Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Εθνική Συνείδηση

Νεοελληνική εθνική συνείδηση και εθνική αυτογνωσία[1].

Η νεοελληνική εθνική συνείδηση γεννιέται τον ΙΑ΄ αιώνα, όταν ο ελληνισμός του Βυζαντίου μένει το μόνο συστατικό στοιχείο της αυτοκρατορίας, περικυκλωμένος από εχθρικούς λαούς και εθνότητες. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας και της Ελλάδος, διαβιούντες σε απομόνωση και διαισθανόμενοι τον κίνδυνο εθνικού αφανισμού, ξαναβρίσκουν ως σταθερά σημεία αναφοράς το κλασικό ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό και το όνομα «Έλλην» (για αιώνες συνώνυμο του «ειδωλολάτρης»), με τη διπλή έννοια της μέθεξης στην ελληνική παιδεία και της ελληνικής καταγωγής[2], η οποία συνέχεται άρρηκτα με την ελληνική χριστιανική ορθοδοξία διαμέσου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η λαϊκή γλώσσα αναβαθμίζεται, η διανόηση αναζητάει τις ελληνικές ρίζες της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εξελληνίζεται, οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι είναι Έλληνες αυτοκράτορες και ελληνικά βασίλεια η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Τον ΙΕ΄ αιώνα ο Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων καθόρισε με σαφήνεια τις γεωγραφικές και εθνολογικές βάσεις του νεότερου ελληνισμού.

Τριπλό είναι το περιεχόμενο της εθνικής συνείδησης ή εθνικής ιδέας. Η ιδέα του γένους των Ελλήνων, του οποίου οι πολιτιστικές καταβολές ανάγονται στην ελληνική αρχαιότητα και αρχαία πατρίδα του είναι η Ελλάδα, η ιδέα της εξελληνισμένης κρατικής οντότητας και η ιδέα του ελληνικού ορθόδοξου χριστιανισμού.

Μέθεξη με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα σημαίνει μέθεξη με την Δύση και την δυτική σκέψη. Ο νέος ελληνισμός, παρά τις ανατολικές επιδράσεις, βρίσκει τον εαυτό του στην οικουμενικότητα του δυτικού πολιτισμού[3], αφού το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, ο ιουδαϊκός νόμος, ο χριστιανισμός και το ρωμαϊκό δίκαιο αποτελούν κοινά θεμέλια. Η Ελλάδα δεν ανήκει στην Δύση, αλλά η ίδια είναι Δύση.

Όσοι ελληνικοί πληθυσμοί διαβίωσαν υπό δυτική επικυριαρχία δεν εκλατινίσθηκαν, αλλά εξελληνισαν τους κυρίαρχούς τους, αφού με την αφομοίωση των δυτικών επιδράσεων ουσιαστικά ενίσχυσαν την ελληνική τους συνείδηση και την εθνική αυτογνωσία. Η Ενετοκρατία στην Κρήτη και τα Επτάνησα και η Φραγκοκρατία στην Πελοπόννησο και την Στερεά προστάτευσαν τους ελληνικού πληθυσμούς, όχι διότι οι Ενετοί και οι Φράγκοι το επιδίωξαν, αλλά διότι έτυχε να είναι φορείς ιδεών και αντιλήψεων, που «αρχαίοθεν οι το πρώτον διδάξαντες και οι το πρώτον πρεσβεύσαντες» ήσαν οι υποτελείς των πληθυσμοί.

Από τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα, οι Έλληνες διαφωνούν αν η πραγμάτωση της εθνικής ιδέας θα πρέπει να ολοκληρωθεί με τη δημιουργία εθνικού κράτους Ελλήνων ή με την ανασύσταση του βυζαντινού κράτους των πολλών λαών, εθνοτήτων και θρησκειών, υπό ελληνική όμως ηγεμονία, γραφειοκρατία και διαχείριση.

Οι επαναστάτες Έλληνες του 1821, φανατικοί θιασώτες των αρχών της γαλλικής Επανάστασης, έλυσαν την διαφωνία με την επιλογή της πρώτης εκδοχής, την οποία εμπέδωσαν οι Α. Μαυροκορδάτος και Χ. Τρικούπης και ολοκλήρωσε η πολιτική του Ε. Βενιζέλου. Η δεύτερη εκδοχή της εθνικής ιδέας, που αποκαλέστηκε «η Μεγάλη Ιδέα», είχε μεγάλη απήχηση στις συμπαγείς μάζες του απόδημου ελληνισμού του ΙΘ΄ αιώνα και των αρχών αυτού του αιώνα, κυρίως στον ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Πολλοί φωτισμένοι Έλληνες υποστήριξαν τη «Μεγάλη ιδέα», ανάμεσά τους ο Ρήγας Φερραίος και εν μέρει ο Ιων Δραγούμης, η πραγμάτωσή της όμως δεν υπήρξε ποτέ εφικτή αλλά ούτε και ευκταία, αν μη τι άλλο και εξαιτίας του αναγεννώμενου εθνικισμού των λοιπών χριστιανικών πληθυσμών της Βαλκανικής, οι οποίοι δεν ήσαν διατεθειμένοι να αποδεχθούν ελληνικό ηγεμονισμό.


[1] Παύλου Σαρλή, «Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας», εκδόσεις Anubis, 1993
[2] Ν. Σβορώνος
[3] Ν. Σβορώνος