Τρίτη 6 Μαΐου 2008

περί των συμποσίων

Συμπόσια[i]

Τότε λοιπόν να ‘χεις στη σκιά του βράχου βίβλινο κρασί και τραχανόψωμο και γάλα από γίδες αποκομμένες και κρέας δαμάλας δασοθρεμμένης αγέννητης και πρωτογέννητα κατσίκια και από πάνω να πίνεις λαμπερό κρασί, στη σκιά καθισμένος, με χορτασμένη κρασί καρδιά, απέναντι στο ζωηρό Ζέφυρο στρέφοντας το πρόσωπο και από πηγή αείρροη και τρεχούμενη, αθόλωτη, τρεις φορές νερό και την τέταρτη κρασί να χύνεις.

(«Έργα και Ημέραι», στ. 588-596)

Για τους αρχαίους ημών προγόνους ήταν αδιανόητο το να γευματίζουν μόνοι. Ο Πλούταρχος έλεγε ότι «το να φάει κανείς μόνος του δεν σημαίνει να γευματίσει αλλά να γεμίσει το στομάχι του σαν τα ζώα».

Και ο Αθήναιος:

Όταν ιδείς ιδιώτη μόνο του να τρώγει, χωρίς να ‘χει συντροφιά ή κανένα ποιητή να μη θέλει τα τραγούδια ούτε και την μουσική, γι’ αυτούς πρέπει να πιστεύεις ότι χάσανε κι οι δυο τους, ο μεν πρώτος τη μισή απ’ όλη του τη ζωή, ο δε δεύτερος τη μισή απ’ όλη την τέχνη του. Και στο κάτω, κάτω άθλια ζούνε και οι δύο.

Αυτοί που έτρωγαν μόνοι τους φαίνεται πως ενοχλούσαν τους άλλους.

«Μόνος σου πλέον τρώγεις κάτι και βλάπτεις εμέ», σημείωσε ο Αντιφάνης και ο Αμειψίας, επίσης κωμικός ποιητής (και σύγχρονος του Αριστοφάνη), εκνευρίζεται:

Πήγαινε στον κόρακα
μονοφάγε
και κατεργάρη
.

Έτσι, με τέτοια νοοτροπία, δικαιολογείται η μεγάλη αγάπη των αρχαίων Ελλήνων για τα συμπόσια, που πολλά απ’ αυτά έμειναν στην ιστορία.

Βέβαια, ακόμα και σ’ ένα συμπόσιο ή σ’ ένα επίσημο γεύμα, ο αριθμός των καλεσμένων ήταν περιορισμένος. Κι αυτό για να μην αφήσει ο οικοδεσπότης παραπονούμενους.

Να τρώνε όλοι μάλιστα, σε πλούσιο τραπέζι, μα ας είναι τρεις ή τέσσερις ή πέντε όλοι κι όλοι κι όχι περισσότεροι, γιατί τότε καταντά σκηνή στρατιωτών που ζουν με το συσσίτιο και την αρπαγή.

(Αθήναιος, Α 7)

Αντίθετη γνώμη, για τον περιοριμένο αριθμό καλεσμένων στο συμπόσιο, είχε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης, όπως εξιστορεί ο ιστοριογράφος Έφιππος ο Ολύνθιος, που τον ακολούθησε στις εκστρατείες του και διορίστηκε μάλιστα απ’ τον Αλέξανδρο Επίσκοπος στην Αίγυπτο, «οσάκις εδείπνει μετά των φίλων του εδαπάνα εκατό μνας την ημέρα, ενώ μετείχαν στο δείπνο εξήντα ίσως και εβδομήντα φίλοι».

Φυσικά, όλα τα γεύματα και τα δείπνα, των Αθηναίων ή των Κορινθίων, ήταν μια μεγάλη πολυτέλεια για τους Σπαρτιάτες.

