ιωνίας και της Αιολίας, νομοθέται στην υπόλοιπη Ελλάδα), η σύνταξη των νόμων. Η νομοθεσία συνδέεται με δύο άλλα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τον 8ο και 7ο αιώνα, τη διάδοση της γραφής[3] και τους αποικισμούς. Η γραφή, το «όχημα του δικαίου» όπως έχει χαρακτηριστεί, υπήρξε αναγκαία προϋπόθεση για την καταγραφή του αρχαϊκού δικαίου. Η δε ανάγκη σύνταξης νόμων πρόβαλλε επιτακτική στις ελληνικές αποικίες, όπου χρειαζόταν να δοθεί ένας «κώδικας» στους αποίκους, άτομα από διαφορετικούς τόπους καταγωγής και, κατά συνέπεια, με διαφορετικές δικαιικές εμπειρίες.
________________________________

[1] Ζάλευκος – Όπως οι θεμιστές συνδέονταν κατά τρόπο άμεσο (χρησμοί) ή έμμεσο (αποφάσεις βασιλέων) με την θρησκεία, έτσι και οι πρώτες νομοθεσίες αποδίδονται σε μεταφυσική παρέμβαση. Γύρω στο 663 π.Χ., στους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας, ο Ζάλευκος εκδίδει, μετά από χρησμό που του υπαγόρευσε η θεά Αθηνά, σειρά νόμων που, αργότερα, υιοθετήσαν και άλλες ελληνικές πόλεις. Στο νομοθετικό έργο του Ζάλευκου, όπως έχει διασωθεί από μεταγενέστερους συγγραφείς, διαφαίνεται η προσπάθεια του νομοθέτη να αποτρέψει κάθε μελλοντική μεταβολή, τόσο στο πεδίο του δημόσιου δικαίου, όσο και στο χώρο των ιδιωτικών έννομων σχέσεων. Για τον ίδιο σκοπό, ο Σόλων θα περιλάβει στην νομοθεσία του ρητή διάταξη που απαγόρευε την μεταβολή των νόμων. Περιορισμός της δυνατότητας μεταβολής και ερμηνείας των νόμων, καθορισμός της ποινής από τον νόμο και όχι πλέον από τον δικαστή, απαγόρευση απαλλοτρίωσης της γης (μόνο σε περίπτωση αφεύκτου ανάγκης), αρνητική στάση της έννομης τάξης απέναντι στις πιστωτικές συναλλαγές ή ακόμα η «αρχή του ίσου» [talio, lex talionis], που περιλαμβάνονται στην νομοθεσία του Ζάλευκου, αποτελούν μέτρα μέσω των οποίων περιορίζεται ο κίνδυνος ριζικών μεταβολών των πολιτειακών και κοινωνικών δομών.
[2] Χαρώνδας – Ο Χαρώνδας, που έζησε στην Κατάνη της Σικελίας, περιέλαβε στο νομοθετικό του έργο διατάξεις κοινωνικού περιεχομένου (προστασία ορφανών, εγκαταλειφθέντων συζύγων, ενδεχομένως υποχρεωτική παιδεία και δωρεάν ιατρική περίθαλψη) και, όπως και ο Ζάλευκος, κράτησε εχθρική στάση απέναντι στις πιστωτικές δικαιοπραξίες, στις οποίες δεν παρείχε ένδική προστασία. Οι νόμοι του Χαρώνδου υιοθετήθηκαν και από άλλες πόλεις, από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία μέχρι το εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
[3] Οι συγγραφείς αναφέρονται στην διάδοση της φοινικικής αλφαβήτου
_____________________________
από το βιβλίο των Σπύρου Τρωϊάνου και Ιουλίας Βελισσαροπούλου-Καράκωστα "Ιστορία Δικαίου, από την αρχαία στην νεώτερη Ελλάδα", εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1997

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Λογοτεχνία

Η πείνα[1]
Κνουτ Χαμσουν[2]

Ανασηκώθηκα, πήγα στην άκρη του κρεβατιού κι έψαξα μέσα σ’ ένα κουτί, αναζητώντας λίγο φαΐ για πρωινό, όμως δεν βρήκα τίποτα και ξαναγύρισα στο παράθυρο.

Ο Θεός μόνο ξέρει, σκέφτηκα, αν με βοηθήσει σε κάτι το να βρω κάποια δουλειά ! Αυτές οι πολλαπλές αρνήσεις, οι αόριστες υποσχέσεις, τα ξερά «όχι», αυτές οι ελπίδες που μεγάλωναν κι ύστερα έσβυναν, οι νέες προσπάθειες που κάθε φορά κατέληγαν στο μηδέν, είχαν συντρίψει το κουράγιο μου. Την τελευταία φορά, είχα παρουσιαστεί για μια θέση ταμία σε καφετέρια, αλλά έφτασα δεύτερος. Κι επιπλέον δεν μπορούσα να καταλάβω την απαιτούμενη εγγύηση των πενήντα κορόνων. Πάντα εμφανιζόταν κάποιο εμπόδιο. Είχα παρουσιαστεί επίσης στο Πυροσβεστικό Σώμα. Ήμασταν καμιά πενηνταριά άντρες στη σειρά, με φουσκωμένο το στήθος, για να δώσουμε μια εντύπωση δύναμης και θάρρους. Ένας επιθεωρητής πηγαινοερχόταν εξετάζοντας τους υποψηφίους, δοκίμαζε τα μπράτσα τους και τους έκανε ερωτήσεις. Ούτε καν σταμάτησε μπροστά μου και περιορίστηκε να κουνήσει το κεφάλι του, λέγοντας ότι απορριπτόμουν εξ’ αιτίας των γυαλιών μου. Ξαναπαρουσιάστηκα μια δεύτερη φορά χωρίς γυαλιά. Στεκόμουν με τα φρύδια σμιχτά, με τα μάτια διαπεραστικά σαν μαχαίρια, αλλά και πάλι ο επιθεωρητής πέρασε από εμπρός μου χαμογελώντας … μάλλον με είχε αναγνωρίσει. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι τα ρούχα μου είχαν αρχίσει να φθείρονται τόσο πολύ, που δεν μπορούσα πλέον να παρουσιαστώ για κάποια θέση ντυμένος ευπρεπώς.

