Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Περιηγητές

η Ήπειρος και η Θεσσαλία στην ύστερη περίοδο της Τουρκοκρατίας[1]

Ο Άγγλος γιατρός Henry Holland (κατοπινός γιατρός του βασιλικού συζύγου Αλβέρτου και της ίδιας της Βικτωρίας) σε ηλικία 24 ετών το 1812, θα περιηγηθεί τον ελληνικό χώρο και θα δώσει ενδιαφέρουσες πληροφορίες που καλύπτουν πολλές πτυχές του λαϊκού βίου. Προσφέροντας τις ιατρικές του υπηρεσίες στον Αλή πασά και το γιο του Βελή, εξασφαλίζει την εύνοιά τους και διασχίζει την κεντρική και νότια Ελλάδα δίνοντας στοιχεία για κοινωνική και πνευματική ζωή του τόπου. Στην Κεφαλονιά θα χαρακτηρίσει τους κατοίκους της εφευρετικούς, γρήγορους στις αποφάσεις, επιδέξιους και τολμηρούς … Οι παπάδες προέρχονταν συνήθως από τις κατώτερες τάξεις. Πολέμησαν με φανατισμό την εισαγωγή της πατατοκαλλιέργειας λέγοντας στους χωριάτες ότι η πατάτα ήταν το μήλο που πρόσφερε ο όφις στην Εύα με αποτέλεσμα την εκδίωξη των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο … Στην Άρτα ο περιηγητής σημειώνει τις εξαγωγές: στάρια, ξυλεία, λάδι, καπνά, μαλλιά. Καθοδόν προς Γιάννενα συνειδητοποιεί την πύκνωση των εμπορικών συναλλαγών. Συναντά αλογομούλαρα ενωμένα με σχοινιά ανά πέντε να κατηφορίζουν προς τη θάλασσα φορτωμένα με προϊόντα, ενώ άλλα ανηφόριζαν φορτωμένα με μαλτέζικα εμπορεύματα. Στην πορεία συναντούσαν κοπάδια από χιλιάδες πρόβατα που ακολουθούνταν από αγριωπούς τσοπάνηδες πρωτόγονους στη φορεσιά, απελέκητους στη συμπεριφορά. Στρατιώτες του Αλή οδοιπορούσαν με τα τουφέκια παράλληλα στους ώμους και χατζάρια στο ζουνάρι, με την κουκούλα της χοντροκαπότας στο κεφάλι. …

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα Γιάννενα. Το γιαννιώτικο παζάρι απλωνόταν σε δέκα δώδεκα στενά και σκοτεινά σοκάκια. Τα μαγαζιά ήταν ξύλινες παράγκες και κάθε δρόμος είχε τα δικά του εμπορεύματα: γούνες, διακοσμητικά αντικείμενα, φορεσιές, μπαμπακερά, καπνά, τσιμπούκια και μαρκούτσια κεχριμπαρένια, δέρματα και παπούτσια. Μετά το ηλιοβασίλεμα οι δρόμοι φωτίζονταν με φανάρια. Ο νεαρός Holland εντυπωσιάζεται με το πυκνό εσωτερικό εμπορικό δίκτυο και τις ανταποκρίσεις του εξωτερικού. Αναφέρεται στην περίπτωση τριών αδελφών που εμπορεύονταν έχοντας εγκατασταθεί στη Μόσχα, στην Πόλη και στη Γερμανία συνεργαζόμενοι στενά με τον τέταρτο αδελφό τους που παρέμενε στα Γιάννενα. Οι σχέσεις με τη Γερμανία και τη Ρωσία ήταν συνεχείς και άμεσες ή πραγματοποιούνταν μέσω άλλων κέντρων[2]. Οι Γιαννιώτες, ταξιδεμένοι και με ανοιχτό μυαλό, είχαν υιοθετήσει ευρωπαϊκές συνήθειες και μιλούσαν ξένες γλώσσες. Η πόλη τους είχε αναδειχθεί σε κέντρο βιβλιαγοράς. Έντυπα που τυπώνονταν στη Βιέννη, τη Λειψία, τη Βενετία και τη Μόσχα, συγκεντρώνονταν στα Γιάννενα και στη συνέχεια διοχετεύονταν σε όλη την Ελλάδα.

