Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Δίκαιο

Το δικαίωμα της αντίστασης[1]

Η νομοθετική μέριμνα για την προστασία του πολιτεύματος έχει τις ρίζες της στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία[2]. Ο όρος «κατάλυση της δημοκρατίας» απαντάται στο Ψήφισμα του Δημοφάντους (410 π.Χ.), που παρατίθεται αυτούσιο στον Ανδροκίδη (Περί των Μυστηρίων, 96-98) : «Εάν τις δημοκρατίαν καταλύη την αθήνησιν ή αρχήν τινα άρχη καταλελυμένης της δημοκρατίας, πολέμιος έστω των αθηναίων και νηποινί τεθνάτω, και τα χρήματα αυτού δημόσια έστω, και της θεού το επιδέκατον. Ο δε αποκτείνας τον ταύτα ποιήσαντα και ο συμβουλέυσας όσιος έστω και ευαγής…». Παρεμφερής είναι και η διατύπωση του μεταγενέστερου Νόμου του Ευκράτους (336 π.Χ.).

Λέγεται ότι με τα νομοθετικά αυτά κέριμενα αναβίωσε η σχετική νομοθεσία του Σόλωνα. Ο Αριστοτέλης πάντως (Αθ. Πολ. VIII. 5) αναφέρει, σε σχέση με την προστασία της πόλης και τη διασφάλιση του πολιτεύματος, μόνο ένα νόμο του Σόλωνα, που υποχρέωνε τον πολίτη, σε περίοδο στάσης, να ταχθεί με το μέρος μιας από τις αντιμαχόμενες μερίδες. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής είχε ως συνέπεια την καταδίκη επί ατιμία.

Μια από τις πιο φημισμένες, που αποτελεί και την πρώτη νομοθετημένη εξαγγελία[3] του δικαιώματος αντίστασης, γίνεται στην Αγγλία, το 1215, με το Κεφάλαιο 61 της «Μάγκνα Κάρτα». Προϋπόθεση της άσκησης του δικαιώματος είναι η παραβίαση από τον βασιλέα μιας ή περισσοτέρων ελευθεριών από εκείνες που παραχώρησε.

Οι εξαγγελίες του δικαιώματος αντίστασης, που ακολουθούν στον ευρωπαϊκό χώρο κατά την περίοδο του όψιμου μεσαίωνα, αποβλέπουν στην δέσμευση του ηγεμόνα να τηρεί το δίκαιο γενικά. Τέτοιες εξαγγελίες γίνονται στην Ουγγαρία, το 1222, με το άρθρο 31 του Χρυσόβουλου του Ανδρέα Β΄, στη Σαξωνία, την ίδια περίπου εποχή, στην γνωστή κωδικοποίηση «Σάξεν Σπήγκελ» [Sachsenspiegel], έργο του Άικε φον Ρεπγκάου [Eike von Repgau], στην Φλαμανδική πόλη Μπραμπάντ, το 1312, με την Χάρτα του Κοντεμπέργκ [Charte de Contenberg] και λίγο αργότερα, το 1356, κατά τη στέψη του νέου ηγεμόνα και την ανάληψη των καθηκόντων του, με την περίφημη «Χαρούμενη Είσοδο» [“Joyeuse Entrée”], που έδωσε το όνομά της στον νέο Χάρτη. Η «Χαρούμενη Είσοδος», που επικαλούνταν από τότε όλοι οι ηγεμόνες της Μπραμπάντ, ίσχυσε μέχρι το 1794.

Στην Βαυαρία δικαίωμα αντίστασης εξαγγέλλεται αρχικά υπέρ των «τάξεων», το 1302, για την περίπτωση που ο ηγεμόνας αποτολμούσε να επιβάλει φόρους μονομερώς. Γενικεύεται όμως αργότερα για κάθε περίπτωση παράνομης συμπεριφοράς του ηγεμόνα, το 1311, και επιβεβαιώνεται πάλι το 1358, το 1392, το 1429 με τις γνωστές ως «βαυαρικές επιστολές της ελευθερίας» [bayerische freiheitsbriefe]. Δικαίωμα αντίστασης κατά της παράβασης του δικαίου γενικά, από τον ηγεμόνα, εξαγγέλλεται και στην Πρωσσία το 1413, στην Αραγωνία το 1461, στην Δανία το 1466, στην Πολωνία με τα articuli Henriciani του 1573 και το articulus de non praestanda oboedientia του 1607. Το «σουηδικό πολίτευμα» του 1720 καθιερώνει απαλλαγή από το καθήκον υπακοής στον βασιλέα, εάν αθετούσε τον όρκο του να τηρεί το δίκαιο.