Με τί σταθερό ρυθμό, με τί ομοιόμορφη κίνηση κατρακυλούσα συνεχώς. Είχα καταλήξει σε σημείο να μην έχω ούτε χτένα, ούτε ένα βιβλίο να διαβάσω, όταν η ζωή μου γινόταν αβάσταχτη. Όλο το καλοκαίρι περιπλανιόμουν στα νεκροταφεία και στο πάρκο του Πύργου, όπου καθόμουν κι έγραφα άρθρα για εφημερίδες, στήλη με στήλη, σχετικά με τα πιο ετερόκλητα θέματα : παράξενες επινοήσεις, τρέλες, φαντασιώσεις του ταραγμένου μυαλού μου. Μέσα στην απόγνωσή μου, διάλεγα συχνά τα πιο ανεπίκαιρα θέματα, που μου κόστιζαν πολύωρες προσπάθειες και απορρίπτονταν συστηματικά. Μόλις τελείωνα ένα κείμενο άρχιζα αμέσως κάποιο καινούργιο και σπάνια απογοητευόμουν από τις αρνητικές απαντήσεις των αρχισυντακτών. Έλεγα διαρκώς στον εαυτό μου ότι τελικά, κάποια μέρα, θα πετύχαινα. Και πράγματι, όταν είχα την τύχη να γράψω κάποιο καλό άρθρο, ήταν φορές που έπαιρνα και πέντε κορώνες, για ένα απόγευμα δουλειάς.

Ανασηκώθηκα και πάλι, έφυγα από το παράθυρο και πήγα προς την καρέκλα που μου χρησίμευε για τουαλέτα. Έριξα λίγο νερό πάνω στα γυαλιστερά γόνατα του παντελονιού μου, για να σκουραίνουν και να δείχνει πιο καινούργιο. Όταν τελείωσα, έβαλα, όπως το συνήθιζα, μερικά φύλλα χαρτιού κι ένα μολύβι στην τσέπη μου και βγήκα έξω. Κατέβαινα αθόρυβα τη σκάλα, για να μην τραβήξω την προσοχή της θυρωρού μου. Είχαν περάσει μερικές μέρες από την ημερομηνία που έπρεπε να πληρώσω το νοίκι μου και δεν είχα δεκάρα.

Ήταν εννιά η ώρα. Ο θόρυβος απ’ τις άμαξες και τις φωνές γέμιζε τον αέρα: μια απέραντη χορωδία, όπου έσμιγαν τα βήματα των πεζών και ο ήχος από τα καμτσίκια των αμαξάδων. Αυτή η θορυβώδης και πολύπλευρη κυκλοφορία με αναζωογόνησε αμέσως κι άρχισα να αισθάνομαι ολοένα και πιο ευχαριστημένος. Αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν ένας περίπατος στον δροσερό αέρα του πρωινού. Τί χρειαζόταν ο αέρας στα πνευμόνια μου; Ένοιωθα δυνατός σαν γίγαντας και θα μπορούσα να σταματήσω ολόκληρη άμαξα με τον ώμο μου. Μια παράξενη και λεπτή αίσθηση με κυρίευε, η αίσθηση όλης αυτής της χαρούμενης ανεμελιάς. Άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους που συναντούσα ή ξεπερνούσα και περπατούσα, διαβάζοντας τις αφίσες στους τοίχους, συλλαμβάνοντας την εντύπωση μιας ματιάς που μου έριχναν μέσα από κάποιο περαστικό τραμ, αφήνοντας να μπαίνουν μέσα μου και οι πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, όλα τα μικρά τυχαία περιστατικά που εμφανίζονταν εμπρός μου κι ύστερα εξαφανίζονταν.

Αν είχα και κάτι να έτρωγα, μια τόσο όμορφη μέρα ! Η εντύπωση αυτού του όμορφου πρωινού με κυρίευσε, ήμουν ανίκανος να ελέγξω τη χαρά μου κι άρχισα να σιγοτραγουδώ από ευτυχία, δίχως συγκεκριμένο λόγο. Μπροστά σ’ ένα κρεοπωλείο, μια γυναικούλα, με το πανέρι της στο χέρι, είχε σταματήσει και κοίταζε σκεπτική τα λουκάνικα για το πρωινό της. Όταν πέρασα από δίπλα της με κοίταξε. Όλα τα μπροστινά της δόντια έλειπαν. Νευρικός κι ευαίσθητος όπως είχα γίνει, αυτές τις μέρες, το πρόσωπο της γυναίκας μού προξένησε μια βαθιά αίσθηση αηδίας. Το μοναδικό κίτρινο δόντι της έμοιαζε με μικρό δάχτυλο που έβγαινε από τη μασέλα της και το βλέμμα της ήταν ακόμη γεμάτο λουκάνικά, όταν στράφηκε προς το μέρος μου. Ξαφνικά μου έφυγε η όρεξη κι ένοιωσα αναγούλα. Φτάνοντας στην Κρεαταγορά, πήγα στην κρήνη και ήπια νερό. Κοίταξα ψηλά … το ρολόι του καμπαναριού του Σωτήρος έδειχνε δέκα η ώρα.

Συνέχισα να βαδίζω στους δρόμους, περιπλανιόμουν δίχως να με απασχολεί τίποτα, σταμάτησα σε κάποια γωνιά χωρίς λόγο, άλλαξα κατεύθυνση και πήρα μια πλάγια οδό, όπου δεν είχα καμιά δουλειά. Άφηνα τα πράγματα να κυλούν, περιδιαβαίνοντας στο χαρούμενο πρωινό, νανουρίζοντας την ξεγνοιασιά μου εδώ κι εκεί, ανάμεσα στους άλλους ευτυχείς θνητούς. Ο αέρας ήταν κενός και διάφανος και δεν υπήρχε ούτε ο παραμικρός ίσκιος στην ψυχή μου.
_______________________