Καθημερινές στιγμές στο σπίτι του άρχοντα Μάτζιου, όπου φιλοξενήθηκε ο περιηγητής, έχουν την δική τους σημασία αφού αποκαλύπτουν μικρές λεπτομέρειες που ανασυνθέτουν το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο παίζουν τον δικό τους ρόλο η γυναίκα και ο άντρας. Το ημερήσιο πρόγραμμα επαναλαμβανόταν σχεδόν χωρίς αλλαγές: πρωϊνό γύρω στις οκτώ με καφέ που συνοδευόταν από δίσκο με γλυκά. Ο αφέντης, με εισοδήματα από κτηματική περιουσία, περνούσε το πρωϊνό του καπνίζοντας με επισκέπτες. Η γυναίκα βρισκόταν σε κίνηση όλη μέρα, είχε την έννοια του νοικοκυριού, ύφαινε, κεντούσε. Το γεύμα σερβιριζόταν μεταξύ δώδεκα και μία. Μετά το νίψιμο κάθονταν γύρω από το σοφρά και Αρβανίτης με την εθνική του φορεσιά έφερνε τα φαγητά που ήταν συνήθως δέκα ή δώδεκα. Αποκαλυπτικές οι ειδήσεις που σχετίζονται με τις διατροφικές συνήθειες: Πρώτο πιάτο ριζόσουπα με λεμόνι. Ακολουθούσαν αρνί βραστό, αρνί με σπανάκι ή κρεμμύδια και πλούσιες σάλτσες, γιουβαρλάκια, κρέας μαγειρεμένο μα λαχανικά, ένα άλλο τούρκικο φαγητό που έμοιαζε με πλατιά επίπεδη πίττα, μια πλούσια και λιπαρή ζύμη παραγεμισμένη με αυγά, χορταρικά και κομματάκια κρέας, αρνί ψητό με σταφίδες και μύγδαλα, βραστό ρύζι με λάδι, ομελέττα, τηγανίτες με αλεύρι και μέλι και γλυκό από αλεύρι, καφέ και αυγά. Το γεύμα τελείωνε με σταφύλια, σταφίδες και κάστανα. Όλοι έτρωγαν από την ίδια πιατέλα. Μετά από το γεύμα επαναλαμβανόταν το νίψιμο των χεριών και οι άντρες προχωρούσαν στο λικέρ, στον καφέ και στο τσιμπούκι. Η αμφίεση των Ελλήνων, γράφει ο περιηγητής δεν διέφερε από την τουρκική. Οι άντρες συνήθιζαν να ξουρίζουν ολότελα του μπροστινό τμήμα του κεφαλιού και φορούσαν καλπάκι, ψηλό άσπρο καπέλλο από φέλπα, χωρίς γύρο, σκεπασμένο μερικές φορές μ’ ένα τετράγωνο μάλλινο ύφασμα. Ρούχα κάθε χρωματισμού εκτός από το πράσινο. Οι Γιαννιώτισσες χτένιζαν τα μαλλιά τους σε μακριές πλεξίδες ή τα έρριχναν πίσω κυματιστά και τα έβαφαν, από νεαρή ακόμη ηλικία, με μια φυτική ουσία που ερχόταν από την Αφρική και πουλιόταν στα μαγαζιά. Το χρώμα που έδινε η σκόνη ήταν χρυσαφί. Ένα κοριτσάκι μόλις 10 χρονών είχε βαμμένες πλεξίδες που έπεφταν στους ώμους και στη ράχη του … Όταν παντρευτούν οι Γιαννιώτισσες αλλάζουν βαφή, προτιμούν το μαύρο βαθύ. Στα μαλλιά πρόσθεταν διάφορα στολίδια: μαργαριτάρια, χρυσοσύρματα, χρυσά και ασημένια νομίσματα. Στους γάμους και στα πανηγύρια … φκιασιδωνονταν με τόση υπερβολή που έφταναν στην κακογουστιά.

Οι περιηγητές οδεύοντας προς τη Θεσσαλία παρατηρούν φάλαγγες από αλογομούλαρα[3] φορτωμένα διάφορα προϊόντα, όπως στάρια, μπαμπάκια και μάλλινα χοντρόσκουτα. Στον κάμπο των Τρικάλων βλέπουν μουριές φυτεμένες σε κανονικές αποστάσεις που ποτίζονταν, ενδεικτικό σημάδι ακμής της μεταξοβιοτεχνίας. Το θεσσαλικό μετάξι, λόγω καλής ποιότητας έπιανε μεγάλες τιμές: 30 – 40 πιάστρα την οκά. Οι χωριάτες όργωναν τα χωράφια με βόδια και βουβάλια. Στα Τρίκαλα θα καταλύσει ο περιηγητής στο σπίτι του Έλληνα προεστού, όπου θα παρατηρήσει με έκπληξη ότι στη βιβλιοθήκη υπήρχαν εκδόσεις με αρχαίους και σύγχρονους συγγραφείς. Προσέχει τη φορεσιά της γυναίκας του προεστού: κάτω από τη γούνα φορούσε κοντογούνι με πυκνές χρυσές δαντέλλες και ζώνη που έσφιγγε με δύο συμπαγείς ασημένιους τοκάδες. Από το λαιμό της κρέμονταν περιδέραιο από χρυσά νομίσματα. Στο κεφάλι φορούσε μια σκούφια σκεπασμένη με χρυσά νομίσματα και μαργαριτάρια. Μόλις μπήκε στην κάμαρα φίλησε το χέρι μου και ύστερα το ακούμπησε στο μέτωπό της. Το ίδιο έκανε και όταν έφυγε …

