Παρασκευή 18 Απριλίου 2008

Λογοτεχνία

Η γιαγιά κι ο παππούς[1]

Το σπίτι μας απείχε μισή ώρα πάνω-κάτω απ’ την Κηφισιά. Ήταν στο κάτω μέρος που είναι τα περιβόλια, στη μέση ενός κάμπου, κάπως μόνο του, αφού για να πας στο πιο κοντινό σπίτι, στου Παρηγόρη του γιατρού, ήθελες δέκα λεφτά γεμάτα. «Να σου βγαίνει η πίστη με το ψώνιο», έλεγε η γριά μας υπηρέτρια η Ροδιά.

Το ‘χε χτίσει ο παππούς όπως το ‘θελε. Δωμάτια μεγάλα, τετράγωνα, ψηλοτάβανα, δύο ταράτσες όπου λιάζαμε τα καλαμπόκια κι ό,τι άλλο, σε ξεχωριστή οικοδομή το σπιτάκι του περιβολάρη, και παρακάτω ο στάβλος και τα κοτέτσια. Ιδιαίτερα είχε προσέξει τον κήπο, κι όχι μονάχα γιατί ήτανε γεωπόνος αλλά γιατί τ’ αγαπούσε τα δέντρα. Τα φύτευε με τα χέρια του, τα μεγάλωνε σαν παιδιά, θυμότανε τις αρρώστιες τους, τους χιονιάδες που τα χτύπησαν, τους κακούς αέρηδες που λύγισαν τους κορμούς τους. Και τα μπόλια τους θυμόταν, και τον καιρό που πρωτοκάρπισαν. Τα «δέντρα», έλεγε, «είναι ολάκερη δημιουργία. Το ρίζωμά τους στη γη δείχνει πως όλα τα πλάσματα είναι δεμένα μεταξύ τους και με τον Θεό». Και την άνοιξη ξαπλωνόταν κάτω απ’ τη μηλιά του – η μηλίτσα του παππού λέγαμε εμείς τα παιδιά, - κι άκουγε τη βουή απ’ τις μέλισσες που τρύπωναν στα λουλούδια της για να πάρουν τη χρυσή σκόνη.

Μου φαίνεται πως ο καημένος ο παππούς το χτήμα τό ‘χε για παρηγοριά. Γιατί είχε χάσει τη γιαγιά όταν η μητέρα κι η θεία Τερέζα ήτανε πέντε και εφτά χρονών. Δεν την είχε πάρει ο χάρος. Ζωντανός την είχε πάει, ένας μουσικός που πέρασε από την Αθήνα κι έδωσε δύο κοντσέρτα. Στο πρώτο η γιαγιά τον ερωτεύτηκε – γνωριστήκανε στο μεταξύ – κι ύστερα από το δεύτερο δεν άνθεξε, έφυγε μαζί του. Ξένοι βλέπεις και ταιριάξανε. Γιατί η γιαγιά δεν ήταν από δω. Ήταν από την Πολωνία κι είχε μάτια πράσινα. Απόρησα πολύ όταν η Ροδιά μου πρωτοφανέρωσε όλα τούτα. Ήταν θυμάμαι βράδυ χειμωνιάτικο και καθόμαστε στην κουζίνα και βράζαμε γλυκοπατάτες. Γιαγιά να κάνει τέτοιο πράγμα δε μου χώραγε στο κεφάλι. Το ‘πα στη Ροδιά. «Μα κουτό», μου αποκρίθηκε, «τότε δεν ήτανε γιαγιά, αφού η μάνα σου κι η θεία Τερέζα ήτανε τόσες δα». Αλήθεια, τότε δεν ήτανε γιαγιά … «Δε μάθαμε ποτέ πού πήγε», είπε συνέχεια η Ροδιά. «Ποιος ξέρει τί να γίνεται, αν ζει … Ο παππούς ούτε να την ξανακούσει από τότε …».

Πραγματικά κανείς δεν ανέφερε τ’ όνομά της. Ούτε η μητέρα ούτε η θεία Τερέζα. Μόνο εμείς καμιά φορά τη σκεφτόμαστε – είχαμε ανακαλύψει και μια φωτογραφία της σε μια παλιά κονσόλα, Θεέ μου, τί όμορφη που ήταν … – και για να την ξεχωρήσουμε από την άλλη, τη μητέρα του πατέρα που ήταν μια δέσποινα με άσπρα μαλλιά και πικραμένο χαμόγελο, ποιος ξέρει από τί ανεκπλήρωτους πόθους, τις λέγαμε γιαγιά κι η Πολωνίδα γιαγιά.

- Εγώ, τί να σας πω, τη θαυμάζω, τους είπα ένα απόγευμα που κουβεντιάζαμε γι’ αυτήν ξαπλωμένες στα στάχυα.
- Μπα; Έκανε αφηρημένα η Ινφάντα.
- Γιατί; Ρώτησε η Μαρία μ’ ενδιαφέρον.
- Να ήτανε γενναία. Να φύγει έτσι, μακριά απ’ τον παππού …
- Γενναίος είναι όποιος μένει
, μ’ έκοψε η Μαρία, κι η Ινφάντα δεν είπε τίποτα πάνω σ’ αυτό.

Μου φαίνεται πως η Μαρία είχε τότες δίκιο, και πως εγώ μίλησα έτσι γιατί ήμουνα μικρή. Αργότερα σκέφτηκα πως, για την Πολωνίδα γιαγιά, μακριά ήταν εδώ κι όχι εκεί.
_____________________________


[1] Από το μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, «Τα Ψάθινα Καπέλα», εκδόσεις Κέδρος, 1974