Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

η εξωτερική πολιτική της Δικτατορίας

Δικτατορία και ΗΠΑ[1]

Τον Μάιο του 1967 η αμερικανική κυβέρνηση αντέδρασε στο πραξικόπημα αναστέλλοντας την αποστολή προς την Ελλάδα βαρέων όπλων [αρμάτων, αεροσκαφών, πυροβολικού]. Το αμερικανικό αυτό «εμπάργκο» στην παροχή βαρέος στρατιωτικού υλικού δεν διήρκεσε όμως πολύ, γιατί ο πόλεμος των έξι ημερών μεταξύ Ισραήλ και Αράβων (Μάιος 1967) αναβάθμισε κατά τις αμερικανικές εκτιμήσεις την στρατηγική σημασία των βάσεών τους στην Ελλάδα. Όπως θα πει αργότερα ο Αμερικανός πρόεδρος Ρ. Νίξον, «χωρίς βοήθεια στην Ελλάδα και την Τουρκία δεν υπάρχει βιώσιμη πολιτική για την προστασία του Ισραήλ». Χωρίς να ανακοινωθεί ο,τιδήποτε επίσημα, το «εμπάργκο» έπαυσε να εφαρμόζεται.

Η σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία (Αύγουστος 1968) χρησιμοποιήθηκε από τις ΗΠΑ ως πρόσχημα για την «προσωρινή» χορήγηση, στο πλαίσιο των προγραμμάτων βοήθειας, πλοίων, αεροσκαφών και ορισμένων αρμάτων [τα τελευταία αυτά είχαν προγραμματιστεί για παράδοση πριν από το πραξικόπημα, αλλά η χορήγησή τους αναβλήθηκε μετά την 21η Απριλίου]. Εξάλλου ακώλυτα εξακολουθούσαν να λειτουργούν και οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα που απασχολούσαν τότε προσωπικό 8.000 ατόμων και στοίχιζαν στις ΗΠΑ 30 σχεδόν εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Εξάλλου, το 1969 η δικτατορία ανανέωσε για δέκα χρόνια την συμφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ για την Φωνή της Αμερικής.

Από τον Σεπτέμβριος του 1969 και μετά η πολιτική των ΗΠΑ προς την Ελλάδα άρχισε να γίνεται ευνοϊκότερη. Η εξέλιξη αυτή είχε προφανώς τις ρίζες της στο πραξικόπημα που έγινε στην Λιβύη (Σεπτέμβριος 1969) και που οδήγησε στην απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων μέσα σε λίγους μήνες. Η ανάγκη μεταφοράς ορισμένων δραστηριοτήτων των βάσεων [όπως έγινε με την χρήση του Πεδίου Βολής Κρήτης από τα αεροσκάφη του Έκτου Στόλου], καθώς και η αυξανόμενη ανησυχία των ΗΠΑ για την μονιμότερη παρουσία του σοβιετικού ναυτικού στην Μεσόγειο, και για την όξυνση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, οδήγησαν σε αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής προς την δικτατορία.

Έναν χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1970, ανακοινώνεται στην Ουάσινγκτον ότι θα επαναλαμβάνονταν κανονικά οι αποστολές στρατιωτικού υλικού προς την Ελλάδα. Ο λόγος που προβλήθηκε ήταν η ανάγκη συνοχής του ΝΑΤΟ και η ελληνική συμβολή στην δυτική άμυνα. Η στρατηγική σημασία της Ελλάδας «είχε υπογραμμισθεί με σαφήνεια κατά τους τελευταίους μήνες από διάφορα γεγονότα της Ανατολικής Μεσογείου».


Η νέα αμερικανική πολιτική έγινε εμφανέστερη με μια σειρά επισήμων επισκέψεων στην Ελλάδα Αμερικανών αξιωματούχων, με πρώτο τον υπουργό Άμυνας Μ. Λαιρντ. Λίγο αργότερα, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρ. Νταίηβις συνόψιζε σε κατάθεσή του στο κογκρέσο τις δύο πτυχές της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην δικτατορία: «Η βασική πολιτική μας απέναντι στην Ελλάδα ήταν η προστασία των σημαντικών στρατηγικών συμφερόντων μας στην χώρα και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, παράλληλα με την διατήρηση σχέσεων συνεργασίας με το καθεστώς, μέσα από τις οποίες μπορούμε να ασκήσουμε την επιρροή μας για να ενθαρρύνουμε την επιστροφή στο κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης».

Σιγά – σιγά, κι ενώ η πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης απέναντι στους συνταγματάρχες γινόταν ολοένα και πιο φιλική, το Κογκρέσο άρχισε από την πλευρά του να αντιδρά εντονότερα, χρησιμοποιώντας ως μοχλό την βοήθεια που οι ΗΠΑ χορηγούσαν στην Ελλάδα (αρχές 1971). Τον Οκτώβριο του 1971 επισκέφθηκε την Ελλάδα ο ελληνικής καταγωγής αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σ. Άγκνιου. Ήδη, από τον Σεπτέμβριο, το υπουργείο Ναυτικών των ΗΠΑ είχε ζητήσει από την Ελλάδα την παροχή λιμενικών διευκολύνσεων στον Έκτο Στόλο και ο Σ. Άγκνιου επανέλαβε στον Γ. Παπαδόπουλο το αμερικανικό αίτημα. Ένα από τα κίνητρα που ώθησαν τις ΗΠΑ στην απόφασή τους αυτή για διεύρυνση της παρουσίας τους στην Ελλάδα ήταν και η ανησυχία τους για τις προοπτικές μελλοντικής πρόσβασής τους στις εγκαταστάσεις της Μάλτας, αφού στις πρόσφατες εκλογές η νέα κυβέρνηση της Μάλτας είχε κάνει σαφή την πρόθεσή της να απομακρύνει τις βάσεις που διέθεταν εκεί οι Βρετανοί.