Στη Λάρισα όπου οι περιηγητές γευματίζούν στην αρχιεπισκοπή, ο Holland θα αναφερθεί ονομαστικά στα εδέσματα που τους παρατέθηκαν: σούπα, βραστό πρόβαρο, κοτόπουλα ψητά, αρνί ψητό, πουλερικά με κάστανα, αρνί με σέλινο, ρύζι βραστό με αχλάδια ψητά, αρνί καπαμά, τυρί κατσικίσιο, σταφύλια και ελιές.

Στην περιοχή του Τυρνάβου επισημαίνει και αυτός την άνθηση της υφαντουργίας[4] και τους τόπους υποδοχής του προϊόντος – εκτός της Οθωμανικής Ανατολής – τη Μάλτα, το Λιβόρνο, το Τριέστι και άλλα λιμάνια. Στην ευρύτερη περιοχή του Τυρνάβου λειτουργούσαν βιοτεχνίες κόκκινων μπαμπακονημάτων που εξάγονταν από τον κόλπο της Άρτας[5] στην Ιταλία και στη Γερμανία. Στα Αμπελάκια επισημείνει την άνθηση των νηματοβαφείων, υπολογίζει την ετήσια παραγωγή κοκκινοβαμμένων μπαμπακονημάτων σε 3.000 μπάλες[6] και γράφει πως το σύνολο της παραγωγής μεταφερόταν διά ξηράς στη Γερμανία.

[1] Κατερίνα Κορρέ – Ζωγράφου, «Παραδοσιακή ζωή και τέχνη», σελ. 183-185, Αθήνα 2003.
[2] Γιαννιώτικοι οίκοι είχαν ως επίκεντρο των δραστηριοτήτων τους το Τριέστι και συνεργάζονταν με οίκους της Βιέννης, της Λειψίας κοκ.
[3] σε μια μέρα ο Holland μέτρησε 400.
[4] ετήσια παραγωγή 20-30.000 τόπια με τιμή 6-12 πιάστρα το τόπι.
[5] Αμβρακικό κόλπο
[6] 250 λίτρες η μπάλα

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Χαρτογραφία

περί της χαρτογράφησης του ελληνικού κόσμου στον ύστερο μεσαίωνα[1]