Υπό την προϋπόθεση ότι η εξουσία ασκείται «τυραννικά» ή «καταπιεστικά» καταγράφεται το δικαίωμα αντίστασης στο Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας των Κάτω Χωρών από την Ισπανία το 1585.

Οι γνωστότερες καθιερώσεις του δικαιώματος αντίστασης κατά της «τυραννίας» ή της «καταπίεσης» γίνονται στις διακηρύξεις της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης.

Το 1775 το κογκρέσο της πολιτείας της Μασαχουσέτης διακηρύσσει ότι η αντίσταση κατά της τυραννικής καταπίεσης αποτελεί κοινωνικό και χριστιανικό χρέος κάθε ατόμου.

Στο Προοίμιο της αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του 1776 γίνεται λόγος δύο φορές για το δικαίωμα αντίστασης : «…Όταν οποιοδήποτε πολίτευμα αποβεί καταστρεπτικό για τους σκοπούς του κράτους, ο λαός δικαιούται να το μεταβάλει ή να το καταλύσει και να εγκαθιδρύσει νέο πολίτευμα … και όταν μια σειρά από καταχρήσεις … τείνουν να θέσουν τον λαό κάτω από απόλυτο δεσποτισμό, είναι δικαίωμά του και καθήκον του να ανατρέψει την κυβέρνηση και να εγκαταστήσει νέους φύλακες για την μελλοντική ασφάλειά του».

Παρόμοιες διατυπώσεις περιλαμβάνονται στην Διακήρυξη Δικαιωμάτων της πολιτείας της Βιρτζίνιας του 1776 (άρθρο 3), καθώς και στις Διακηρύξεις του Μέριλαντ του 1776 (άρθρο 1), της Πενσυλβάνιας του ίδιου έτους (άρθρο 2), του Βερμόντ του 1777 (άρθρο 7) και της Μασαχουσέτης του 1780 (άρθρο 7).

Στο σύνταγμα του Νιου Χαμσάιρ του 1784 το άρθρο 10 καθορίζει : «(Δικαίωμα επανάστασης) … όταν διαστραφούν οι σκοποί της εξουσίας και τεθεί σε προφανή κίνδυνο η δημόσια ελευθερία, ο λαός έχει δικαίωμα και καθήκον να ανατρέψει την κυβέρνηση και να εγκαταστήσει μια καινούργια, εφ’ όσον τα υπόλοιπα μέσα προστασίας του είναι αναποτελεσματικά. Η θεωρία της μη αντίστασης κατά της αυθαίρετης εξουσίας και κατά της καταπίεσης είναι παράλογη, δουλική και καταστρεπτική για το καλό και την ευτυχία της ανθρωπότητας».

Στη Γαλλία το δικαίωμα αντίστασης ορίζεται στην Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 (άρθρο 2) – που αποτελεί και σήμερα ισχύον δίκαιο βάσει του προοιμίου του Συντάγματος του 1958 – ως φυσικό και απαράγραπτο δικαίωμα : «Ο σκοπός κάθε κοινωνίας είναι η διατήρηση των φυσικών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα δικαιώματα αυτά είναι η ελευθερία, η ιδιοκτησία, η ασφάλεια και η αντίσταση στην καταπίεση».

