Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Μυθιστόρημα

Ο νεαρός στιχοπλάστης, επίδοξος ποιητής, φλογερός πατριώτης [παρά το νεαρό της ηλικίας του] και τελικά φυγάς, καταδιωκόμενος από τις τουρκικές αρχές της ιδιαίτερης πατρίδας του, το σκλαβωμένο Συρράκο της Ηπείρου, εξαιτίας του επαναστατικού ποιητικού του λόγου, δεν είναι άλλος από τον Κώστα Κρυστάλλη, το λυπημένο παιδί των ελληνικών γραμμάτων, όπως εύστοχα αναφέρει στην πρώτη μυθιστορηματική βιογραφία του «Τσέλιγκα» ο συγγραφέας Μιχ. Περάνθης

Ι.Λ.

Ο φυγάς[1]

Ήταν 13 Δεκεμβρίου. Μόλις είχε ντυθεί κι ετοιμαζόταν να κατεβεί στο χειμωνιάτικο για καφέ, πριν φύγει για το σχολειό, όταν ακούστηκε στην πόρτα τους δυνατό χτύπημα. Τί διάβολο πάθαν πρωί, πρωί!... Και ποιος είναι που χτυπάει έτσι!... Οι φίλοι, όταν περνούσαν να τον πάρουν, τον φώναζαν απ’ τον δρόμο με τα’ όνομά του. Ποιος χτυπούσε τώρα έτσι;

Πριν προλάβει να φανταστεί, τα χτυπήματα ακούστηκαν δυνατότερα. Έκαμε ν’ ανοίξει το παράθυρο για να ιδεί κάτω, αλλά σταμάτησε. Κάποιος του ‘κανε νοήματα από τα’ αντικρινό σπίτι, ανήσυχος. Κάτω ήταν η αστυνομία…τρεις τούρκοι τσαντάρηδες…τρεις κιόλας; Δεν ήταν ποτέ για καλό τέτοια γιουρούσια. Κάποιον θέλουν να πιάσουν… Θες να…

Κάτι σφίγγεται μέσα του κι ανακαλύπτει πως τρέμει. Γι’ αυτόν θα ‘ναι… Τα ποιήματα… κάποιος τα πρόδωκε στον τούρκο και…

Βγαίνει απ’ την κάμαρα με δυο τρεις δρασκελιές, να ειδοποιήσει κάτω τον πατέρα, αλλά δεν προλαβαίνει. Ο Γιώργης ο παραγιός έχει ανοίξει την οξώπορτα κι ο κυρ Δημήτρης όρθιος στο κεφαλόσκαλο ρωτάει ποιος είναι.

- Για τον Κώστα, αφεντικό. Ήρθαν απ’ την αστυνομία…

Και σέρνει με νόημα τη φωνή του προφέροντας «την αστυνομία».

- Ο Κώστας έφυγε… Δεν είν’ εδώ… Πήγε σχολειό

Και του πατέρα η φωνή είναι δυνατότερη απ’ όσο χρειάζεται. Σίγουρα φωνάζει για να με ειδοποιήσει, σκέφτεται ο Κώστας. Πρέπει να κρυφτώ…

Οι τσαντάρηδες έχουν σπρώξει τον παραγιό κι ανεβαίνουν. Τα βήματά τους ακούγονται στην σκάλα βαριά.

- Έφυγε…πάει στο σχολειό του…

…ακούει μέσ’ απ’ το δωμάτιο αδύναμη την φωνή του πατέρα. Ξέρει που ο πατέρας θα τους χασομερήσει, ως να κρυφτεί. Και, πράμα παράξενο, το χτυποκάρδισμα τώρα του έχει κοπεί. Κοιτάει γύρω του. Δεν υπάρχει κι άλλη κρυψώνα από τον μασανταρά. Μια πελώρια ντουλάπα εντοιχισμένη, που πιάνει ολόκληρη την πλευρά του δωματίου. Την ανοίγει να μπει, αλλά ξαναβγαίνει. Απάνω στο τραπέζι έχει ξεχάσει τη σάκα με τα βιβλία του. Σκέψου, αν τά ‘βλεπαν, θα καταλάβαιναν. Την παίρνει, την ρίχνει στο βάθος και χώνεται κι αυτός στο μασανταρά, κλείνοντας από μέσα τα φύλλα και λουφάζοντας στο σκοτάδι με κρατημένη ανάσα…