[1] «Η Πείνα» [εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1997], το διασημότερο έργο του Χάμσουν προσεγγίζει το ζήτημα της μοναξιάς και της εξαθλίωσης του ανθρώπου που κάνει το «λάθος» να καταπιαστεί με τα πνευματικά έργα, μέσα σ’ έναν υλιστικό κόσμο. Υπό αυτή την έννοια «η Πείνα» συσχετίζεται με τον «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκυ και τον «Λύκο της στέππας» του Έσσε. Ο αναγνώστης νοιώθει κυριολεκτικά στα σπλάχνα του την φοβερή αίσθηση της πείνας που κατατρώει το ήρωα, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα του βιβλίου.
[2] Ο Κνουτ Χαμσουν (ψευδώνυμο του Κνουτ Πέντερσεν) γεννήθηκε στο Λομ της Νορβηγίας, το 1859. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η καθημερινή ζωή στην νορβηγική ύπαιθρο επηρέασαν ολόκληρο το έργο του. Το 1882 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου έζησε επτά χρόνια. Το 1889 επιστέφει στην Νορβηγία και δημοσιεύει το έργο «Για την πνευματική ζωή στη σύγχρονη Αμερική», μέσω του οποίου ασκούσε έντονη κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1890 δημοσιεύει την «Πείνα», με την οποία καθιερώνεται στο ευρύ κοινό. Το 1920 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Επηρεασμένος από τον Νίτσε, την συμπάθεια που έτρεφε για τους Γερμανούς και τον έντονο αντισημιτισμό του, τάσσεται υπέρ του χιτλερικού καθεστώτος. Η αντίστοιχη ενθουσιώδης υποδοχή των έργων του στην Γερμανία και το πλήθος των μεταφράσεων, λόγω του Νόμπελ, συνετέλεσαν στο επεκταθεί η φήμη του στο παγκόσμιο κοινό. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη, παραπέμφθηκε σε δίκη, εγκλείστηκε σε ψυχιατρείο και λίγο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. Πέθανε το 1952, στο αγρόκτημά του στο Γκρήμσταντ, απομονωμένος και ένοχος στα μάτια του κόσμου.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2008

Φιλοσοφία

Η πλατωνική εικονολογία : ιδέες – ουσίας των όντων[1].

Στην περίπτωση της πλατωνικής διδασκαλίας έχουμε την πληρέστερη συγκεφαλαίωση, συστηματοποίηση και ερμηνεία της αρχέγονης διάκρισης ανάμεσα στις αισθητές και νοητές πραγματικότητες. Κάθε συγκεκριμένο αισθητό ον υπάρχει μόνο επειδή μετέχει κατά τη μορφική του υπόσταση στον κοινό και ενιαίο λόγο μιας νοητής ομοείδειας. Αλλά αυτός ο κοινός και ενιαίος λόγος των ομοειδών όντων δεν είναι απλώς η αφαιρετική εικόνα (το καθολικό νόημα της μορφικής ομοείδειας) που σχηματίζει ο νους υπερβαίνοντας τα ατομικά και περιστασιακά γνωρίσματα των επιμέρους όντων. Για τον Πλάτωνα ο κοινός και ενιαίος λόγος των ομοειδών όντων είναι ιδέα, στην πρωταρχική, ετυμολογική σημασία της (από το ιδείν), είναι το αποτέλεσμα της θέας – όρασης – θεωρίας των πρωτοτύπων της ύπαρξης.

Η πλατωνική φιλοσοφία αρνείται να περιορισθεί στην περιγραφική διερεύνηση της νοητικής δυνατότητας του ανθρώπου, αρνείται να δεχθεί την ύπαρξη του νου ή της ψυχής σαν δεδομένο σύμπτωμα στα όρια της φθαρτής και θνητής σωματικής υπόστασης του ανθρώπου. Θέλει να απαντήσει στο ερώτημα για την καταγωγή του νου ή της ψυχής. Ξεκινάει λοιπόν από την αρχέγονη διαπίστωση: ότι η ψυχή είναι «ομοιότατον τω θείω και αθανάτω και νοητώ και μονοειδεί και αδιαλύτω και αεί ωσαύτως κατά ταυτά έχοντι εαυτώ», ενώ το σώμα είναι «ομοιότατον τω ανθρωπίνω και θνητώ και πολυειδεί και ανοήτω και διαλυτώ και μηδέποτε κατά ταυτά έχοντι εαυτώ»[2].

Αυτή η διάκριση σημαίνει αμέσως τη διαστολή δύο τρόπων υπάρξεως, δύο διαφορετικών κόσμων. Γιατί δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που αντικατοπτρίζει αυτή την αντιδιαστολή, αλλά κάθε υπαρκτό. Κάθε αντι-κείμενο της ανθρώπινης εμπειρίας μετέχει ταυτόχρονα στον κόσμο των αισθητών και στον κόσμο των νοητών. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς ξεχωριστούς κόσμους; Ο ένας είναι ο κόσμος των λογικών μορφών, των αιώνιων πρωτοτύπων κάθε αισθητού φαινομένου, ο κόσμος των άφθαρτων και αναλλοίωτων νοητών πραγματικοτήτων και επομένως των όντως υπαρκτών. Ο άλλος είναι ο κόσμος των παροδικών και καταδικασμένων στον αφανισμό αισθητών πραγματικοτήτων, είναι η αντανάκλαση των αιώνιων πραγματικοτήτων, είναι η αντανάκλαση των αιωνίων λογικών πρωτοτύπων στην εφήμερη και φθαρτή ύλη.

