Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Μάρτυρες Ελευθερίας


Ο Κατσαντώνης είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ελευθέρου ανθρώπου, γι’ αυτό και τον αγκαλιάζει με τόση στοργή και αγάπη ο λαϊκός τραγουδιστής που βλέπει στον αγώνα του και τη δική του λαχτάρα για τη λευτεριά. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Αποστολάκη: «Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο κλέφτης, ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους άλλους που δεν στάθηκαν άξιοι να φυλάξουν τη λευτεριά τους παρά άφησαν τον εαυτό τους στη διάθεση του τούρκου».

«Δεν είναι εδώ τα Γιάννινα, δεν είναι οι ραϊάδες,
για να τους ψένης σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια.
Εδώ είν’ ανδρείος πόλεμος και κλέφτικα τουφέκια
»[1]

Στο απόσπασμα που ακολουθεί, από το βιβλίο του Δημήτρη Σταμέλου, «Κατσαντώνης, η αποθέωση της παλικαριάς»[2] και μέσα από την εξιστόρηση των τελευταίων στιγμών του ήρωα σκιαγραφείται το διαφορετικό ήθος και η αδάμαστη θέληση από την οποία διαποτίζονταν οι ψυχές των μαρτύρων εκείνων της δικής μας λευτεριάς και ανεξαρτησίας.
_____________________________

- Μούφαγες τα καλύτερα παλικάρια μου, είπε σαν θυμωμένος τάχα ο Αλής, μα έδειξες έτσι και την αντρειοσύνη σου που δεν γίνεται να μην την λογαριάσω. Και τούτο με κάνει δίβουλο. Να σε χαλάσω, για να σε πάρω, σαν και του λόγου σου το θέλεις, στη δούλεψή μου, με το αζημίωτο βέβαια. Φροντίζω να γιάνεις από την αρρώστια, δίνεις την υποταγή σου στο δοβλέτι κι απέ παίρνεις στα χέρια σου το αγραφιώτικο αρματολίκι. Κ’ έτσι είμαστε κ’ οι δυο κερδισμένοι.
- Η πρότασή σου με ντροπιάζει, είπε ο Αντώνης. Δεν πολέμησα τόσα χρόνια την τουρκιά για καλοπέραση κι αρματολίκια. Για νάμαι λεύτερος πολέμησα και λόγου μου και τ’ ασκέρι κι οι συντοπίτες μου, ολάκερος ο τόπος που τον λέμε ρωμέικο.
- Το ξέρω, το ξέρω, τον πρόλαβε ο Αλής. Γι’ αυτείνη τη λευτεριά όλοι δουλεύουμε, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Εσύ με το καριοφίλι και το γιαταγάνι, του λόγου μου με το εμπόριο νάχει ο καθένας στο βιλαέτι το έχει του και να φυσήξει κ’ ένας αλλιώτικος αγέρας, ο αγέρας που έρχεται απόξω.
- Αυτός ο αγέρας είναι μολεμένος και δεν τον θέλουμε, είπε ο Αντώνης. Όσο για τη λευτεριά τη δικιά σου κι αυτή είναι μολεμένη και λευτεριά δεν λογαριάζεται. Γιομίζουν οι μπεζαχτάδες των μπέηδων και των αρχόντων και πιο πολύ το δικό σου το κεμέρι Αλή. Και γι’ αυτό πολεμάμε. Νάχει κ’ η φτωχολογιά το ψωμί της, το χωράφι της, το κοπάδι της και ν’ απολαβαίνει τον καρπό τους.
- Άσε τους άλλους, τον αντίκοψε ο Αλής. Κοίτα του λόγου σου να περάσεις καλά τούτη τη ζωή κι απέ οι άλλοι, ας κάμει ο καθένας ό,τι τον φωτίσει ο Θεός κ’ η καρδιά του.
- Του λόγου μου δεν είμαι ξέχωρα από τους άλλους. Έτσι και ξεκόψω και λόγου μου χάνομαι και τους άλλους μπορεί να πάρω στο λαιμό μου. Σαν το πρόβατο ξεκόψει από το κοπάδι εύκολα το γυροφέρνει και το τρώει ο λύκος, είπε ο Αντώνης.
- Και τ’ αρματολόκι; Δεν το λιμπίζεσαι; Νάσαι δερβέναγας σ’ όλες τις στράτες και τα χωριά από το κεφαλάρι του Άσπρου ως πέρα που γέρνουν τ’ αγραφιώτικα βουνά κατά τον κάμπο κι ως τη μεριά του Καρπενησιού και πέρα ίσαμε το Βάλτο.
- Άλη, είπε, στηλώνοντας το κορμί του ο Αντώνης. Ξέρεις καλά πως αυτά που μου τάζεις ούτε ποτέ τα λογάριασα, κι ούτε αντίβαρο με τη ζωή μου και τη λευτεριά μπορώ να βάλω με όποια λογής δοσίματα. Άδικα χάνεις καιρό και λόγια. Μ’ έχεις στα χέρια σου και μπορείς να με χαλάσεις. Ας όψεται η αρρώστια που με βρήκε. Κάμε ό,τι νομίζεις. Δεν θα λερώσω τη ζωή μου. Την κράτησα ολόσωστη ως τώρα και θα την κρατήσω ως το τέλος. Ξέρω καλά τί με προσμένει. Όμως η αποκοτιά ήταν πάντοτε δεμένη με τη ζωή μου.
- Σκέψου το καλά Αντώνη, είπε ο Αλής. Σαν θα γυρίσεις στο κελί σου, μπορεί άλλη καλύτερη απόφαση να πάρεις.
- Την καλύτερη την πήρα σαν βγήκα στο κλαρί για τη λευτεριά. Και δεν την αλλάζω με τίποτα, ούτε με τη ζωή μου.
- Καλά, καλά είπε ο Αλής. Θα ξανακουβεντιάσουμε.