Πολλά περιηγητικά χρονικά, εκτός από τα κείμενα εμπλουτίζονται με χαρακτικά, συνοδεύονται δηλαδή, από εικόνες και χάρτες, απόψεις λιμανιών και πόλεων, σχεδιαγράμματα αρχαιολογικών μνημείων, ανθρώπινες φιγούρες κ.ά. Σταθμό θα αποτελέσει στα τέλη του 15ου αιώνα η έκδοση του Bernard von Breydenbach Peregrinationes in Terram Sanctam με σχέδια και απόψεις πόλεων του Erhard Reuwich, όλων εκτελεσμένων με εξαιρετική προσοχή. Πριν από αυτόν ο Φλωρεντινός μοναχός Christophoro Buondelmonti (1380-1430) υπήρξε ο πρώτος Ευρωπαίος που με βάση το νησί της Ρόδου ερεύνησε τον ελληνικό νησιωτικό χώρο. Το πρωτόγραφο του Buondelmonti (1420) δεν σώθηκε, όμως η γνωστοποίηση του έργου του Liber Insularum Archipelagi οφείλεται σε χειρόγραφα αντίγραφα από τα οποία το παλαιότερο, που χρονολογείται μέσα στο πρώτο τέταρτο του 15ου αιώνα, θα αποτελέσει την πρώτη εμπεριστατομένη προσέγγιση του νησιωτικού χώρου με προεξάρχον ενδιαφέρον το γεωγραφικό και τελικό στόχο τις εμπορικές επικοινωνίες. Το ίδιο παρατηρείται σε άλλα ανάλογα έργα που σχετίζονται με τη χαρτογραφία της εποχής. Η τελευταία στηρίχτηκε σε δύο ξεχωριστούς τύπους χαρτών, τους πορτολάνους και τα Isolaria, χειρόγραφους οδηγούς ναυσιπλοΐας με περιγραφές λιμανιών και νησιών αντίστοιχα, και τους πτολεμαϊκούς λεγόμενους χάρτες. Οι , «πορτολάνοι»παρόμοιοι με τους σημερινούς «πλοηγούς» ή τις «ναυτικές οδηγίες», αποτελούν θαυμάσιες πηγές για τη γνώση της γεωγραφίας και της οικονομικής ζωής της εποχής τους. Οι ιταλικοί πορτολάνοι μάλιστα (13ος – 15ος αιώνας), περιέχουν και πλούσιες τοπωνυμικές πληροφορίες για τα παράλια και τα νησιά από το Ιόνιο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Με πρότυπο τα ιταλικά αυτά κείμενα έχει συνταχθεί ο πασίγνωστος τουρκικός πορτολάνος Το Βιβλίον της Θαλάσσης του Piri – Re’is (1521) για χρήση των Τούρκων ναυτικών, όταν οι Οθωμανοί επεδίωκαν την κυριαρχία επί της Ανατολικής Μεσογείου. Χαρακτηριστική είναι η πλατιά διάδοση του έργου αυτού το οποίο περιελάμβανε, εκτός από τα περιγραφικά κείμενα και τα σχέδια ακτών και νησιών, εισαγωγικές γενικές παρατηρήσεις για τους ναυτικούς χάρτες. Τα «Ιζολάρια» που συνοδεύονται από σχέδια, εγκαινιάστηκαν από τους ουμανιστές της Αναγέννησης του 15ου αιώνα, οι οποίοι, ενδιαφερόμενοι για τη μυθολογία, τα αρχαία μνημεία, αλλά και τη μεσαιωνικής ιστορία, επισκέφθηκαν τα νησιά και έδωσαν πληροφορίες για τη γεωγραφία και τη σύγχρονη κατάστασή τους.

Σωζόμενος πορτολάνος[2] γραμμένος από άγνωστο Έλληνα ναυτικό σε ρέοντα δημοτικό λόγο όχι μόνον αποδεικνύει ότι η λαϊκή γλώσσα είχε ήδη διαμορφωθεί μέσα στον 16ο αιώνα, αλλά, επιπλέον, αποτελεί σπουδαία πηγή πληροφοριών για την ιστορία της γεωγραφίας και τους ναυτικούς εμπορικούς δρόμους μέσα στην πρώιμη μεταβυζαντινή περίοδο[3]:

Ουδείς άνθρωπος εγεννήθηκε ποτέ να ηξεύρη όλα τα πράγματα από την κοιλιά της μάνας του. Αμή απόλιγο απόλιγο αναθρεύοντας κατά την τέχνην οπού θέλει καθείς να μάθη και κατά το δεκτικό του νου οπού έχει, προκόβει και γίνεται τέλειος εις εκείνην την τέχνην. Και διά τούτο, και εις την μεγάλην τέχνην και αγνώριστην, λέγω την ναυτικήν, τα κοπέλλια οπού εμπαίνουσι να μάθουν ναύταις πρώτα μαθαίνουν να λάμνουν και να κάμνουν σκαρμούς και τροποτήραις εις τη βάρκα και απέκει να μαθαίνουν να ανεβαίνουν εις τα κατάρτια και εις ταις αντέναις και εις τα σκοινία. Διά τούτο επήρε τον κόπον ένας καλός και τελειωμένος ναύτης να γράψη εις τούτο το μικρόν βιβλιόπουλον όλους εκείνους τους τόπους όπου είναι από την ανατολήν έως και τις κολώνες του Ηρακλέος οπού ονομάζουν φραγκικώτερα εις το στρέτο της Εγλυτέρας ως καθώς τα θέλεις ιδή εις τούτο το βιβλίον γεγραμμένα, αρχίζοντα από την Βενετίαν, απόλιγο απόλιγο λιμιόνες, ραξίματα, ξέρες, νησία, χώραις και άλλον πάσα πράγμα οπού κάμνει χρεία να γνωρίζει τινάς πάσα τόπον …

Και από περιγραφή των ακτών της Μάνης:

