Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Ημερολόγια

μεγάλες προσδοκίες[i]

Μια μεγάλη αγκαλιά γης κρατούσε σφιχτά όλο το στόλο μας σημαιοστολισμένο. Θωρηκτά, το «Λήμνος», το «Αβέρωφ». Αντιτορπιλικά αμέτρητα. Ατμάκατοι βολίδες από το ένα καράβι στο άλλο. Μια θάλασσα πυκνοκατοικημένη όσο και η στεριά.

Οι ελληνικές σημαίες, η μια πάνω στην άλλη στα σπίτια και στα πλοία. Πού βρέθηκαν τόσες σημαίες; Από χρόνια ο καθένας θα είχε μια κασέλα γεμάτη, περιμένοντας τούτη τη μέρα. Το γαλάζιο θόλωνε τη ματιά μου.

Η χαρά της λύτρωσης έφτανε στο παραλήρημα, στον παραλογισμό. Έπαιρνε τις μορφές του έρωτα, του γέλιου, του παιχνιδιού. Στην προκυμαία βραδυπορούσαν οι όμορφες κοπέλες. Τα μάτια τους σπίθιζαν γελαστά. Όλες ήταν ερωτευμένες με αξιωματικούς. Δεν καταλάβαινα, αγαπούσαν τον άντρα ή την ελληνική στολή;

Μέσα στο κύτταρό μας ξεσπούσε η καταπίεση, η σκλαβιά γονιών, πάππων, προπάππων. Ο βραχνάς είχε φύγει. Αναπνέαμε ελεύθερα. Αγκαλιάζαμε σφιχτά το παρόν με όλη τη μνήμη, με όλη την ελπίδα.


Στις παραμονές του πολέμου εργάτες, σκάβοντας τ’ αμπέλια της μάνας, την είχανε ανακαλύψει. Κι’ εκείνη, πριν εγκαταλείψει τη Σκάλα, μόλις πρόφτασε να τυλίξει τα κομμάτια της και να τα φυλάξει στην κρυψώνα της αποθήκης.

Ο Γεώργιος Οικονόμος ο αρχαιολόγος επρόκειτο ν’ αναλάβει τις ανασκαφές στις Κλαζομενές. Στην ενδοχώρα και στο νησί του Αναξαγόρα. Έλαμψε ολόκληρος όταν την είδε και άρχισε να τη συναρμολογεί.
- Είναι πολύ σπάνιο κομμάτι, είπε, μόνο στο βρετανικό μουσείο υπάρχει μια όμοιά της.
Ήταν τέλεια διατηρημένη. Ζωηρές παραστάσεις από μάχες Ελλήνων και Κιμμερίων καλύπτανε την επιφάνεια. Η μητέρα που είχε πολύ βασανιστεί όλ’ αυτά τα χρόνια με την ευθύνη της διαφύλαξής της, παρακάλεσε να παραδοθεί το ταχύτερο στο μουσείο των Αθηνών. Και ο Γ. Οικονόμος με μεγάλη προσοχή ανάλαβε τη μεταφορά της. Την παράδωσε στην ελληνικήν Αρμοστεία στη Σμύρνη. Ο αρμοστής είχε υποσχεθεί πως το ταχύτερο θα σταλεί στην Αθήνα. Γιατί δεν το έκανε; Πού να βρίσκεται τώρα; Μοίρα των πραγμάτων, όπως και των ανθρώπων, που ματαιώνει τη μύχια φροντίδα μας
...
Ο πατέρας είχε πέσει σε μεγάλη συλλογή. Η αγωνία του για τις εκλογές του Νοέμβρη ήταν φανερή. Ανεβοκατέβαινε αμίλητος στο γραφείο του ή μονολογούσε. «Αν χάσει ο Βενιζέλος μια τέτοια στιγμή θα βουλιάξουμε. Ίσως θα πρέπει με κάθε τρόπο ν’ αποφύγουμε την αναμέτρηση…». Έπειτα πάλι ένα κύμα αισιοδοξίας τον συνέπαιρνε. Έλεγε στη μάνα:
- Είναι τόσα να γίνουν μετά τις εκλογές να κατοχυρώσουμε τα σύνορα, να επιτύχουμε σοβαρές εγγυήσεις από τους μεγάλους.
Το Νοέμβρη του 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές.

Στο σπίτι των Αθηνών τα νέα δεν ήταν ρόδινα. Η μάνα ήταν άρρωστη και πολύ στενοχωρημένη. Ήθελε να πουλήσει το ταχύτερο τα κτήματά της στην Ιωνία, να πάει στη Σμύρνη. Ο πατέρας, ήταν βέβαιος πια για την επερχόμενη σκλαβιά. Μετά την πτώση του Βενιζέλου κύμα απαισιοδοξίας είχε σκεπάσει τον κόσμο. Η ξένη προπαγάνδα έβραζε. Αγόραζε όσους πουλιούνταν.

«Αποικίες θα κάνουμε στη Μικρασία;» έλεγαν μερικές αντίθετες εφημερίδες. Και δημιουργούσαν ένα διάχυτο πνεύμα ηττοπάθειας.
…Η πολιτική κατάσταση ήταν ακατανόητη. Η εκστρατεία προς τον Σαγγάριο παρατεινόταν. Είχαμε βαριές απώλειες. Ο ανεφοδιασμός ήταν δύσκολος. ο Έλληνας στρατιώτης προχωρούσε εξαντλημένος, πειναλέος, σχεδόν ξυπόλητος. Θυμούνται ακόμη εκείνοι που πολέμησαν, το ίδιο πάντα συσσίτιο, μακαρόνι με βαμβακέλαιο. Μα πριν απ’ όλα τη διάβρωση της ψυχής τους.

