Παρασκευή 25 Ιουλίου 2008

πολιτική ιστορία

Πόλις και έθνος

Το κράτος-έθνος αντιπροσωπεύει μια φάση πολύ πιο καθυστερημένη σε σχέση με την πόλη. Κατά πάσα πιθανότητα, το έθνος, που βρίσκεται πλησιέστερα στις φυλετικές κοινωνίες, προηγείται χρονικά της πόλης η οποία εμφανίζεται ως αυτόνομη πολιτική και οικονομική μονάδα όχι πριν από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., κυρίως στην Ιωνία, στα νησιά του Αιγαίου και στις ανατολικές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Έθνη συναντάμε σε περιοχές όπου ο θεσμός της πόλης είτε δεν αναπτύχθηκε καθόλου είτε αναπτύχθηκε περιορισμένα, δηλαδή στη δυτική και βόρεια Ελλάδα, περιοχές στις οποίες είτε δεν διείσδυσε καθόλου είτε αναπτύχθηκε περιορισμένα, δηλαδή στη δυτική και βόρεια Ελλάδα, περιοχές στις οποίες είτε δεν διείσδυσε καθόλου είτε διείσδυσε σε περιορισμένο βαθμό ο μυκηναϊκός πολιτισμός, ενώ η πόλις εμφανίζεται στις ζώνες ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού.

Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, τα έθνη της Ασίας – Μήδοι, Σύριοι, Ασσύριοι, Άραβες κ.λπ. – υπέκυψαν στην περσική κατάκτηση. Έθνος στην Κύρου Παιδεία (Ι, 1 4-5) είναι ένας λαός με εμβρυακή πολιτική οργάνωση. Έθνος σημαίνει επίσης μια κατηγορία πληθυσμού όπως οι δημιουργοί, γεωργοί και ευπατρίδες στην αρχαϊκή Αθήνα[1] ή οι πενεστές στη Θεσσαλία[2] ή ακόμα ένα λαό στο σύνολό του, όπως έθνος ελληνικόν, έθνος αττικόν ή πελασγικόν (Ηρόδοτος).

Αντίθετα από τις πόλεις που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη ενός αστικού πυρήνα, τα έθνη δεν περιλαμβάνουν, κατά κανόνα, αστικό κέντρο[3]. Στο σημείο αυτό η Αθήνα αποτελεί τυπικό παράδειγμα: η επικράτειά της (η χώρα) περιλαμβάνει όλη την Αττική (μόνο μερικές ακραίες περιοχές, όπως η Ορωπία δεν περιλαμβάνονται πάντοτε στον «πολιτικό χώρο»0. Το κέντρο όμως κάθε πολιτικής δραστηριότητας είναι το αθηναϊκό άστυ.

Αντίθετα, στο κράτος – έθνος είναι δυνατόν να μην υπάρχει καθόλου αστικό κέντρο. Ο πληθυσμός ζει διασκορπισμένος σε πολυάριθμα χωριά, εκτεταμένα σε μια αρκετά μεγάλη έκταση. Οι πολιτικοί δεσμοί που συνδέουν τους κατοίκους μπορεί να είναι ιδιάιτερα χαλαροί, η δε παρουσία του κράτους αχνή. Ένας παράγων συνήθως αποφασιστικός για την απουσία κεντρικής διοίκησης, είναι η γεωγραφική εξάπλωση των εθνών που καθιστά δύσκολη, αν όχι ανέφικτη, την μεταμόρφωση των κωμών αυτών σε πραγματικές πόλεις, με μοναδικό αστικό κέντρο.

Ανάμεσα σ’ αυτά τα κράτη – έθνη περιλαμβάνονται οι Μακεδόνες, οι Θεσσαλοί, οι Φωκείς, οι Λοκροί, Οι Αιτωλοί, οι Ακαρνάνες, οι Αχαιοί και οι Αρκάδες. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε ορισμένα έθνη ο αρχαίκός χαρακτήρας άρχισε να αμβλύνεται λόγω της αναπτύξεως, στο εσωτερικό του έθνους, πόλεων οι οποίες ανεξαρτητοποιούνται και ακολουθούν ανεξάρτητη πολιτική ζώη. Είναι η περίπτωση λ.χ. της Τεγέας και της Μαντινείας στην Αρκαδία ή των μικροσκοπικών πόλεων Οιάνθεια και Χάλειον στη Λοκρίδα. Είναι ακόμα δυνατόν να υπάρξει μια ένταση στις σχέσεις ανάμεσα στο ενωτικό έθνος και στις αυτονομιστικές πόλεις, όπως συνέβη στην Θεσσαλία κατά την κλασική περίοδο. Μια ιδιαίτερη περίπτωση όπου βλέπουμε να εξαλείφεται η αρχική ενότητα του έθνους από την ανάπτυξη, μέσα σ’ αυτό, ανεξάρτητων πόλεων, είναι η Βοιωτία. Κατά τους κλασικούς χρόνους, οι Βοιωτοί διαιρούνται σε πολλές αυτόνομες πόλεις. Υπάρχει μεν ένα Βοιωτικό ομοσπονδιακό κράτος[4], αλλά αν κοιτάξει κανείς από κοντά αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για μια κατά κάποιο τρόπο καλυμμένη Θηβαϊκή κυριαρχία. Η ενότητα των Βοιωτών δεν είναι παρά πλασματική και έχει επιβληθεί από την ισχυρότερη των πόλεων. Στην Βοιωτία, το έθνος παραχώρησε την θέση του στις πόλεις, ενώ σε άλλα μέρη η διάσπαση έχει πιο περιορισμένη έκταση.