Ο άνθρωπος έχει την άμεση εμπειρία και των δύο κόσμων: Το σώμα του ανήκει στον κόσμο των αισθητών, τον κόσμο της ύλης και οι αισθήσεις του σώματος τον πληροφορούν για τα φαινόμενα αυτού του υλικού κόσμου. Όμως η ψυχή του ανήκει στον κόσμο των νοητών, οφείλει εκεί την ύπαρξη και την καταγωγή της, επομένως και προϋπήρξε σε αυτόν τον κόσμο προτού συνδεθεί με την ύλη. Και εκεί που προϋπήρξε, με τις δικές της άμεσες αισθήσεις, η ψυχή είδε τις άφθαρτες και αναλλοίωτες μορφές των όντως υπαρκτών – ο άνθρωπος έχει αποτυπωμένες στην ψυχή του τις ιδέες των όντων. Έτσι, στις μορφές των εφήμερων και φθαρτών αντικειμένων του υλικού κόσμου, η ψυχή (νους) του ανθρώπου αναγνωρίζει – με μια λειτουργία ανάμνησης – τον αντικατοπτρισμό των αιώνιων πρωτοτύπων, του λόγου των άφθαρτων και αναλλοίωτων νοητών μορφών.
_____________________________
[1] Από το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά «σχεδίασμα εισαγωγής στη φιλοσοφία», εκδόσεις Δόμος, 1980
[2] Φαίδων 80b 1-5

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

Ομήρου Οδύσσεια

Οι Λωτοφάγοι[1]

Κύμα και ρέμα και Βοριάς μας βγάζουνε απ’ το δρόμο,
Και πέρ’ από τα Κύθηρα στα πέλαα μας πετάνε,
Μέρες εννιά μας έδερναν οι φοβεροί ανέμοι
Μες στα ψαράτα πελαγα, στις δέκα στα λημέρια
Τω Λωτοφάγων ήρθαμε, που θρέφουνται με τ’ άνθια,
Βγήκαμε τότες, και νερό σαν πήραμε από βρύση,
Κοντά στα γοργοκάραβα στρώσαν φαΐ οι συντρόφοι.
Σα φάγαμε, σαν ήπιαμε, και φράνθηκε η καρδιά μας,
Συντρόφους τότες έστειλα να πάνε και να μάθουν
Ποιοι ζούσανε σ’ αυτή τη γης σιταροφάγοι ανθρώποι,
Και διάλεξα νομάτους δυο με κήρυκα μαζί τους.
Πήγανε τότες, ζύγωσαν τους Λωτοφάγους άνδρες,
Και στους συντρόφους μας αυτοί κακό δεν μελετούσαν
Κανένα, μόν’ τους έδωκαν λωτό ν’ απογευτούνε.
Κι όποιος στο στόμα του έβαζε λωτού καρπό μελάτο,
Δεν ήθελε πια ν’ ακουστή και μήτε να γυρίση,
Παρά να μείνουν θέλανε στη γης τω Λωτοφάγων,
Λωτό να τρώνε, γυρισμό πατρίδας λησμονώντας.
Κλαίγανε σαν τους έφερα με το στανιό στα πλοία,
Και στα ζυγά από κάτωθε τους έσυρα δεμένους.
Τους άλλους τότες φώναξα συντρόφους ν’ ανεβούνε
Μεμιάς στα γοργοκάραβα, μην τύχη και κανένας
Γευτή λωτό και γυρισμό πατρίδας λησμονήση.
Κι αυτοί έμπαιναν κι αραδιαστά καθίζανε στους πάγκους,
Και τα νερά τα’ αφρόασπρα με τα κουπιά βαρούσαν.
Βαρίοκαρδοι τραβάμε ομπρός, κ’ ερχόμαστε από ‘κείθε…
_________________________

[1] Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία ι΄, στ. 81-106, μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη, Ιάκωβου Πολυλά, Διαχρονικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Αρχαίος, μεσαιωνικός και νέος Ελληνισμός

Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου
Απόπειρα Εθνικής Αυτοκτονίας[1]
[Η σχέση του Νέου Ελληνισμού με το Βυζάντιο]

… Οι σημαιοφόροι της μεγάλης…πνευματικής αναβιώσεως[2] επεδόθησαν φυσικώ τω λόγω προ πάντων εις την μελέτην των διανοητικών και πολιτικών μεγαλουργημάτων του αρχαίου Ελληνισμού. Παιδευόμενοι δε και εν τη νεωτέρα της Δύσεως επιστήμη, ενισχύοντο μεν περί την προς τους προπάτορας εκείνους λατρείαν αυτών, εδιδάσκοντο όμως δυστυχώς ενταυτώ να περιφρονήσωσι και να μυκτηρίζωσι τους μεσαιωνικούς ημών χρόνους. … Πάσαι σχεδόν αι χρονογραφίαι ημών όσαι εγράφησαν έκτοτε και μέχρις εσχάτων υπό των Δυτικών, εγελοιογράφησαν μάλλον ή απετύπωσαν πιστώς τους χαρακτήρας του μεσαιωνικού ημών κράτους.

Τοιαύται υπήρξαν αι δύο πηγαί εξ ων εποτίσθησαν τα νάματα της ιστορικής αυτών παιδεύσεως αι λόγιαι ημών γενεαί από του Κοραή και εφεξής. Το δ’ αποτέλεσμα υπήρξεν ότι ενεφορήθησαν θαυμασμού μεν ανεξελέγκτου προς τους προπάτορας, αδιαφορίας δε προς τους πατέρας, προαγομένης πολλάκις μέχρις αποστροφής. Αι γενεαί εκείναι δεν ενθυμούντο ειμή τας αρετάς των αρχαίων χρόνων και δεν εγίγνωσκον ειμή τας κακίας των μεσαιωνικών, λησμονούσαι ότι πολλά έσχεν αμαρτήματα και ο πρώτος Ελληνισμός, μη ηξεύρουσαι δε οπόσα εμεγαλούργησε και ο μεσαιωνικός.