Αν θέλης να υπάς εις το Βίτυλον, άφηνε όλον το ακρωτήριν της Μάνης εις το μεσημέριν και υπάς εις την άλλην μερίαν μέσα εις την σελάδαν από κάτω εις το βουνίν οπού έχει καμπήν ωσάν καμήλας. Και ωσάν σιμώσης θωρείς το κάστρον και αφήνεις το ζερβά σου και δεξιά ευρίσεις ακρωτηράκιν λιγνόν, άσπρον και έχει κατ’ ακρώτηρα μονόπετρα και αλαργάριζε τα μισόν πλωρήσιν και βάλε τα κάτω. Και έχει σπιτάκιν, και πιάνεις τα πλωρήσια. Και απάνω εις το ακρωτηράκιν στέκει μια εκκλησία και έχει αποκάτω εις την εκκλησίαν νερόν …

Οι πτολεμαϊκοί λεγόμενοι χάρτες, σχεδιασμένοι σύμφωνα με τις περιγραφές του Αλεξανδρινού Κλαύδιου Πτολεμαίου στο έργο του Γεωγραφική υφήγησις – με εξαντλητική περιγραφή της τότε οικουμένης – αντιγράφηκαν από τους Βυζαντινούς και διαδόθηκαν μέσω των λογίων που κατέφυγαν στην Ιταλία μετά την Άλωση. Η πρώτη απόδοση της Γεωγραφίας ή Κοσμογραφίας, όπως έγινε γνωστό το έργο του Πτολεμαίου, εκδόθηκε στη Bologna το 1477 και περιλαμβάνει τους πρώτους μεμονωμένους χάρτες του ελληνικού κόσμου.

[1] Κατερίνα Κορρέ – Ζωγράφου, «Παραδοσιακή ζωή και τέχνη, στα κείμενα των περιηγητών», Αθήνα 2003.
[2] Χειρόγραφο Βενετίας
[3] Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι Περιηγητές στην Ελλάδα Α΄, Αθήνα 1972, 84-86).

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

περί της προέλευσης του πολιτισμού

Πολιτισμός από πολιτισμό[1]

Στις μεγάλες παραποτάμιες κοιλάδες του Τίγρη και του Ευφράτη και του Νείλου[2], η Εποχή του Ορείχαλκου εγκαινιάζεται με μια τεράστια σε συνέπειες οικονομική και πολιτιστική μεταβολή, που συνδέεται συνήθως με την ίδρυση μεγάλων πόλεων – και γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκε Επανάσταση των Άστεων. Η απότομη εμφάνιση στα μεγάλα κέντρα των περιοχών αυτών μιας σειράς ολόκληρης νέων οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων ή θεσμών και επιτευγμάτων (πόλεις με μνημειακό διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο, μνημειακή αρχιτεκτονική και τέχνη, σαφώς διακεκριμένες τάξεις, ειδικευμένοι τεχνίτες με πλήρη απασχόληση, ιερατείο και υπαλληλία, γραφή, μεταλλουργία, εμπόριο μεγάλης κλίμακας κτλ), έδωσε την εντύπωση κάποιου «θαύματος», που έπρεπε ν’ αποδοθεί σε ένα προνόμιο του περιβάλλοντος ή του λαού. Η μελέτη όμως του φαινομένου έδειξε με τον καιρό ότι το αίτιο της αλλαγής δεν είχε σχέση με το περιβάλλον, αφού οι άνυδρες πεδιάδες της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου κάθε άλλο παρά προνομιούχοι τόποι ήταν. Μόνο η άρδευση, που έγινε ύστερα από την εκτέλεση μεγάλων δημόσιων έργων, κάτω από τον έλεγχο ενός αυστηρού διοικητικού συστήματος, μετέβαλε τις άγονες εκτάσεις σε παράδεισο και έδωσε το οικονομικό υπόβαθρο της νέας τάξης πραγμάτων. Χωρίς τα τεράστια περισσεύματα της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής, η αλλαγή δεν θα είχε επιτευχθεί. Έτσι έγινε αντιληπτό ότι τις προϋποθέσεις της μεταβολής τις είχε δημιουργήσει μια άλλη, προγενέστερη «επανάσταση», η Παραγωγική, που άρχισε στον περίγυρο της κεντρικής μεσοανατολικής περιοχής πριν από το 8000 πΧ.

