Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Οικονομία

Η πηγή του μίσους και της διαμάχης[1]

Το καθεστώς του χωρίς όρια ανταγωνισμού, η επικράτηση του ισχυροτέρου και η εξόντωση του αδύναμου, ο οικονομικός δαρβινισμός όπως αποκαλείται, εφαρμοζόταν με ζήλο στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Οι κοινωνικές δαπάνες – για υγεία, πρόνοια, παιδεία – απορρίπτονταν στις περισσότερες πολιτείες. Και όποιος αποτολμούσε να εισηγηθεί πιστώσεις για κοινωνικούς σκοπούς κινδύνευε να χαρακτηριστεί κομμουνιστής. Στα νομοθετικά σώματα των πολιτειών, γράφει ο Αμερικανός οικονομολόγος Τζων Κ. Γκαλμπρέιθ, στα δημαρχεία και στις σχολικές επιτροπές, «κάθε συνηγορία για κρατικά κονδύλια χαρακτηριζόταν ανελεύθερη αντίληψη… Κάθε αίτημα για ανέγερση νέων σχολείων, για καταπολέμηση της ρύπανσης και αυστηρότερη εφαρμογή των κανονισμών στις βιομηχανικές ζώνες, ερμηνευόταν ως ένα απαράδεκτο βήμα στον ολισθηρό κατηφορικό δρόμο που οδηγεί στον κομμουνισμό»[2].

Οι υπέρμαχοι του δαρβινισμού στην κοινωνία υποστήριζαν ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός καταλήγει στην επιβίωση και τον πλουτισμό των νικητών. Αυτοί είναι οι ισχυρότεροι και ικανότεροι. Οι άλλοι, οι ηττημένοι, προορίζονται για τον σκουπιδότοπο.

Γενάρχες αυτής της αμείλικτης και ανθρωποφαγικής ιδεολογίας υπήρξαν κυρίως ο Άγγλος οικονομολόγος Δαυΐδ Ρικάρντο και ο επίσης Άγγλος κοινωνιολόγος Ερβέρτος Σπένσερ [ΙΘ΄ αιώνας]. Ο Ρικάρντο έλεγε ότι ο ανθρωπισμός δεν έχει καμμιά θέση στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς. Οι νόμοι για την προστασία των φτωχών πρέπει να καταργηθούν. Δεν είναι λογικό η συμπόνια και η φιλανθρωπία να παρεμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη!

Ο Σπένσερ υποστήριζε ότιδεν πρέπει να επιβαρύνεται το κράτος με την εκπαίδευση. Είναι φροντίδα που αφορά αποκλειστικά στους γονείς. Εκείνοι πρέπει να αποφασίσουν αν τα παιδιά τους θα μορφωθούν – με δικές τους αποκλειστικά δαπάνες – ή αν θα μείνουν αγράμματα. Ούτε με την υγειονομική περίθαλψη των φτωχών πρέπει να ασχολείται το κράτος. Γιατί η οργάνωση δημόσιων υπηρεσιών υγείας κρατά στη ζωή αδύναμα, δηλαδή άχρηστα άτομα του ανθρώπινου είδους[3].

Ο «φιλελευθερισμός» της αγοράς διαχωρίζει το οικονομικό από το πολιτικό, την αγορά από την κοινωνία. Η παραγωγή, η κατανομή του εισοδήματος, η κατανάλωση, η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η διαχείριση, η συσσώρευση πλούτου είναι ιδιωτική υπόθεση. Δεν επιτρέπεται παρέμβαση του κράτους και των πολιτών. Αποτελεί χώρο ουδέτερο που λειτουργεί με τους δικούς του νόμους.

Αλλά ενώ οι θιασώτες του «φιλελευθερισμού» θεωρούν την αγορά αυτόνομο περιχαρακωμένο στρατόπεδο, αποξενωμένο από την πολιτική, η οικονομική ολιγαρχία όχι μόνο επεμβαίνει σε όλες τις φάσεις του δημόσιου βίου αλλά και ελέγχει την πολιτική εξουσία επιβάλλοντας τους εκλεκτούς της, πρόθυμους πάντοτε να υπερασπισθούν τα συμφέροντα και να επεκτείνουν τα προνόμια των υπερκυριάρχων της οικονομίας.

Μερικοί επικαλούνται τον Άνταμ Σμιθ, τον θεμελιωτή της κλασσικής οικονομίας και προφήτη της «κοινωνίας της αγοράς», για να δικαιολογήσουν το θηριοτροφείο του «φιλελευθερισμού». Αλλά ο επιφανής Άγγλος διανοητής, όπως και ο συμπατριώτης του Τζων Λοκ, ο θεωρητικός της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης, είχαν συνδέσει την ελευθερία των συναλλαγών με την δίκαιη ρύθμιση των κοινωνικών προβλημάτων, με την ευημερία των λαών και την παγκόσμια ειρήνη. Μιλούσαν για ατομικά δικαιώματα, για λαϊκές ελευθερίες, για περιορισμό των αυθαιρεσιών της εξουσίας, για αντίσταση κατά του αυταρχισμού των ισχυρών, για κοινωνική δικαιοσύνη. Μιλούσαν ακόμα για ηθική συνείδηση, για αλληλεγγύη και ειρηνική συνύπαρξη και απέκρουαν την αρπακτικότητα, τον αδελφοκτόνο ανταγωνισμό και την ασυδοσία των εδραιωμένων συμφερόντων[4].


[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «Η Διαφθορά της Εξουσίας», σ. 567-568, Αθήνα 1992.
[2] The Affluent Society, New York 1958, ελληνική μετάφραση, σ. 89.
[3] Social Statics, New York 1865, σ. 413. Κατά τον Σπένσερ κάθε προσπάθεια για ανακούφιση της δυστυχίας παραβιάζει θεμελιώδη νόμο της κοινωνικής ζωής – την επιβίωση του ισχυροτέρου (Principles of Ethics, New York 1897, τ. Β΄, σ. 260). Συνηγορεί ο κοινωνιολόγος Γουλιέλμος Γκράχαμ Σάμμερ. Παρέμβαση του κράτους με κοινωνικές δαπάνες οδηγεί στην επιβίωση των ανίκανων. Και τονίζει πως χρειάζεται μάχη εναντίον της φορολογίας και της φιλανθρωπίας (Essays in Politics and Politial Science, σ. 85). Και ο σύγχρονος Αμερικανός κοινωνιολόγος Ριχάρδος Χοφστάνττερ: Η επιβίωση των ισχυροτέρων είναι πρακτική εφαρμογή ενός νόμου της φύσης και του Θεού! (Social Darvinism in American thought, Boston 1955, σ. 45).
[4] Έγραφε ο Άνταμ Σμιθ το 1776: «Το εμπόριο, που από φυσικού του πρέπει να είναι χώρος ομόνοιας και φιλίας, κατάντησε αστείρευτη πηγή μίσους και διαμάχης».