… Ενώ ουκ ολίγοι των λογίων σκώπτουσι κατά το μάλλον και ήττον ευφυώς τους πατέρας αυτών, ο λαός ουδέποτε έπαυε τιμών και γεραίρων αυτούς. Ότε εν αρχή της 17ης εκατονταετηρίδος ο Γάλλος δουξ Ντε Νεβέρ Κάρολος Β΄, αξιών ότι έχει δι επιγαμίας κληρονομικά επί του θρόνου των Παλαιολόγων δικαιώματα, περιήλθεν εις συνεννοήσεις μετά διαφόρων προυχόντων της Ελλάδος, οι προύχοντες ούτοι δεν συνήνεσαν να συμπράξωσιν ει μη προσαγορεύοντες αυτόν Κωνσταντίνον Παλαιολόγον. Ότε τω 1790 οι απεσταλμένοι του λαού της Ελλάδος απήλθον εις Πετρούπολιν ίνα επικαλεσθώσι την επικουρίαν της Αικατερίνης Β΄, προς ανάκτησιν της απολεσθείσης ελευθερίας, τούτο προ πάντων εζήτησαν παρ’ αυτής, να δώση τοις Έλλησι τον εγγονόν Κωνσταντίνον ως διάδοχον του εκλιπόντος «γένους των αυτοκρατόρων ημών». Ότε ο αρματωλός Χασίων παππά Θύμιος Βλαχάβας συνεκάλεσεν εν Ολύμπω τω 1808 τινάς των συναγωνιστών της Στερεάς Ελλάδος, προς διοργάνωσιν νέου επαναστατικού κινήματος, η Σύνοδος αύτη ώρισεν ως ημέραν ενάρξεως του αγώνος την 29η Μαΐου, την πεπρωμένην ημέραν καθ’ ην έπεσεν επί των επάλξεων της Κωνσταντινουπόλεως ο έσχτος των παλαιολόγων. Ότε τω 1822 και 1823 συνήλθον εν τω μέσω της κλαγγής των όπλων εις την Επίδαυρον και εις το Άστρος οι αντιπρόσωποι ούτοι του λαού δεν ελησμόνησαν να δοξολογήσωσι «τους αειμνήστους Χριστιανούς ημών αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως».



Πήραν την Πόλιν, πήραν την ! πήραν την Σαλονίκην !
Πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι !...

Σώπα, Κυρία Δέσποινα, μην κλαίης, μην δακρύζεις,
Πάλε με χρόνια, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι.

Το ιστορικόν τούτο του λαού εγχειρίδιον, όσω επίτομον και αν είνε, ήρκεσεν ίνα τον διδάξη, ότι ήτο κληρονόμος των αγώνων και των ελπίδων του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Οπόσα δε άλλα θαυμαστά διδάγματα δεν ήθελον πορισθή αι λογιώτεροι ημών τάξεις εάν απεφάσιζον τελευταίον να μελετήσωσι την επιστημονικήν, την απηκριβωμένην του Ελληνισμού εκείνου ιστορίαν. Βραχεία εκ περιωπής ανασκοπή των ποικίλων αυτού περιπετειών, θέλει, ελπίζω, πείσει τον αναγνώστην περί τούτου.
__________________________

[1] Από το έργο «Ιστορικαί πραγματείαι»
[2] Ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρεται στην μετεπαναστατική περίοδο της σύστασης του νέου ελληνικού κράτους

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Οικονομία και εργασία

Το μέλλον είναι…τώρα ![1]

Τί φοβερό να διαβάζουμε το ποίημα του Σέλλεϋ [για να μην αναφέρω τα τραγούδια των Αιγύπτιων αγροτών πριν από 3.000 χρόνια] που καταγγέλλουν την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Να το διαβάζουν άραγε στο μέλλον και να είναι ακόμα αυτό γεμάτο καταπίεση και εκμετάλλευση και να λέει άραγε ο κόσμος : «Ακόμα και τότε…»

Μπέρτολτ Μπρεχτ, διαβάζοντας το ποίημα του Σέλλεϋ «Η μάσκα της Αναρχίας», το 1938 (Brecht, 1964)

Περί της αστάθειας του κεφαλαιοκρατικού συστήματος

Οι λειτουργίες μιας καπιταλιστικής οικονομίας ουδέποτε είναι ομαλές και οι διακυμάνσεις διάφορης χρονικής διάρκειας, που είναι συχνά πολύ σοβαρές, αποτελούν συστατικά μέρη αυτού του τρόπου διαχείρισης των παγκόσμιων υποθέσεων. Από τον δέκατο ένατο αιώνα κιόλας, οι επιχειρηματίες ήταν εξοικειωμένοι με τον αποκαλούμενο «εμπορικό κύκλο» έξαρσης και πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας. Όλοι ανέμεναν την επανάληψή του, με διάφορες παραλλαγές, κάθε επτά με έντεκα χρόνια. … Μια θεαματική παγκόσμια έξαρση της οικονομικής δραστηριότητας, που έσπασε όλες τις μέχρι τότε επιδόσεις, σημειώθηκε γύρω στο 1850 και μέχρι τις δεκαετίες του 1870. Ακολούθησαν, όμως, κάπου είκοσι χρόνια οικονομικής αβεβαιότητας και κατόπιν μια άλλη, προφανώς πρόσκαιρη, άνοδος της παγκόσμιας οικονομίας. Στις αρχές του 1920 ένας Ρώσος οικονομολόγος ο Ν. Δ. Κοντραντίεφ, ο οποίος αργότερα έπεσε θύμα του Στάλιν, διαπίστωσε ότι η οικονομική ανάπτυξη, μετά τα τέλη του 18ου αιώνα ακολουθούσε ένα πρότυπο διαδρομής με μια σειρά «μεγάλων κυμάτων» που διαρκούσαν πενήντα με εξήντα χρόνια, μολονότι ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητική εξήγηση γι’ αυτές τις κινήσεις. Πράγματι στατιστικολόγοι που εξέφρασαν τον σκεπτικισμό τους έφτασαν ακόμα και να αρνηθούν την ύπαρξη τέτοιων κινήσεων. … Ο Κοντραντίεφ, παρεμπιπτόντως, συμπέρανε τότε ότι το μακρύ κύμα της παγκόσμιας οικονομίας επ΄ροκειτο να έχει καθοδική πορεία. Είχε δίκαιο.

Το Τράουτενάου έχει δύο νεκροταφεία,
ένα για τους πλούσιους κι ένα για τους φτωχούς.
Ούτε στον τάφο η φτωχολογιά
δεν γίνεται ίση με τους δυνατούς.

Ποίημα στην εφημερίδα Trautenau Wochenblatt, 1869

Το πρόβλημα της φτώχειας είναι το πρόβλημα του θανάτου, της αρρώστιας, του χειμώνα ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού φαινομένου. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσαν να εκλείψουν τέτοια φαινόμενα.