Έντυπα κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους για το άσκοπο του πολέμου. Οι κυβερνητικές εφημερίδες στην Αθήνα, σε κύρια άρθρα καλλιεργούσανε το πνεύμα της ηττοπάθειας. Πώς ν’ ανθέξουν αυτά τα νέα παιδιά, χαμένα στα βάθη της Ανατολής, μια θυσία που πίστευαν παράλογη;

Τα νέα από το μέτωπο δεν ήταν καλά. Στις 26 Αυγούστου έγινε η μεγάλη επίθεση του Κεμάλ. Οι ελληνικές γραμμές είχαν σπάσει. Οι στρατιώτες μας υποχωρούσαν. Κανείς μας όμως δεν σκέφτηκε πως η ίδια η Σμύρνη κινδύνευε, πως οι ήσυχοι κάτοικοί της, θάπρεπε κι’ αυτοί να εξοντωθούνε. Τόσους αιώνες καλά κακά, είχαν συζήσει με τους Τούρκους.

Είχαν ελπίδες. Ο Nourredine, ο στρατιωτικός διοικητής της Σμύρνης, εγγυήθηκε για τη ζωή των κατοίκων. Ζήτησε μάλιστα να διαλυθούν οι προξενικές φρουρές.

Εκείνη την ώρα ήταν η εθνική απελπισία που μας εκμηδένιζε. Παραδίναμε την ελληνική γη. Είμαστε οι φυγάδες. Η Ελλάδα μαζεύτηκε, μαζεύτηκε, ρυτίδιασε. Ο καλπασμός προς το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, το καθημερινό ξεκίνημα για μια μεγάλη πατρίδα είχαν χαθεί. Από τα βαπόρια του γυρισμού ακούγονταν βουβοί γδούποι στη θάλασσα. Ήταν οι αξιωματικοί μας που έπεφταν και πνίγονταν. Δεν άντεχαν στην ντροπή.

Μα πάνω κι’ από τα έθνη, ο άνθρωπος στο σταυρό του. Τώρα ακούαμε εκείνες τις ειδήσεις της φρίκης. Εισβάλανε οι Τούρκοι στην πολιτεία. Τί ήταν αυτό το ανήκουστο κακό! Φριχτός θάνατος σ’ όποιον χριστιανό. Άταφοι οι σκοτωμένοι γέμιζαν τους δρόμους. Τ’ αγόρια αιχμάλωτοι, κολώνες πορείας προς το εσωτερικό. Οι κοπέλες βιασμένες, σφαγμένες. Συνοικίες ολόκληρες απλησίαστες από τη βαριά μυρωδιά της σήψης. Και ο Άγιος Δεσπότης Χρυσόστομος, που δεν θέλησε να χωριστεί τους πιστούς του, κομματιάστηκε από τ’ άγρια στίφη … Και το Δεσπότη Γρηγόριο στις Κυδωνίες τον θάψανε ζωντανό.

Δεν το χωρεί ο νους του ανθρώπου. Όλα αυτά τα τερατώδη γίνονταν μπροστά στα χριστιανικά πληρτώματα, μπροστά στους στόλους της Ευρώπης.

«Ευτυχισμένος όποιος δεν γεννήθηκε στην γενιά μας», θα πει ο χρονικογράφος Φρατζής αναλογιζόμενος την άλωση της Βασιλεύουσας. Ευτυχισμένος όποιος δεν γεννήθηκε στην γενιά μας, θα λέγαμε, σαν μας σφίγγουν οι λογισμοί, της ώρας εκείνης. Σηκώσαμε κι’ εμείς την μοίρα της τραγωδίας μας της ιστορικής.

Η Σμύρνη παραδομένη στις φλόγες. Οι χριστιανοί πέφτανε στη θάλασσα να σωθούν. Κρύβονταν στα νεκροταφεία. Οι σκελετοί συντρόφευαν τα παιδιά να μην κλάψουν.
Αλήθευαν τα λόγια της Αποκάλυψης.
Καράβια κι’ άλλα καράβια φτάνανε στον Πειραιά γεμάτα κορμιά εξουθενωμένα. Οι ψυχές τους είχαν μείνει στην αγκαλιά της ζεστής Ιωνικής γης.
Στα πεζοδρόμια της Αθήνας φτωχές και πλούσιες οικογένειες καθόντανε σε κανένα στρωμένο πανωφόρι. Τα μικρά εξαντλημένα κοιμόντανε στην πέτρα.

Βουλιάζαμε σε μιαν ανεπανάληπτη βαρβαρότητα. Θα γεννιούνται άνθρωποι και θα δασκαλεύονται τα γράμματα και θα μεταχειρίζονται και θα εξευτελίζουν τα λόγια. Μα ποιοι θα πολεμήσουν το τιτάνιο θεριό της αδικίας; Όσο αυτό υπάρχει, η ανθρωπότης θα σκοτώνει το πνεύμα. Μα γιατί δεν γκρεμίζεται ο κόσμος να λήξει επιτέλους αυτό το πρόβλημα; …

[i] από το βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου, «ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης», Εστία 1973.