Τέσσερις φορές έφεραν τον Κατσαντώνη από το κάτεργο στο σαράι κι ο Αλής να καμώνεται πως στεναχωριέται έτσι να χαθεί παλικαρόπουλο ακόμα ο Αντώνης κι ο κλέφτης να στέκεται στο ύψος της ασύντριφτης παλικαριάς και της θέλησης της αμετάθετης για λευτεριά και δικαιοσύνη.

«Η τιμωρία που αποφάσισε γι’ αυτούς (τον Κατσαντώνη, δηλαδή και τον συγκρατούμενό του και μικρότερο αδελφό του Γιώργο Χασιώτη) ο Αλής ήταν να τους σπάσουν τα άκρα τους χτυπώντας τους με μεγάλο σφυρί. Ο ανηψιός ενός από τους στρατηγούς[3] που είχε πέσει από το χέρι του Κατσαντώνη, ορίστηκε κι ο εκτελεστής της ποινής» γράφει ο Έμερσον[4].

Ο Κ. Πενταγιώτης, σε αφήγημά του για τον Κατσαντώνη, γράφει πως ο κλέφτης μαρτύρησε στις «23 του Τρυγητή, ανήμερα τ’Αγιανιού».

Μέσα σ’ ένα τραγούδι ποτ ερχόταν από τα βουνά και μιλούσε για τη λευτεριά που αχνορόδοζε στις κορυφούλες, έκλεισαν τα μάτια τους ο Κατσαντώνης[5] κι ο Χασιώτης. Κι αντάμωνε τούτος ο λεύτερος αγέρας των βουνών με το δικό τους το τραγούδι, πάνω στου βασανισμού τα σύνεργα ακονισμένο, ηρωικός παλικαριάς αντίλαλος.