Παρόλο που τα κράτη – έθνη καταλάμβαναν ένα σημαντικό τμήμα της Ελλάδας, μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., ο ρόλος που διαδραμάτισαν στην ελληνική ιστορία υπήρξε περιορισμένος. Με εξαίρεση τους Λοκρούς και τους Αχαιούς, τα κράτη αυτά δεν μετέχουν στην αποικιακή κίνηση της αρχαϊκής περιόδου (8ος-7ος π.Χ. αι.) και η προσφορά τους στην ιστορία και στον πολιτισμό της κλασικής περιόδου είναι ισχνή. Για έναν Έλληνα του 5ου αιώνα, πρόκειται για καθυστερημένες περιοχές του ελληνικού κόσμου, όπου διατηρούνται ακόμα οι αρχαϊκοί τρόποι διαβίωσης και όπου η κοινωνική και οικονομική ζωή βρίσκονται ακόμα σε ένα στάδιο πρωτόγονο. Οι θεωρητικοί της πολιτικής δεν θα λάβουν τα κράτη – έθνη, κατά κανόνα, καθόλου υπόψη τους στην αναζήτηση του ιδανικού κράτους, το οποίο κατ’ αυτούς πρέπει να έχει την πολιτειακή μορφή μιας πόλης.

Όμως τον 4ο αιώνα, ορισμένα από τα κράτη – έθνη, τα οποία μέχρι εκείνη την στιγμή δεν έπαιξαν παρά ένα ρόλο ιδιαίτερα περιορισμένο στην ιστορία του ελλαδικού χώρου, θα πάρουν την πολιτική σκυτάλη από τις σημαντικότερες πόλεις που πνέουν τα λοίσθια. Το επόμενο αιώνα (3ο αιώνα π.Χ.), έθνη όπως οι Αιτωλοί και οι Αχαιοί οι οποίοι θα σχηματίσουν ομοσπονδιακά κράτη[5] και κυρίως οι Μακεδόνες, οι οποίοι διατήρησαν από παρωχημένες εποχές τον θεσμό της κληρονομικής μοναρχίας[6], θα αναλάβουν τον πρώτο ρόλο στο πολιτικό προσκήνιο.

Πίσω από τις δύο αυτές εκ διαμέτρου αντίθετες μορφές κράτους (έθνος – πόλις) βρίσκεται μια ποικιλία πολιτειακών σχημάτων τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους σε λεπτομέρειες. Παρόλα αυτά όμως είναι προτιμότερο να υιοθετήσουμε τη γενίκευση δεδομένου ότι στις δύο αυτές μορφές, έθνος – πόλις, περιλαμβάνονται τα ουσιώδη στοιχεία όλων των ελληνικών κρατών.


[1] Πλάτων, Κριτίας, 110b. Πολυδεύκης, VIII, 3.
[2] Πλάτων, Νόμοι, VII, 446 d.
[3] M. Austin – P. Vidal-Naquet, Economies et societes, σελ. 92 επ.
[4] Για τις αρχαίες συμπολιτείες και τα κοινά, βλ. J.A.O. Larsen, Greek Federal States, their Institutions and History, 1968, σελ. 16 επ. J. Triantaplyllopoulos, Rechtsdenken, σελ. 38, 141.
[5] Larsen, οπ. Παρ., σελ. 78 επ. A. Aymard, Les Assemblees de la confederation achaienne, 1938. Του ίδιου, Les premiers rapports de Rome et la confederation achaienne, 1938. R. Flaceliere, Les Aitoliens a Delphes, 1937.
[6] N.G.L. Hammond – G. T. Griffith, A History of Macedonia II, 550-336 B.C., 1979.