William Makepeace Thackeray, 1848

Περί ανασφάλειας

Ο παράγοντας που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο επηρέαζε τη ζωή των εργατών τον 19ο αιώνα ήταν η ανασφάλεια. Δεν ήξεραν στην αρχή της εβδομάδας πόσα λεφτά θα έφερναν σπίτι στο τέλος της. Δεν ήξεραν πόσο θα έμεναν στην τωρινή τους δουλειά ή αν την έχαναν, πότε θα έβρισκαν άλλη και με ποιους όρους. Δεν ήξεραν πότε θα πάθαιναν κάποιο ατύχημα ή πότε θα αρρώσταιναν και παρόλο που γνώριζαν ότι κάποια στιγμή στη μέση ηλικία τους – ίσως στα 40-50 τους, αν ήταν ανειδίκευτοι, ίσως στα 50-60 τους, αν είχαν κάποια ειδικότητα – δεν θα μπορούσαν πια να έχουν την σωματική απόδοση ενός νέου εργάτη, δεν ήξεραν τί θα τους συνέβαινε από εκείνη τη στιγμή ως το θάνατό τους. Δεν είχαν την ανασφάλεια των αγροτών, που ήταν στο έλεος περιοδικών – και για να είμαστε ειλικρινείς, συχνά πιο εξοντωτικών – καταστροφών όπως η ξηρασία και η σιτοδεία, αλλά που μπορούσαν να προβλέψουν με σχετική ακρίβεια πώς θα περνούσε ένας φτωχός τις περισσότερες ημέρες της ζωής του από την κούνια έως τον τάφο. Είχαν μια ανασφάλεια βαθύτερη, παρά το γεγονός ότι ένα, πιθανώς, σημαντικό ποσοστό εργατών απασχολούνταν για μεγάλες περιόδους της ζωής τους από τον ίδιο εργοδότη. Ακόμα και οι πιο ειδικευμένοι δεν είχαν σίγουρη τη θέση τους : στην ύφεση του 1857-58 ο αριθμός των εργατών που απασχολούνταν στην βρετανική μηχανολογική βιομηχανία μειώθηκε σχεδόν κατά το ένα τρίτο. Δεν υπήρχε τίποτα αντίστοιχο με την σημερινή κοινωνική ασφάλεια, εκτός από τις φιλανθρωπικές οργανώσεις και κάποια χρηματικά βοηθήματα για τους ενδεείς, αλλά μερικές φορές αυτή η αρωγή ήταν εντελώς ανεπαρκής.

Για τον κόσμο του φιλελευθερισμού, η ανασφάλεια ήταν το τίμημα για την πρόοδο και την ελευθερία [χωρίς να αναφέρουμε τον πλούτο] και την έκανε υποφερτή η συνεχής οικονομική ανάπτυξη.

Περί ημερομισθίων

… για τους εργοδότες των μέσων του 19ου αιώνα αποτελούσε αξίωμα ότι τα μεροκάματα έπρεπε να διατηρούνται όσο το δυνατόν χαμηλότερα, αν και μερικοί ευφυείς επιχειρηματίες με διεθνή πείρα, όπως ο Τόμας Μπράσσεϋ, ο κατασκευαστής σιδηροδρομικών γραμμών, άρχιζαν να επισημαίνουν ότι η εργασία του καλοπληρωμένου Βρετανού εργάτη ήταν στην πραγματικότητα φτηνότερη από όσο του κούλη, με το εξευτελιστικό του μεροκάματο, γιατί η παραγωγικότητά του ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αλλά τέτοιες παραδοξολογίες δεν είχαν πολλές πιθανότητες να πείσουν επιχειρηματίες γαλουχημένους με την οικονομική θεωρία του «κονδυλίου ημερομισθίων», την οποία θεωρούσαν επιστημονική απόδειξη ότι η αύξηση των ημερομισθίων ήταν αδύνατη και γι’ αυτό και τα συνδικάτα ήταν καταδικασμένα να αποτύχουν.

Το άρθρο 414 του γαλλικού Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε το 1864, κήρυσσε αδίκημα την πρόκληση ή την απόπειρα πρόκλησης ή τη συνέχιση της συλλογικής διακοπής της εργασίας με σκοπό την αύξηση ή την μείωση των ημερομισθίων ή την με οποιοδήποτε τρόπο παρακώλυση της εργασίας, με τη χρήση βίας, απειλών ή απάτης. Ακόμα και εκεί όπου η τοπική νομοθεσία δεν ακολουθούσε αυτό το παράδειγμα, όπως στην Ιταλία, η στάση του νόμου καθοριζόταν σχεδόν πάντα από τέτοια φιλοσοφία.
_______________________

[1] Αποσπάσματα από τα βιβλία του E.J. Hobsbawm, «Η εποχή των άκρων» [εκδόσεις Θεμέλιο, 1997] και «Η εποχή του κεφαλαίου» [Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996].

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008

Ποινική Δικαιοσύνη

Πονηρές οι ημέρες που διανύουμε και πολλοί αυτοί που αναμένουν να τους απαγγελθούν, από στιγμή σε στιγμή, κατηγορίες για κακουργηματικές πράξεις. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, από το βιβλίο του Τηλέμαχου Φιλιππίδη με τίτλο «Δικαστική Ψυχολογία[1]» επιχειρείται η σκιαγράφηση της ψυχολογίας του κατηγορουμένου ενώπιον των ανακριτικών και δικαστικών αρχών και καταγράφονται οι πιθανές του αντιδράσεις απέναντι στο κατηγορητήριο.

Ι.Λ.

Η ψυχολογία του κατηγορούμενου


… Η μελέτη της ψυχολογίας του κατηγορουμένου ενδιαφέρει[2] σπουδαίως την ποινική δικαιοσύνη. Κυρίως ενδιαφέρει η ψυχολογική στάσις του κατηγορουμένου έναντι της τελεσθείσης πράξεως, τόσον η ενδόμυχη όσον και η εξωτερική, ως και η συμπεριφορά αυτού ενώπιον του ανακριτού και του δικαστηρίου.

Διά να καταλήξη ο δικαστής σε ακριβή σχετικώς συμπεράσματα πρέπει να λαμβάνη πάντοτε υπ’ όψιν του τις προσωπικές του κατηγορουμένου ιδιότητες, την ηλικία, το φύλο, τον χαρακτήρα, την ιδιοσυγκρασία, το επάγγελμα και τον βαθμό μορφώσεως, τον τόπο, τον χρόνο, τα μέσα και τον τρόπο της τελέσεως της πράξεως, τέλος τις ειδικές συνθήκες τελέσεως αυτής, διότι πάντα ταύτα συνδέονται στενώς μετά των ψυχολογικών καταστάσεων του ανθρώπου και ασκούν ανάλογη επιρροή επί του καθορισμού της στάσεως αυτού.