Στην πρωτεύουσα της Λακωνίας, όπου τα γεύματα ήταν κοινά, πρώτη θέση είχε ο «μέλας ζωμός», κάτι που ούτε στον ύπνο τους δεν ήθελαν να δουν οι εκτός Λακεδαίμονος καλοφαγάδες.

Διηγείται ο Πλούταρχος:

Ένας βασιλιάς του πόντου αγόρασε ένα Σπαρτιάτη μάγειρο και τον έβαλε να του φτιάξει τον μέλανα ζωμό. Φυσικά, μόλις τον δοκίμασε δεν του άρεσε και ο μάγειρος δικαιολογήθηκε ως εξής: Για να σε ικανοποιήσει αυτός ο ζωμός βασιλιά πρέπει πρώτα να λουστείς στα νερά του Ευρώτα.

Στα γεύματα και στα συμπόσια οι αρχαίοι έτρωγαν ξαπλωμένοι σε κλινίδια. Άρχιζαν με το πρόπομα, ένα γλυκόπιοτο κρασί ή από χυμό φρούτων ανακατεμένο με μέλι και συνέχιζαν το κρασί τους, πάντα βέβαια νερωμένο. Κανένας δεν μπορούσε να καθίσει στο τραπέζι χωρίς να πιει. Άλλωστε το «πίε ή φύγε» ήταν κάτι που συχνά τόνιζε ο συμποσίαρχος στους καλεσμένους.

Συμποσίαρχος ήταν αυτός που καθόριζε το βαθμό του μείγματος των κρασιών, πολλές φορές ήταν ο ίδιος ο οικοδεσπότης.

Κανένας δεν λάμβανε μέρος σε συμπόσιο απρόσκλητος, εκτός των πολύ στενών συγγενών, των εταίρων και των γελωτοποιών.

Πριν αρχίσει το φαγοπότι γίνονταν οι απαραίτητες σπονδές στους θεούς. Μία απ’ τις σπονδές, απαραιτήτως, ήταν για τον Ξένιο Δία και τον Διόνυσο. Αξιοσημείωτη είναι η μελέτη του Φλασελιέρ:

«Κάθε συμπόσιο άρχιζε με σπονδές για τους θεούς και πιο πολύ για τον Διόνυσο. Έπιναν λίγο ανέρωτο κρασί και μετά έχυναν μερικές σταγόνες προφέροντας το όνομα της θεότητας. Κατά την συγκέντρωση οι πότες αντί να ρίχνουν κάτω την σπονδή διασκέδαζαν σημαδεύοντας έναν ορισμένο στόχο με το υγρό που είχε μείνει στον πάτο της κούπας τους. Σ’ αυτήν την νέα σπονδή δεν αναφέρονταν στο όνομα ενός θεού αλλά κάποιου αγαπημένου τους προσώπου. Αν το υγρό έπεφτε πάνω στην πιατέλα ή στο δοχείο που είχαν βάλει στόχο, έβλεπαν σ’ αυτό ένα καλό οιωνό, που τους έλεγε από πριν πως η ερωτική τους επιδίωξη θα είχε επιτυχία.
…Οι γυναίκες στα συμπόσια, που γίνονταν αποκλειστικά με μέλη του φύλου τους ή οι εταίρες που ήταν προσκαλεσμένες στα συμπόσια των ανδρών, έπαιζαν επίσης τούτο τον ερωτικό κότταβο. Σ’ ένα αγγείο του Ευφρονίου μια γυναίκα γυμνή, ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι συμποσίου, κρατά με το δεξί της χέρι τη λαβή μιας κούπας λέγονατας: Ρίχνω σε σένα, Λέαγρε.
…Ο κότταβος έγινε τόσο πολύ της μόδας, ώστε επινόησαν πολλές ποικιλίες αυτού του παιχνιδιού
».

«Εστιάζεσθαι, κοτταβίζειν, συβαρίζειν», τόνιζε ο Αριστοφάνης.

[i] Χρήστου Μότσια, «Τί έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες», σελ. 112-115. εκδόσεις Κάκτος, 1982.