Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Β΄ παγκόσμιος πόλεμος

Βερολίνο, Η Πτώση, 1945[1]

Οι Βερολινέζοι, εξουθενωμένοι από την έλλειψη τροφίμων και την αγωνία, δεν είχαν πολλούς λόγους να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα του 1944. Ένα μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας του Ράιχ είχε μετατραπεί σε συντρίμμια από τις αεροπορικές επιδρομές. Το ταλέντο του Βερολινέζου στο μαύρο χιούμορ είχε φτάσει στον κυνισμό. Η ατάκα αυτής της θλιβερής εποχής ήταν: «Σκέψου πρακτικά, χάρισε ένα φέρετρο».

Η ατμόσφαιρα στη Γερμανία είχε αλλάξει ακριβώς πριν από δύο χρόνια. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1942 είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες πως η 6η Στρατιά του Στρατηγού Πάουλους είχε περικυκλωθεί από τον Κόκκινο Στρατό στον ποταμό Βόλγα. Το ναζιστικό καθεστώς δυσκολεύτηκε να παραδεχτεί ότι ο μεγαλύτερος σχηματισμός ολόκληρης της Βέρμαχτ ήταν καταδικασμένος να εξοντωθεί στα ερείπια του Στάλινγκραντ και στις παγωμένες στέπες που απλώνονταν γύρω από αυτό. Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, υπουργός Προπαγάνδας και Διαφωτισμού του Ράιχ, προκειμένου να προετοιμάσει τη χώρα για τα κακά νέα, είχε εξαγγείλει «Γερμανικά Χριστούγεννα», κάτι που στη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού ισοδυναμούσε με λιτότητα και ιδεολογική αποφασιστικότητα και όχι κεριά, στεφάνια από έλατο και τραγούδια όπως η Άγια Νύχτα. Το 1944 η παραδοσιακή ψητή χήνα είχε γίνει μια μακρινή ανάμνηση.

Σε δρόμους όπου η πρόσοψη κάποιου κτιρίου είχε καταρρεύσει, μπορούσε κανείς να δει ακόμα φωτογραφίες να κρέμονται στους τοίχους του δωματίου που ήταν κάποτε το καθιστικό ή η κρεβατοκάμαρα. Η ηθοποιός Χίλντεγκαρντ Κνεφ κοίταζε επίμονα στα αριστερά ένα πιάνο που στεκόταν εκτεθειμένο σε ένα μέρος του πατώματος που είχε απομείνει. Κανείς δεν μπορούσε να το πλησιάσει και εκείνη αναρωτιόταν πόσος καιρός θα χρειαζόταν ακόμα, μέχρις ότου να γκρεμιστεί κι αυτό και να γίνει ένα με τα χαλάσματα. Μηνύματα ήταν γραμμένα βιαστικά στους τοίχους των ξεκοιλιασμένων κτιρίων, από οικογένειες που ενημέρωναν τον γιο τους, αν και όταν θα επέστρεφε από το μέτωπο, ότι ήταν καλά και ότι έμεναν κάπου αλλού. Οι ανακοινώσεις του Ναζιστικού Κόμματος προειδοποιούσαν: «Η λεηλασία θα τιμωρείται με θάνατο».

Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί ήταν τόσο συχνοί – οι Βρετανοί είχαν αναλάβει την νύχτα και οι Αμερικανοί την μέρα – που οι Βερολινέζοι ένιωθαν πως περνούσαν περισσότερη ώρα σε υπόγεια και αντιεροπορικά καταφύγια παρά στα κρεβάτια τους. Η έλλειψη ύπνου συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός περίεργου μείγματος καταπιεσμένης υστερίας και μοιρολατρίας. Πολύ λίγοι ήταν πλέον εκείνοι που ανησυχούσαν αν θα καταγγελθούν στην Γκεστάπο για ηττοπάθεια, όπως αποδείκνυε η διάδοση διάφορων ανεκδότων. Τα πανταχού παρόντα LSR, αρχικά που σήμαιναν Luftschutzraum (αντιεροπορικό καταφύγιο), υποτίθεται πως εννοούσαν Lern Schnell Russisch (Μάθετε Ρώσικα Γρήγορα). Οι περισσότεροι Βερολινέζοι δεν χρησιμοποιούσαν πλέον τον χαιρετισμό «Χάιλ Χίτλερ». Ο Λόθαρ Λέβε ήταν μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας και έλειπε αρκετό καιρό από την πόλη. Όταν, μπαίνοντας σε κάποιο μαγαζί, κραύγασε «Χάιλ Χίτλερ», όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν έκπληκτοι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που εκστόμισε αυτές τις λέξεις εκτός υπηρεσίας. Ο Λέβε συνειδητοποίησε ότι πλέον ο πιο συνηθισμένος χαιρετισμός ήταν το Bleib ubrig ! (Μείνε ζωντανός !)

