Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Ανθολόγιο

Αμαζόνες[1]

Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Αμαζόνες ήταν λαός φιλοπόλεμων γυναικών που είχαν εγκατασταθεί στις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Στο κράτος τους δεν υπήρχαν άντρες και διοικούνταν από μια βασίλισσα. Μάχονταν έφιππες συνήθως κι έρχονταν σε επαφή με τους γείτονές των Γαργαρείς επί δύο μήνες το χρόνο για να τεκνοποιήσουν. Σ’ αυτούς παρέδιδαν τ’ αγόρια, ενώ οι ίδιες κρατούσαν τα κορίτσια.

Στα χρόνια του Τρωικού Πολέμου οι Έλληνες πολέμησαν με μερικές από αυτές και τις νίκησαν. Ύστερα από αυτό έβαλαν σε τρία καράβια όσες από τις Αμαζόνες μπόρεσαν να πιάσουν, αλλά όταν ξανοίχτηκαν στο πέλαγος, αυτές επιτέθηκαν και τους σκότωσαν όλους. Έλα όμως που δεν ήξεραν κατά πού ν’ αρμενίσουν ! Γιατί βέβαια, δεν είχαν ιδέα από ναυτική τέχνη. Έτσι άφησαν τα τρία πλοία να τα παρασύρει ο άνεμος όπου ήθελε. Η καλή τους τύχη τις έβγαλε τελικά κοντά στη χώρα των ελευθέρων Σκυθών. Εκεί καβαλίκεψαν τα πρώτα άλογα που βρήκαν μπροστά τους κι άρχισαν να λεηλατούν την περιοχή.

Οι Σκύθες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν από πού φάνηκαν οι φοβεροί αυτοί πολεμιστές. Όταν όμως ύστερα από μια μάχη έπεσαν στα χέρια τους τα πρώτα πτώματα των Αμαζόνων, διαπίστωσαν πως είχαν να κάνουν με γυναίκες. Αποφάσισαν τότε να στείλουν στις Αμαζόνες τα πιο ωραία παλικάρια τους με την εντολή να φροντίσουν να βρίσκονται κοντά τους χωρίς ποτέ να τις χτυπούν.

Όταν λοιπόν οι Αμαζόνες σιγουρεύτηκαν ότι κανένα κίνδυνο δεν διέτρεχαν, σταμάτησαν τις επιθέσεις. Έτσι μέρα μα τη μέρα το ένα στρατόπεδο πλησίαζε το άλλο όλο και περισσότερο. Ώσπου έγινε η καλή αρχή με τον πρώτο Σκύθη που κατόρθωσε να πλησιάσει και να ερωτευθεί με μια από τις Αμαζόνες.

Στη συνέχεια με νοήματα συνεννοήθηκαν να ξαναβρεθούν και την άλλη και την άλλη μεταφέροντας μαζί κι από ένα καινούριο πρόσωπο ο ένας και η άλλη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σε λίγες μέρες όλοι οι Σκύθες ερωτεύτηκαν τις Αμαζόνες.

Από τότε ένωσαν τα στρατόπεδά τους και κατοικούσαν μαζί έχοντας ο καθένας τη γυναίκα του που έγινε δική του για πρώτη φορά. Οι άντρες όμως δεν μπορούσαν να μάθουν τη γλώσσα των γυναικών, ενώ εκείνες έμαθαν γρήγορα τη γλώσσα των ανδρών.

Τότε είπαν οι Σκύθες στις Αμαζόνες :
- Εμείς έχουμε γονείς και κτήματα που μας περιμένουν[2]. Ελάτε λοιπόν μαζί μας κι εσείς θα είστε οι νόμιμες γυναίκες μας.
Και οι Αμαζόνες απάντησαν :
- Εμείς δεν μπορούμε να συγκατοικήσουμε με τις γυναίκες σας[3]. Ούτε ξέρουμε άλλη τέχνη από το κυνήγι, την ιππασία και το τόξευμα. Πηγαίνετε στην πατρίδα σας, αν θέλετε, πάρτε το μερίδιο που σας ανήκει κι αν μας αγαπάτε, ελάτε πάλι να ζήσουμε μαζί.
Πείστηκαν οι νεαροί Σκύθες κι έπραξαν όπως τους συμβούλεψαν οι Αμαζόνες. Όταν όμως γύρισαν, οι Αμαζόνες είχαν γι’ αυτούς καινούριες, πιο οδυνηρές προτάσεις.
- Εμείς, είπαν, φοβόμαστε να ζήσουμε σ’ αυτόν τον τόπο, γιατί τον έχουμε βλάψει πολύ. Ελάτε, αν θέλετε, μαζί μας και πάμε να κατοικήσουμε μακριά από ‘δω.

Ερωτευμένοι τρελά μαζί τους οι νέοι, ακολούθησαν τις Αμαζόνες κι αφού πέρασαν τον Τάναϊ ποταμό, βάδισαν ανατολικά επί τρεις μέρες κι εγκαταστάθηκαν εκεί, όπου στα χρόνια του Ηροδότου κατοικούσε ο λαός των Σαυροματών.

[Ηροδότου Ιστορία, Δ, 110-116]

[1] Ευαγγέλου Μιλλεούνη, «Ιστορίες από την Ιστορία», σελ. 41-42, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.
[2] «Ημίν εισι μεν τοκέες, εισί δε κτήσεις. Νυν ων μηκέτι πλεύνα χρόνον ζόην τοιήνδε έχωμεν…» (παράγρ. 114)
[3] «Ημείς ουκ αν δυναίμεθα οικέειν μετά των υμετέρων γυναικών» (παράγρ. 114).