Οφείλει δηλαδή ο δικαστής να μην κρίνη την στάσιν και τις διάφορες ψυχολογικές εκδηλώσεις του κατηγορουμένου επί τη βάσει της στάσεως, την οποίαν ο ίδιος θα ετήρει εάν ευρίσκετο στην θέσι του κατηγορουμένου ως ενίοτε συμβαίνει συνεπεία του ψυχολογικού φαινομένου της ενδοσκοπήσεως, αλλ’ επί τη βάσει εκείνου, το οποίον ο κατηγορούμενος ηδύνατο να πράξη υπό τας ειδικάς ως άνω ιδιότητας και συνθήκας.

Πέραν τούτου σχετικώς προς την ψυχολογικήν επιρροήν επί του κατηγορουμένου του γεγονότος της αθωότητος ή της ενοχής αυτού, οφείλει ο ανακριτής και ο δικαστής να έχη υπ’ όψιν του ότι και ο αθώος, ο οποίος απροόπτως προσάγεται ως κατηγορούμενος και ο οποίος διατελεί υπό την ζωηράν εντύπωσιν της αποδιδομένης αυτώ κατηγορίας και της αβεβαιότητος εν γένει της θέσεώς του, δεν επιτυγχάνει πάντοτε να εκδηλώση τας σκέψεις και την προσωπικότητά του μετά της αναμενομένης πνευματικής διαυγείας, απλότητος και φυσικότητος, αλλά ταράσσεται ισχυρώς, περιπίπτει συνεπεία της ταραχής και της διεγέρσεως εις αντιφάσεις, αδυνατεί να απαντήση μετ’ ευχερείας εις τας υποβαλλομένας αυτώ ερωτήσεις και να εξηγήση τας πράξεις του και εν γένει δεικνύει στάσιν, η οποία παρά του εστερημένου επιστημονικών ψυχολογικών γνώσεων, δύναται να θεωρηθή ως ένδειξις ενοχής.

Εκ της ψυχολογικής μελέτης των κατηγορουμένων προέκυψεν ότι οι ολιγώτερον ένοχοι είναι και οι μάλλον αδεξίως υπερασπίζοντες εαυτούς, ενώ οι καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα εγκληματίαι οι έχοντες ηθικήν αναισθησίαν και φυσικήν αναλγησίαν και αφ’ ετέρου υποστηρίζουν σθεναρώτερον τον περί αθωότητος οσχυρισμόν των.

Όσον αφορά την ενδόμυχον, την ψυχικήν στάσιν του κατηγορουμένου ένεντι της τελεσθείσης υπ’ αυτού αξιοποίνου πράξεως παρατηρούνται τα εξής :

α) Γνήσια μεταμέλεια[3] δηλαδή λύπη διά την συμπεριφοράν εκ καθαρώς ηθικών ελατηρίων, υπάρχει γενικώς οσάκις η πράξις είναι εντελώς ξένη προς την προσωπικότητα του δράστου ήτοι, εις τας περιπτώσεις της απλής παρεκτροπής ή εκτροχιάσεως. Ενταύθα υπάγονται κυρίως τα εξ αμελείας εγκλήματα ή τοιαύτα εγκλήματα, τα οποία φέρουν τον χαρακτήρα του μοναδικού και πρωτοφανούς διά την μέχρι της τελέσεως της πράξεως εν γένει διαγωγήν του δράστου, ως λ.χ. ανθρωποκτονία εκ ζηλοτυπίας και άλλα παρεμφερή παρορμητικά εγκλήματα.

β) Συνηθέστερον όμως η επιδειχθήσα μετάνοια δεν ανταποκρίνεται τόσον εις την συνείδησιν της ηθικής μειονεξίας όσον εις την επίγνωσιν των δυσμενών συνεπειών της τελεσθείσης πράξεως.

γ) Συγγενείς προς την ειλικρινή μετάνοιαν[4] είναι αι περιπτώσεις καθ’ ας ο μετανοών υποφέρει από την συναίσθησιν της απολεσθείσης υπολήψεως και της πληγείσης αξιοπρεπείας. Ούτος αποδεικνύεται ιδιαιτέρως ευγνώμων προς πάντα όστις ήθελεν επιδείξει κατανόησιν προς την δεινήν αυτού κατάστασιν.

δ) Εις τας περισσοτέρας των περιπτώσεων ο δράστης δεν μετανοεί. Είτε θεωρεί την πράξιν ως προδιαγραφείσαν υπό της ειμαρμένης[5] ή μετακυλίει την ηθικήν ευθύνην εις τρίτους ή θεωρεί την ανακάλυψίν του ως απλήν επιτυχίαν. Εις τους δράστας αυτούς η πράξις δεν εγκαταλείπει ψυχικά τραύματα, δεν εμφανίζονται αι λεγόμεναι τύψεις συνειδήσεως. Η πράξις είτε λησμονείται παθητικώς είτε απωθείται εις το υποσυνείδητον.

Εις τας περιπτώσεις ταύτας έχομεν και εσκεμμένην ή και ακουσίαν αλλοίωσιν της αναμνήσεως, συνήθως δε και προσπάθειαν μειώσεως του θύματος ή προσάψεως μομφής προς το θύμα.

Τελείως διάφορος της ενδομύχου στάσεως του εγκληματίου έναντι της υπ’ αυτού τελεσθείσης πράξεως είναι η εξωτερική συμπεριφορά του κατηγορουμένου έναντι της προσαπτομένης αυτώ κατηγορίας. Η συμπεριφορά αύτη δύναται να είναι είτε καταφατική, οπότε έχομεν την ομολογίαν του δράστου, είτε αποφατική, οπότε ευρισκόμεθα προ αρνήσεως της κατηγορίας.

Ομολογία και άρνησις είναι αι δύο δυνατότητες συμπεριφοράς του δράστου ένεντι της προσαπτομένης αυτώ κατηγορίας, δεν αποδεικνύουν όμως εάν η ομολογία ή η άρνησις οφείλονται εις την συνείδησιν της ενοχής ή της αθωότητος.