Τώρα που ασφαλίστηκε, νιώθει πάλι πως τρέμει. Θα τα καταφέρει να κρατήσει την ανάσα του αν ίσως κι ανοίξουν τον μασανταρά; Βρίσκεται στριμωγμένος στενόχωρα. Μπροστά στο μούτρο του κρέμονται κάτι ρούχα. Σκυμμένος λίγο, με την πλάτη του ν’ ακουμπάει αλαφρά, έχει ρίξει όλο το βάρος στα δάχτυλα του ενός ποδιού. Και το πόδι αρχίζει να τρέμει, το γόνατο να μουδιάζει. Κι η ανάσα του, πόσο μπορεί να κρατήσει δίχως ανάσα; Κι οι τσαντάρηδες πού βρίσκονται τώρα; Τί έγιναν;

Στήνει τα’ αυτί του. Πιάνει ένα βόμβο ομιλιών, τόσο συγκεχυμένο και ακαθόριστο, που δεν ξεχωρίζει τίποτε. Ύστερα μεσολαβούν κάτι τρομαχτικά διάκενα σιωπής. Και πάλι, στιγμές – στιγμές, ομιλίες. Βέβαια, του αρέσει που τα ποιήματά του ξεσήκωσαν θόρυβο, αλλά πάλι, όχι να βρούνε και κανένα μπελά. Τώρα μοιάζει σαν βήματα. Ανεβαίνουν. Θα μπουν. Κρατάει την ανάσα του. Όχι, καλύτερα ν’ αναπνέει, να ‘χει απόθεμα για την στιγμή που θα χρειαστεί. Μπορεί και να μπήκανε. Να, αυτή η λέξη ήταν του πατέρα. Τί είπε; Τί του αποκρίθηκαν; Πόσοι βρίσκονται στο δωμάτιο; Άραγε ετούτη να είναι η κρίσιμη στιγμή; Κι αν ανοίξουν τον μαστανταρά[2], φτάνουν το σκοτάδι και τα ρούχα για να τον κρύψουν; Αλλά γιατί αργούν τόσο; Τί κάνουν; Στέκονται; Έφυγαν; Έπαψαν να μιλούν; Το ένα πόδι του μούδιασε ολόκληρο και του ‘ρχεται να σωριαστεί. Πόσο θα μπορέσει να κρατηθεί έτσι; Φεύγουν ή μπας τώρα είναι που έρχονται;

Ο ήχος ολοένα απομακρύνεται. Αφήνει την ανάσα του ελεύθερη κι απλώνει το δεξί χέρι του χαμηλά, ώσπου απ’ το βάρος του να πέφτει στο χέρι και στήνει πάλι αυτί. Δεν ακούγεται τίποτε. Στηρίζεται περισσότερο στο χέρι του, ώσπου κάθεται κατάχαμα κι απλώνει πια το μουδιασμένο του πόδι.

Τώρα ανασαίνει με ανακούφιση. Κάτι του λέει μέσα του πως ο κίνδυνος πέρασε. Κάθεται λίγο ακόμη, ακίνητος κι ύστερα, αθόρυβο, σέρνεται μπροστά, σπρώχνει ελαφρά το ένα φύλλο και βγάζει το μούτρο του στο άνοιγμα. Οι τσαντάρηδες θα πρέπει ακόμα να βρίσκονται κάτω. Ακούει σιγανές ομιλίες, ακαθόριστες, ο τόνος τους όμως του λέει πως δεν πρέπει πια να φοβάται. Μάλλον φεύγουν. Να, τα βήματά τους που κατεβαίνουν τη σκάλα… Κι ύστερα πέφτει βαριά, καταθλιπτική, μια σιωπή που παρατείνεται. Μένει κάμποσο γονατιστός, με το κεφάλι στο άνοιγμα, ανίκανος να κάμει την παραμικρή κίνηση, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί, ναρκωμένος. Ούτε θυμάται πόσες στιγμές πέρασαν. Όλες οι στιγμές του φαίνονταν ατέλειωτες. Ώσπου, ξάφνου άκουσε ελαφρό τρίξιμο και βιάστηκε να κλείσει τα φύλλα. Αλλά δεν πρόλαβε.

- Κώστα…
- Α, εσύ είσαι…και τρόμαξα.

Ο παραγιός του άπλωσε το χέρι βοηθώντας τον να σηκωθεί.


[1] Μιχ. Περάνθη, «ο τσέλιγκας», Εστία, Αθήνα 1982.
[2] Μασανταράς ή μαστανταράς