Η ατμόσφαιρα μιας επικείμενης κατάρρευσης, τόσο της προσωπικής ζωής, όσο και της ύπαρξης του έθνους ήταν διάχυτη. Οι άνθρωποι ξόδευαν τα λεφτά τους αλόγιστα, υποθέτοντας πως σύντομα δεν θα έχουν καμιά αξία. …

Τα καταφύγια μπορούσαν να ικανοποιήσουν θεωρητικά όλες τις βασικές ανάγκες. Υπήρχε ένας Σταθμός Πρώτων Βοηθειών με μια νοσοκόμα, όπου οι γυναίκες μπορούσαν να γεννήσουν. Οι τοκετοί έμοιαζαν να επιταχύνονται από τις δονήσεις που προκαλούσαν οι εκρήξεις των βομβών και που φαίνονταν να έρχονται τόσο από το κέντρο της γης όσο και από την επιφάνειά της. …

Η είσοδος στα καταφύγια απαγορευόταν[2] στους ξένους εργάτες του Βερολίνου, οι οποίοι έφταναν περίπου τις 300.000 και έφεραν ως σημάδι αναγνώρισης το πρώτο ή τα πρώτα δύο γράμματα της χώρας προέλευσής τους στο μανίκι τους. Το γεγονός αυτό αποτελούσε εν μέρει προέκταση της ναζιστικής πολιτικής που ήθελε να εμποδίσει τη στενή επαφή τους με την γερμανική φυλή, όμως η κυρίαρχη φροντίδα των αρχών ήταν να σώσει πρώτα τις ζωές των Γερμανών. Οι όμηροι που δούλευαν καταναγκαστικά, ειδικά οι Oestarbeiter (εργάτες από τα ανατολικά), οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν μεταφερθεί με τη βία από την Ουκρανία και την Ευρωπαϊκή Ρωσία, θεωρούνταν αναλώσιμοι. Όμως υπήρχαν πολλοί ξένοι εργάτες που είχαν έρθει ως εθελοντές και είχαν πολύ μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας σε σύγκριση με τους άτυχους που κλείνονταν στα στρατόπεδα. …

Οι περισσότεροι Γερμανοί έβλεπαν τους ξένους εργάτες με φόβο. Στα μάτια τους ήταν ένας Δούρειος Ίππος, έτοιμος να επιτεθεί και να εκδικηθεί μόλις οι στρατιές του εχθρού θα πλησίαζαν στην πόλη. Οι Βερολινέζοι υπέφεραν από έναν αταβιστικό και βαθύ φόβο για τον Σλάβο εισβολέα από τα ανατολικά. Ο φόβος αυτός είχε μετατραπεί εύκολα σε μίσος. …
...
Ο στρατηγός Γκύνθερ Μπλούμεντριτ, όπως οι περισσότεροι που βρίσκονταν στην εξουσία, ήταν πεπεισμένος πως οι αεροπορικές επιδρομές δημιουργούσαν ένα πραγματικό αίσθημα “Volksgenossenschaft” (πατριωτικής αλληλεγγύης). Κάτι τέτοιο μπορεί να αλήθευε το 1942 και το 1943, αλλά στα τέλη του 1944 οι συνέπειες των επιδρομών έτειναν να πολώσουν τις απόψεις των σκληροπυρηνικών και αυτών που είχαν κουραστεί από τον πόλεμο. …
_______________________


[1] Άντονυ Μπήβορ, «Βερολίνο, Η Πτώση, 1945», σελ. 41-45, εκδόσεις Γκοβόστη, 2004.
[2] Το Βερολίνο δεν είχε αρκετά καταφύγια για τα τρία εκατομμύρια του πληθυσμού του, οπότε όσα υπήρχαν ήταν συνήθως ασφυκτικά γεμάτα. Το μεγαλύτερο αντιαεροπορικό καταφύγιο του Βερολίνου ήταν στον Ζωολογικό Κήπο, ένα αχανές φρούριο από μπετόν …, με συστοιχίες αντιαεροπορικών πυροβόλων στην οροφή και τεράστια καταφύγια από κάτω. Το συγκρότημα των καταφυγίων κάτω από τον σταθμό του μετρό στο Γκεζουντμπρούννεν ήταν σχεδιασμένο για να φιλοξενεί 1.500 άτομα. Παρ’ όλ’ αυτά, εκεί στοιβάζονταν συχνά ο τριπλάσιος αριθμός.