Αναλόγως προς την υπάρχουσαν ή την ελλείπουσαν συνέιδησιν περί της ενοχής και την αντίστοιχον ή αντίστροφον εξωτερικήν συμπεριφοράν του δράστου, είναι και η ομολογία αληθής ή ψευδής και η άρνησις της κατηγορίας βάσιμος ή αβάσιμος.

Έργον της δικαστικής ψυχολογίας είναι η ανευρεσίς της σχέσεως μεταξύ της συνειδήσεως και εξωτερικής συμπεριφοράς. Έργον δε της ψυχολογίας της ομολογίας είναι η διακρίβωσις του αληθούς ή του ψευδούς της γενομένης ομολογίας και η προσπάθεια επιτεύξεως αληθούς ομολογίας ως και της κατά το δυνατόν εξουδετερώσεως αβασίμου αρνήσεως.
_________________________

[1] Τηλέμαχου Γαβριήλ Φιλιππίδη, καθηγητή του Ποινικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Δικαστική Ψυχολογία», εκδόσεις α/φων Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993.
[2] Όπως και η ψυχολογία του δικαστού
[3] ή ειλικρινής μετάνοια, άρθρο 84 ΠΚ
[4] και γνήσια μεταμέλειαν
[5] «ήταν γραφτό να γίνη» ή «έτσι έπρεπε να γίνη»

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Ανθολογία



Κωνσταντίνου Σκόκου[1]
Σκίτσα από την ζωήν

Λογοκοπία

… Κάποτε ο αρχαίος Ζήνων, ο θαυμάσιος ιδρυτής της Στοάς, εζήτησε διπλάσια δίδακτρα από φλήναφον[2] και αερολόγο μαθητήν.
- Μα διατί ; τον ερώτησαν.
- Διότι, απήντησε, θα έχω να τον διδάξω δύο πράγματα :
Πρώτον πώς να μιλή και δεύτερον πώς να σιωπά…

Γνώθι σαυτόν

… Ορίστε : «Σπεύδε βραδέως», σου λέει. Σ’ ερωτώ : Είδες τί έγινε προχθές εδώ ίσα-ίσα έξω στον δρόμον ; Ένας άτυχος συμπολίτης, διά να μην τον πλακώση το επελαύνον αυτοκίνητον, έσπευσε να περάση εις το αντικρυνόν πεζοδρόμιον. Αλλ’ αντί να σπεύση σαν φρόνιμος άνθρωπος, έσπαυσε…βραδέως, κατά το ηλίθιον παράγγελμα. Και το αυτοκίνητον σπεύσαν και αυτό, όχι βραδέως βέβαια, τον εξεκοίλιασε κατ’ ευχήν και αυτόν και το σοφόν απόφθεγμα !

Τα θύματα της κριτικής

… Ο Διόνυσος της Σικελίας είχεν, ως γνωστόν, την μανίαν να γράφη μετριώτατα ποιήματα και να τα απαγγέλη εις κύκλον αυλοκολάκων, οι οποίοι τον ανευφήμουν. Κάποτε παρέτυχε και ο Φιλόξενος[3], ο οποίος, καθ’ ον χρόνον οι αυλοκόλακες τον ανευφήμουν [τον Διονύσιο], ερωτηθείς να εκφράση την γνώμην του, είπε ξερά την αλήθεια. Ο βασιλεύς, καταγανακτήσας διά την αυθάδειαν, τον έστειλε προς τιμωρίαν εις τας «Λατομίας», φυλακήν κατωρυγμένην[4] εις την σάρκα του βουνού. Μετ’ ολίγον του εχάρισε την ποινήν και τον προσεκάλεσε πάλιν εις ακρόασιν νέων ποιημάτων του. Αλλά ο Φιλόξενος, εις το μέσον της απαγγελίας, εγερθείς εβάδιζε προς την έξοδον.
- πού πηγαίνεις ; τον ηρώτησεν ο Διονύσιος.
- Εις τας Λατομίας ! απήντησεν ο αδιόρθωτος κριτικός.
Ο βασιλεύς εγέλασε και ίσως γελάσετε και σεις. Αλλ’ εγώ σοβαρώς φρονώ ότι η ποίησίς μας και η λογοτεχνία μας έχει ανάγκην ενός αμειλίκτου Φιλοξένου, αμειλίκτου και προς τον εαυτόν του, ο οποίος να είναι έτοιμος εις πάσαν στιγμήν να ξεκινήση διά τας Λατομίας !...

Καλλιτεκνία

… Κάποιος γέρων, θέλων να αφήση κληρονόμον της περιουσίας του και αποφασίσας να νυμφευθή – ολίγον αργά όμως – ερώτησε τον ιατρόν :
Τί λες, γιατρέ μου ; Είναι εβδομήντα δύο ετών και σκέπτομαι να νυμφευθώ ένα φρόνιμο κορίτσι τριάντα χρονών. Τί λες ; Υπάρχει ελπίς να κάμω παιδί ;
Και ο ιατρός, ξηροβήξας δεόντως, του είπεν :
- Χμμ ! Ελπίς, όχι … Φόβος, ναι !...

[1] Κωνσταντίνος Σκόκος (1854-1929). Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά, αλλά τον ετράβηξε η ποίηση και η λογοτεχνία. Η ζωή του συνδέθηκε με το «Εθνικόν Ημερολόγιον», που εξέδιδε ο ίδιος (1886-1919). Στις σελίδες του παρήλασεν η φιλολογική ζωή της εποχής του. Ο Σκόκος έδειξε ιδιαίτερη επίδοση στο σατιρικό επίγραμμα και δημοσίεθσε τις συλλογές ποιημάτων : «Έαρ», «Ακτίνες και μύρα», τη συλλογή σατιρικών στίχων «Επιγράμματα», την κοινωνιολογική μελέτη «Διατί είμεθα ευτυχείς», την συλλογή χρονογραφημάτων «Σκίτσα από την ζωήν», απ’ όπου και τα ως άνω αποσπάσματα.
[2] Φλύαρο
[3] ποιητής διθυράμβων
[4] Σκαμμένη