Σύμφωνα με την εντολή του τυράννου έπρεπε (τα νεκρά σώματά τους) την ίδια νύχτα να ριχτούν στα νερά της λίμνης. Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε. Οι προύχοντες Σταύρος Ιωάννου και Κώστας Μαρίνος που είχαν μεγάλη επιρροή στον Αλή κατάφεραν να πάρουν τα τσακισμένα κορμιά των παλικαριών, πληρώνοντας τους δήμιους, και να τα θάψουν, μ’ όλη τη χριστιανική διαδικασία και με τη σχετική προφύλαξη, μην ξεσηκωθούν για τούτο αγάδες και μπέηδες, και μάλιστα στο προάυλιο της Μητρόπολης. …

Τέτοια όμως παλικαριά δεν μπορούσε νάμπει στη γης, στοχάστηκε ο λαός. Στον ουρανό ήθελε και τα κορμιά τους, στις ψηλές κορφάδες των βουνών, να παλεύουν αδιάκοπα τον τύραννο, βράχοι να κρατάνε, σε πλάτες σιδερόπετρες, τη λευτεριά.

«Κάποιοι είπαν πως ένας αϊτός πέταξε από πάνω και πήρε στα νύχια του τον Αντώνη και τον Χασιώτη και τους πήγε στα ουράνια, γιατί αγωνίστηκαν για να φέρουν το Ρωμέικο. Κείνοι ήταν σωστοί κλέφτες»[6].

Ο χαμός του Κατσαντώνη υπήρξε μέγα πλήγμα για τους κλέφτες κι όχο μονάχα των περιοχών Αγράφων, Βάλτου και Ξηρόμερου, μα ολάκερης της Ελλάδας. Όσο κι αν θέριεψε το μίσος για τούρκους κι αρβανίτες όχι μονάχα των Κατσαντωναίων που από δω και πέρα αρχηγό τους θάχαν τον Κώστα Λεπενιώτη μα κι άλλων κλέφτικων ασκεριών, ο χαμός αυτός του κλέφτη του περίφημου που αρχηγό τους πια τον είχαν λογαριάσει, θα έχει σύντομα ολέθρια αποτελέσματα για ολόκληρο το προεπαναστατικό κίνημα. Συμβιβασμοί και προσκυνήματα θ’ ακολουθήσουν κι όπου ο Αλής δεν θα κατορθώσει νάρθει σε κάποιο συμβιβασμό με τους κλέφτες, θα τους εξοντώσει με την αποστολή πολυάριθμων τουρκαρβανίτικων ασκεριών εναντίον τους ή με το σπάρσιμο της διχόνοιας ανάμεσά τους ή ξμε την συνεργασία των κοτσαμπάσηδων.

_______________________


[1] William Martin Leak, Travels in modern Greece, Vol. III, London, 1835, σ. 551
[2] βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1980
[3] Εννοεί το Βεληγκέκα. «Εξ όλων των κατορθωμάτων του Κατσαντώνη, ο θάνατος του Βελή Γκέκα επροκάλεσε την μεγαλυτέραν εντύπωσιν, γράφει ο Φωριέλ (Claude Fauriel). Εκορύφωσε τον τρόμον, τον οποίον, όλοι είχον ήδη διά το Κατσαντώνην και την οργήν του Αλή πασά εναντίον του». Σύμφωνα με τις βασικές ιστορικές μαρτυρίες, η σύγκρουση με τον Βεληγκέκα έγινε τον μάη του 1807. Ωστόσο μια ενθύμηση σε θεσσαλικό μονας΄τηρι, την τοποθετεί ένα χρόνο νωρίτερα. Βρίσκεται στον εξωνάρθηκα του μοναστηριού της Παναγιάς Κατουσιώτισσας κι αναφέρει: «1806 αλονάρης ενθύμηση όπου σκοτόθηκεν ο βελιγγέκας, τον έκατσε καρτέρι ο Κατζαντόνις … σκοτόθηκε με τέσσερις νομάτι».
[4] James Emerson, The history of modern Greece, vol. I, London 1830, p. 440
[5] Ο Κατσαντώνης μαρτύρησε 33 ετών.
[6] Δ. Λουκόπουλου, Στ’ Άγραφα, σ. 171.