Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Φιλοσοφία

Ο "σταματητής του κόσμου"
Παρμενίδης*

Ο συνειδητός αντίποδας του Ηράκλειτου είναι ο Ελεάτης Παρμενίδης (540-470)[1], άνθρωπος από αρχοντικό και πλούσιο σπίτι, που έδωσε στην πατρίδα του ένα εξαίρετο σύνταγμα. Ένας Πυθαγόρειος όμως, ο Αμεινίας, που ο Παρμενίδης κ’ ύστερα από τον θάνατό του εξακολουθούσε να τιμά, τον έπεισε ν’ αλλάξει την ταραχή της πολιτικής με την αποτραβηγμένη ζωή της φιλοσοφικής έρευνας. Τις λίγες επιστημονικές γνώσεις που βρίσκομε στον Παρμενίδη, λ.χ. πως ο αυγερινός είναι ο ίδιος με τον αποσπερίτη, πως το φεγγάρι το φως του το παίρνει από τον ήλιο και πως η γη είναι σφαιρική[2], μπορεί να τις χρωστάει στη σχέση του με τους Πυθαγόρειους. Αργότερα ακολούθησε τον Ξενοφάνη και, όπως εκείνος, έκθεσε τη διδασκαλία του σ’ ένα ποίημα. Το έργο αρχίζει μ’ ένα φανταστικό ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα στη «θεά», που του αποκαλύπτει την αλάθευτη αλήθεια και τις πλανερές δοξασίες των ανθρώπων. Γι αυτό το ποίημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο πραγματεύεται την αλήθεια, το δεύτερο τη δόξα. Την κύρια αφορμή να προβάλει στο κοινό με τη θεωρία του φαίνεται πως του έδωκε το σύγγραμμα του Ηράκλειτου, που του ρίχνεται με βαριά λόγια, όπως είναι εύκολο ν’ αποδειχτεί (απ. 6, 8 κ.)[3]. Ο Παρμενίδης ξεκινάει από την έννοια ον σε αντίθεση με το μη ον. Λέγοντας όμως ον δεν εννοεί το αφηρημένο καθαρό ον παρά το «γεμάτο», την ύλη που γεμίζει το χώρο χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό, ενώ με το μη ον εννοεί (όπως ήδη το είχαν παραδεχτεί οι Πυθαγόρειοι) τον άδειο χώρο[4]. «Μόνο το ον υπάρχει, το μη ον δεν υπάρχει ούτε μπορούμε να το σκεφτούμε» (απ. 4. 6, 1 κ.) – από τη βασική αυτή ιδέα βγάζει όλους τους προσδιορισμούς του για το ον. Το ον ούτε αρχή ούτε τέλος μπορεί να έχει, γιατί δεν μπορεί να γίνει από το μη ον ούτε να καταντήσει μη ον, ποτέ δεν έγινε, ποτέ δεν θα γίνει, παρά είναι αδιαίρετο τωρινό (νυν έστι ομού παν εν ξυνεχές, απ. 8, 5 κ.). Είναι αδιαίρετο, γιατί είναι αυτό που είναι, παντού ολόιδιο και δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να το κομματιάσει. Είναι ακίνητο κι αμετάβλητο, παντού το ίδιο με τον εαυτό του, όμοιο με καλοστρογγυλεμένη σφαίρα, απλωμένο από το κέντρο συμμετρικά σε όλες τις μεριές. Μα κ’ η νόηση (το νοείν) δεν διαφέρει από το ον, γιατί είναι μονάχα νόηση του όντος (απ. 8, 34 κκ.). Γι αυτό μόνο εκείνη η γνώση έχει αλήθεια, που μας δείχνει σε όλα αυτό το ένα, το αμετάβλητο ον, δηλαδή μόνο το λογικό (λόγος). Οι αισθήσεις αντίθετα, που μας εμφανίζουν την πολλαπλότητα, τη γένεση, τη φθορά και μεταβολή, άρα μιαν ύπαρξη του μη όντος, είναι η πηγή κάθε πλάνης.

Ο Ηράκλειτος κι ο Παρμενίδης δυσπιστούν κ’ οι δυο σε ότι μας παρουσιάζουν οι αισθήσεις και το διόρθωναν με τη νόηση, με αντίθετο όμως τρόπο. Ο Ηράκλειτος φρονούσε πως οι αισθήσεις είναι απατηλές, γιατί παρουσιάζουν ένα σταθερό είναι, ενώ ο ίδιος πίσω απ’ αυτό έβλεπε σαν πραγματικότητα την αιώνια μεταβαλλόμενη ουσία της φωτιάς, ο Παρμενίδης αντίστροφα την πλάνη των αισθήσεων τη βλέπει ίσα, ίσα στη φαινομενική αλλαγή και φθορά, ενώ πίσω απ’ αυτήν ξεχωρίζει το αμετάβλητο είναι. Η αντίθεσή τους αυτή καθρεφτίζεται και στην αντίστοιχη με την αρχαϊκή τους διανόηση φιλοσοφία της γλώσσας: για τον Ηράκλειτο οι λέξεις σαν χαρακτηρισμοί των όντων εκφράζουν την ουσία τους κ’ είναι γι αυτό αναγκαίες από τη φύση (φύσει), για τον Παρμενίδη είναι αυθαίρετες ονομασίες (ονόματα) και γι αυτό συμβατικές (νόμω).

Η αλύγιστη κι άδεια έννοια του όντος, όπως την αντιλήφτηκε ο Παρμενίδης, δείχνει που φέρνει μια καθαρά λογική κατασκευή, που παραγνωρίζει κάθε δικαίωμα της εποπτείας και της εμπειρίας, και δεν έχουν άδικο ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης που τους Ελεάτες τους ονόμασαν «σταματητές του κόσμου» (στασιώται του όλου) κ’ ερευνητές του αφύσικου (αφύσικοι)[5].


[1] Όσο κι αν δεν ξέρομε τη χρονιά που πέθανε ο Παρμενίδης, είναι όμως αδύνατο να συναντήθηκε στα γεράματά του με το νέο Σωκράτη, όπως το παρουσιάζει ο Πλάτων (Παρμ, 127 Α Θεαίτ. 183 Ε. Σοφ. 217 C).
[2] Μπορούσε όμως αυτό να προέλθει από καμιά παρανόηση, την έκφραση δηλαδή του Θεόφραστου στογγύλη να την πήραν στην έννοια του «σφαιροειδής», κάτι πολύ εύκολο, αφού ο Παρμενίδης πραγματικά παρομοίαζε όχι βέβαια τη γη παρά το ον με σφαίρα (απ. 8, 43), που οι Πυθαγόρειοι την είχαν για το τελειότερο σώμα. Πρβ. E. Frank, Platon u. d. sog. Pyth. Σ. 198 κκ.
[3] Πρβ. Ηράκλειτος απ. 49 a, 51, Αυτό το είδε πρώτος ο I. Bernays, Heraklitea (1848. Ges. Abh.I 1 κκ.). Άδικα διαμφισβητεί το πράγμα ο Zellers (ΦΕΙ 925 κκ. Πρβ. 684, 1).
[4] Εκείνοι το έλεγαν άπειρο (σ. 44). Πρβ. ΠΛ., Θεαίτ. 180Ε. Φιλ Ελ. Ι 187 κκ κκ. 543 κκ.
[5] Θεαίτ. 181 Α. Αριστοτέλης στο Σεξτ, Εμπ. Προς μαθημ. Χ 46.
*Τσέλλερ - Νεστλέ, "Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας", κ. ΙΙΙ, σ. 61 επ., Εστία, Αθήνα 1980.