Το γαλλικό Σύνταγμα του 1793 περιείχε πιο λεπτομερειακές ρυθμίσεις : «Κάθε πράξη σε βάρος ενός ανθρώπου, που δεν είναι σύμφωνη με τον νόμο κατ’ ουσία και κατά τον τύπο, είναι αυθαίρετη και τυραννική. Ο καθ’ ου η βίαιη εκτέλεση της πράξης έχει δικαίωμα να την αποκρούσει με τη βία» (άρθρο 11). «Η αντίσταση κατά της καταπίεσης είναι η συνέπεια των λοιπών δικαιωμάτων του ανθρώπου» (άρθρο 33). «Καταπίεση του κοινωνικού συνόλου υπάρχει, όταν και ένα μόνο μέλος του καταπιέζεται. Καταπίεση του ατόμου υφίσταται, όταν καταπιέζεται το κοινωνικό σύνολο» (άρθρο 34). «Όταν η κυβέρνηση παραβιάζει τα δικαιώματα του λαού, η εξέγερση είναι για τον λαό και για κάθε τμήμα του, το ιερώτερο από τα δικαιώματα και το πιο απαραίτητο από τα καθήκοντά του» (άρθρο 35). Σχετική με το δικαίωμα αντίστασης στο γαλλικό Σύνταγμα του 1793 είναι και η διάταξη του άρθρου 27, σύμφωνα με την οποία κάθε άτομο, που θα νοσφιζόταν την κυριαρχία, έπρεπε να θανατώνεται αμέσως από τους ελεύθερους πολίτες.

Οι διατάξεις αυτές του γαλλικού Συντάγματος του 1793 αποδόθηκαν για πρώτη φορά στα ελληνικά, όχι κατ’ ακριβή μετάφραση, αλλά κατά παράφραση, από τον «φιλόπατρη» Ρήγα Βελεστινλή, στην «Νέα Πολιτική Διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας – Υπέρ των Νόμων – Ελευθερία, Ισοτιμία, Αδελφότης – και της Πατρίδος». Η διεύρυνση των ταυτάριθμων διατάξεων του γαλλικού Συντάγματος από τον Ρήγα δεν αποκλείεται να οφείλεται στο ότι εγνώριζε το φερμάνι του Αμπντούλ Χαμήτ Α΄(1771), με το οποίο αναγνωριζόταν δικαίωμα αντίστασης των ραγιάδων της περιοχής του Πηλίου κατά των βοϊβοδάδων, βεζύριδων, πασάδων κλπ., εάν ζητούσαν φόρους πλέον των επιβεβλημένων : «…με το να είναι εναντίον και έξω της αγίας μου προσταγής με κανένα τρόπον να μην τους δίδουσιν, αλλά να παιδεύωνται και να τιμωρούνται βαρέως οι τοιούτοι, καθώς έχουσιν οι αυτοί ραγιάδες μου την περί τούτου άδειαν και ελευθερίαν».
_______________________

[1] Φίλιππου Σπυρόπουλου, «Το δικαίωμα της αντίστασης», Εκδόσεις Αντ. Σάκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1987
[2] Νομοθετημένο δικαίωμα προς αντίσταση λέγεται ότι υπήρξε, εκτός από την αρχαία Ελλάδα, και στους Χετταίους με το «Σύνταγμα του Τελεπίνου» του 1570 π.Χ., που διακήρυσσε τον κληρονομικό χαρακτήρα της βασιλείας, συγχρόνως όμως περιόριζε ρητά τον βασιλέα στα όρια της εξουσίας του. Η συνέπεια της παραβίασης του δικαίου εκ μέρους του μπορούσε να φθάσει μέχρι την επιβολή της θανατικής ποινής.
[3] Υποστηρίζεται (F. Kern, Recht, 87, Brunner, 30) ότι το δικαίωμα αντίστασης υπήρχε και στο εθιμικό δίκαιο του πρώιμου μεσαίωνα. Αποδέσμευση των υπηκόων από την υποχρέωση πίστης περιέχεται στους Όρκους του Στρασβούργου του 842 μ.Χ. και στα Capitula de Carisiaco του 856. Οι Όρκοι του Στρασβούργου μεταξύ Καρόλου του Φαλακρού και Λουδοβίκου του Γερμανού περιείχαν ρήτρα αποδέσμευσης των υπηκόων σε περίπτωση παράβασης των όρων της συμμαχίας. Στα Capitula de Carisiano ο Κάρολος ο Φαλακρός προέβη σε παραχωρήσεις προς τους εξεγερθέντες Φράγκους και Ακουϊτανούς και αποδέχθηκε άρση του καθήκοντος πίστης, για την περίπτωση της παραβίασης, εκ μέρους του, των υποσχέσεων και παραχωρήσεών του. Υποστηρίζεται πως το δικαίωμα αντίστασης «κατοχυρώνεται» στα δύο αυτά κείμενα (Heyland, 14 και Bertram, Widerstand, 17).