Η νέα λοιπόν παραγωγική οικονομία έβαλε σε κίνηση ένα νέο μηχανισμό για την οργάνωση και την εξασφάλιση της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής, προώθησε νέους θεσμούς και εμπνεύσεις. Μόνο αυτή η μακρότατη κοινωνική και οικονομική προεργασία έκαμε δυνατή, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, την επίτευξη του επιπέδου της αστικοποιημένης ζωής. Οι δημιουργοί, άλλωστε, της Παραγωγικής Επανάστασης δεν είχαν ξεκινήσει από την ανυπαρξία. Ήταν βασικά φορείς των παραδόσεων της Εποχής του Λίθου και υπήρξαν συλλέκτες και κυνηγοί πριν γίνουν καλλιεργητές και κτηνοτρόφοι.

Ώστε, από αντικειμενική ιστορική άποψη, ο Πολιτισμός προήλθε από τον πολιτισμό. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεχωριστεί σαν άλλο είδος ο «υψηλός Πολιτισμός» από τον προηγούμενο. Υπάρχει απλώς διαφορά βαθμού ή κλίμακας, που μερικοί τονίζουν με τα επίθετα «αυτοκρατορικός», «ανακτορικός», «μητροπολιτικός» κά.

[1] Δημητρίου Ρ. Θεοχάρη, «Νεολιθικός Πολιτισμός», σελ. 20-21, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1981.
[2] για περισσότερες πληροφορίες γύρω από τον αρχαίο Αιγυπτιακό πολιτισμό επισκεφθείτε την ιστοσελίδα http://vasilisxrysikopoulos.blogspot.com

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Μαρτυρίες

Η Απόβασις[1]

Ιδιαίτερον ενδιαφέρον και εξόχως δραματικήν πλοκήν εμφανίζουν όσα διεδραματίσθησαν εις την περιοχήν της αποβάσεως, Πεντεμίλι (οδυνηρά ανάμνησις του βυζαντινού Εξαμιλίου), πέντε ακριβώς μίλια δυτικώς της Κυρηνείας. Πρόκειται διά μίαν γραφικήν ακτήν με «πλαζ» και ωραίας επαύλεις. … Ούτε οι πρωταγωνισταί των εκεί συγκρούσεων δεν θα αντελήφθησαν, ίσως, τόσον εναργώς την πραγματικότητα, από τους ευρεθέντας επί της ακτής. Και αυτοί, βεβαίως, δεν ήσαν μόνον οι αποβιβαζόμενοι Τούρκοι στρατιώται, αλλά και μερικαί δεκάδες Ελλήνων, οι οποίοι παρεθέριζον εκεί και συνελήφθησαν υπό των εισβολέων. Αι μαρτυρίαι των είναι συγκλονιστικαί και αποκαλυπτικαί των εξελίξεων από της αυγής της 20 Ιουλίου μέχρι του απογεύματος της 23 του ιδίου μηνός. … Ο Κωσταντίνος Παπαέλληνας[2] αφηγείται:

«Στις 4.45 πμ εξύπνησα από ένα δυνατό τράνταγμα. Όταν εβγήκα έξω, είδα τεράστιες στήλες καπνού από την πλευρά της Κυρήνειας. Ένα αεροπλάνο πολυβόλησε τιν δρόμο μπροστά στο σπίτι μου. Τρέξαμε κι είδαμε ένα ημιφορτηγό «φολξβάγκεν» κτυπημένο έξω από τον δρόμο. Ο οδηγός του ξεψύχησε μόλις ανοίξαμε την πόρτα.

Στην θάλασσα δεν φαινόταν τίποτε, παρά το ότι προσπάθησα με κυάλια να διακρίνω κινήσεις. Σε λίγο ήλθε λαχανιασμένος στο σπίτι μου ένας Έλλην αξιωματικός και εζήτησε να χρησιμοποιήση το τηλέφωνό μου. Στις 5.15 πμ επτά τουρκικά αεροπλάνα επέταξαν ξυστά από τον Πενταδάκτυλο προς την περιοχή της Λευκωσίας, όπου βέβαια δεν ήταν δυνατόν να διακρίνω τί γινόταν. Μου έκαμεν, όμως, εντύπωσιν το ότι ούτε ένας πυροβολισμός δεν ερρίφθη από δικούς μας κατά των αεροπλάνων αυτών …»

Ο εκ Κυρηνείας δικηγόρος, Γεώργιος Κάιζερ, απολυθείς υπό των Τούρκων μετά τετράμηνον σκληράν δοκιμασίαν, αφηγείται ως ακολούθως τα της τουρκικής εισβολής:

«Από νωρίς το πρωΐ, τα τουρκικά πολεμικά πλοία εθεάθησαν κατά μήκος της ακτής της Κυρηνείας, και γύρω στις 5 εξεδηλώθη η επίθεσις από θαλάσσης και αέρος. Κατά την ώρα της εκδηλώσεως της τουρκικής ενεργείας, ευρισκόμουν στο διοικητήριον του 251 Τάγματος Πεζικού, μαζί με αξιωματικούς και άλλους εφέδρους. Το στρατόπεδον αποτελούσε στόχον του ναυτικού και της αεροπορίας των Τούρκων. Ήμεθα τυχεροί διότι δεν εκτυπήθη η αποθήκη του οπλισμού και των πυρομαχικών, που απείχε μόνο 30 μέτρα από το διοικητήριον. Στον ενδιάμεσο χώρο διοικητηρίου και αποθήκης έπεσε μια βόμβα, η οποία, όμως, δεν εξερράγη».