Οι διαπραγματεύσεις για την παροχή «μόνιμου αγκυροβολίου» στον Έκτο Στόλο στην περιοχή της Ελευσίνας κράτησαν πάνω από ένα χρόνο. Το καθεστώς της 21ης Απριλίου έβλεπε στον ελλιμενισμό του αμερικανικού ναυτικού την σύσφιγξη των σχέσεών του με τις ΗΠΑ και το εξαναγκασμό της Ουάσινγκτον σε πλήρη υποστήριξη των συνταγματαρχών. Το θέμα ήρθε παράλληλα προς εξέταση και στο αμερικανικό Κογκρέσο, όπου επισημάνθηκαν οι αρνητικές συνέπειες για την δημοκρατία στην Ελλάδα. Επικράτησαν όμως τα στρατηγικά συμφέροντα και οι Αμερικανοί στρατιωτικοί υποστήριξαν με θέρμη το σχέδιο ελλιμενισμού του Έκτου Στόλου (ενός αεροπλανοφόρου και 6 αντιτορπιλλικών) στην Ελευσίνα, προβάλλοντας την τοποθεσία ως ιδανική από κάθε άποψη.

Ο ελλιμενισμός των αντιτορπιλλικών άρχισε να εφαρμόζεται τον Σεπτέμβριο του 1972, πριν ακόμα επέλθει γραπτή συμφωνία. Η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε κατ’ αρχήν τον Ιανουάριο του 1973, αλλά οι διαπραγματεύσεις συνεχίσθηκαν προκειμένου να ρυθμιστούν ορισμένα τεχνικά ζητήματα. Στις συνομιλίες αυτές το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών δεν είχε σχεδόν καμία συμμετοχή, αφού τα πάντα αποφασίζονταν από τους στρατιωτικούς. Κατά τα τελικά στάδια της διαπραγμάτευσης εκδηλώθηκαν εξάλλου διαμαρτυρίες από την Σοβιετική Ένωση, ο τόνος τους ήταν όμως μάλλον χλιαρός και δεν απέδωσαν κανένα αποτέλεσμα. Σύμφωνα με το κείμενο της «τεχνικής συμφωνίας» που υπογράφηκε από τους εκπροσώπους του ναυτικού των δύο πλευρών, η διάρκειά της θα ήταν πενταετής. Άλλες διατάξεις ρύθμιζαν τα της δημιουργίας και λειτουργίας εκτεταμένων εγκαταστάσεων διοικητικής μέριμνας που χαρακτηρίστηκαν «το μεγαλύτερο αγκυροβόλιο του αμερικανικού ναυτικού στην Ευρώπη».

Λίγες μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας η ελληνική κυβέρνηση ανήγγειλε επίσημα ότι παραιτείτο από την δωρεάν στρατιωτική βοήθεια που της χορηγούσαν οι ΗΠΑ (την χρονιά εκείνη ανερχόταν σε 15 εκατομμύρια δολάρια). Με τον τρόπο αυτόν η δικτατορία ήλπιζε ότι θα απέφευγε τις πιέσεις από την πλευρά του Κογκρέσου.

Κατά τη διάρκεια του νέου αραβο-ισραηλινού πολέμου του Γιομ Κιπούρ (Οκτώβριος 1973), η ελληνική κυβέρνηση τήρησε ουδέτερη στάση εξαιτίας των παραδοσιακών φιλικών σχέσεων που είχε με τις αραβικές χώρες. Σύμφωνα με την δήλωση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών «ο ελληνικός χώρος, θαλάσσιος και εναέριος, δεν χρησιμοποιείται δι’ οιανδήποτε ενέργειαν σχέσιν έχουσαν με την εμπόλεμον κατάστασιν εις την Μέσην Ανατολήν». Πέρα από την επίσημη και απόλυτη αυτή δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης, ήταν γεγονός ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να υπολογίζουν στις στρατιωτικές τους διευκολύνσεις στην Ελλάδα σε περίπτωση αυξημένου κινδύνου για το Ισραήλ. Φαινεται μάλιστα ότι στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ πέτυχαν με πλήρη συσκότιση τον ανεφοδιασμό των δυνάμεών τους στη Σούδα, κατά τη διάρκεια της κρίσης. Το γεγονός άλλωστε αυτό, καθώς και άλλα περιστατικά εξωσυμβατικής χρήσης των εγκαταστάσεων, οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση στο να ζητήσει την αναθεώρηση των σχετικών συμφωνιών.
________________________

[1] Γιάννη Βαληνάκη, «Εισαγωγή στην Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1949-1988», εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1989.