Η πρώτη αποβατική λέμβος έφθασεν εις την ακτήν μόνο περί την 7.15΄ πρωινήν, εξ αυτής δε απεβιβάσθησαν 62 στρατιώται και εξεφορτώθη εις τεραστίων διαστάσεων εκσκαφεύς. Τα διαδραματιζόμενα παρηκολούθουν έντρομοι, όπισθεν των κλειστών παραθύρων των, οι Έλληνες περίοικοι, οι οποόι είχον αφυπνισθή από τον ορυμαγδόν των εκρήξεων και τους φονικούς πολυβολισμούς των αεροπλάνων. Ο Κ. Παπαέλληνας αφηγείται σχετικώς:

«Μέχρι της 9ης πρωϊνής εμέτρησα 50 αφίξεις αποβατικών και υπολογίζω να απεβιβάσθησαν 3.000 περίπου στρατιώται. Όσα διεδραματίζοντο κάτω από το σπίτι μου, τα παρακολουθούσα, φυσικά, με γυμνόν οφθαλμόν, ενώ όσα εγίνοντο εις την θάλασσαν τα έβλεπα με τα κυάλια».

«Εις τας 9.30΄ περίπου το πρωΐ, ακούσαμε άγριες φωνές έξω από το σπίτι μας. Σε λίγο εμπήκαν από παντού άγριοι στρατιώται. Έμοιαζαν σαν υπνωτισμένοι, σαν αφιονισμένοι, με τις κόρες των ματιών σχεδόν χαμένες κάτω από τα βλέφαρα και το ασπράδι να φεγγίζη παράξενα. «Τισσαρί!», δηλαδή «έξω», μας εφώναξαν, ενώ μας έσπρωχναν με τους υποκοπάνους των όπλων. Ένας Τούρκος ήλθε κοντά μου και προτείνοντας το όπλο του μου είπε άγρια με τα σπασμένα αγγλικά του: «Κιλλ γιου»! («Θα σε σκοτώσω!»). Την ίδια στιγμή στην αυλή μου, έφθασε τρέχοντας ένας Τούρκος αξιωματικός και με ρώτησε ασθμαίνοντας: «Ντώυτσλαντ;» Απάντησα «ναι», ότι δηλαδή γνωρίζω γερμανικά. Αφού με ρώτησε τί κάνουμε εκεί και είπα ότι είναι το σπίτι μας, με ρώτησε πάλι γιατί μιλώ γερμανικά. Του απάντησα: «Μα, για τον ίδιο λόγο που μιλάς και συ». Τότε εκείνος μου είπε ότι ο ίδιος μιλούσε γερμανικά επειδή εργάσθηκε στην Γερμανία. «Κι’ εγώ – του απάντησα – τα μιλώ επειδή ο πάππος μου ήταν Γερμανός» - πράγμα που δεν είναι βεβαίως αληθές. «Τότε γιατί δεν μου λες ότι είσαι Γερμανός;» ρώτησε με ικανοποίησι ο Τούρκος. «Γιατί τώρα είμαι Έλληνας», απάντησα. Τότε εξαγριώθηκε και μου λέει: «Έλληνας; Τότε εγώ κιλλ γιου, γιατί εσείς τόσα χρόνια σκοτώνετε τους Τούρκους».

«Μας ωδήγησαν, εμένα, την οικογένειά μου και τους Άγγλους φιλοξενούμενους μας, κοντά στον κύριο δρόμο. Ο γείτονάς μου Μίκης, εκάθητο στην άκρη του δρόμου και όταν μας είδε μου είπε: «Κώστα, θα μας σκοτώσουν. Κοίταξε πώς σκότωσαν τους γείτονές μας» Πράγματι είδα ότι στα σκαλοπάτια τού απέναντι σπιτιού υπήρχαν σκοτωμάνοι δύο γνωστοί μας. Τον παρηγόρησα και του είπα να είναι ψύχραιμος. «Ας μας σκοτώσουν, αλλά τουλάχιστον δεν πρέπει να φανή ότι εκπλιπαρούμε αυτά τα σκυλιά», του είπα».

[1] Διονυσίου Καρδιανού, «ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον»,σελ. 59 επ., εκδόσεις Γ. Λαδιά, Αθήναι 1976.
[2] Κωνσταντίνος Παπαέλληνας: έμπορος, του οποίου η εξοχική κατοικία απέχει μόλις 200 μέτρα από της ακτής όπου απεβιβάσθησαν οι Τούρκοι.

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Ψυχολογία

Η «ανατομία» της παιδικής ψυχής[1]

Το κλειδί για μια καλή σχέση, είτε αυτή είναι ανάμεσα σε δύο ενήλικες είτε μεταξύ γονιού και παιδιού, είναι να φέρεσαι στο άλλο άτομο όπως θα ήθελες να σου φέρεται.

Τα παιδιά δεν χρειάζονται «ποιοτικό χρόνο», χρειάζονται ένα γονιό που θα είναι διαθέσιμος να καθίσει, να ακούσει, να κάνει πράγματα μαζί και να θαυμάσει αυτά που θα δει.

Δεν τα πάω καλά με τους άκαμπτους ανθρώπους που επιμένουν όλα να γίνονται με βάση τους κανονισμούς. Κολλάνε στο γράμμα του νόμου, δεν μπορούν να συμβιβαστούν και δεν υποχωρούν καθόλου, ποτέ. … Αλλά μια επιτυχημένη σχέση δεν πρόκειται να λειτουργήσει χωρίς συμβιβασμούς. Οι γονείς πρέπει να προσαρμόζουν τους κανόνες ώστε να ταιριάζουν στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση: τα παιδιά κοιμούνται στα δικά τους κρεβάτια, αλλά κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας μπορούν να κοιμηθούν όλα μαζί, τα παιδιά πρέπει να μαζεύουν τα πιάτα του δείπνου, αλλά απόψε έχουν τόσο πολύ διάβασμα που μπορούμε να τα απαλλάξουμε. Συμπέρασμα: Οι κανόνες και η σταθερότητα είναι σημαντικοί για τα παιδιά, αλλά πρέπει να υπάρχει περιθώριο για ελαστικότητα και συμβιβασμό.

Ένα παιδί δύο χρονών δεν μπορεί να κάνει επιλογές αλλά ένα παιδί σχολικής ηλικίας χρειάζεται κάποια ελευθερία να αποφασίζει για τη μοίρα του. Οι εξουσιαστικοί γονείς κάνουν δυστυχισμένα παιδιά που δεν μπορούν να πάρουν μια απόφαση.

Αν θέλετε τα παιδιά συνεργάσιμα πείτε τους τί θέλετε να κάνουν, ενθαρρύνετε τις ενέργειές τους, παρακολουθήστε τα αποτελέσματα, και μετά αφήστε τα ήσυχα. … Τα παιδιά κλείνουν το διακόπτη και κουφαίνονται όταν οι γονείς γκρινιάζουν.

Τα παιδιά συχνά αντιμετωπίζουν την εξής συμπεριφορά από τους γονείς τους: Στρώνουν το τραπέζι με περισσή προσοχή: «Έβαλες τα μαχαίρια και τα πιρούνια ανάποδα». Πλένουν τα πιάτα: «Εδώ έχει μείνει αυγό». Σκουπίζουν το καθιστικό: «Σου ξέφυγε ένα σημείο». Όταν οι άνθρωποι εργάζονται σκληρά και οι άλλοι προσέχουν μόνο τα λάθη τους και όχι την προσπάθειά τους, αυτός είναι ένας σίγουρος τρόπος να τους αποθαρρύνουν και να τους απογοητεύουν.

Παιδιά Πέντε έως Οχτώ χρονών: Αυτά τα μικρά ανθρωπάκια διατηρούν αρκετή από την αναλλοίωτη αθωότητα της προσχολικής ηλικίας. Παραμένουν κοντά, υπερβολικά εξαρτώμενα από τη μαμά και τον μπαμπά. Είναι τρυφερά, δεν είναι πολύπλοκα και θέλουν να σας ευχαριστούν. Χοροπηδάνε, είναι ζωηρά και πιστεύουν σε φαντάσματα και τέρατα.

Παιδιά Οχτώ έως Δώδεκα χρονών: Στην ηλικία των οχτώ τα παιδιά πατάνε στο πρώτο σκαλί της σκάλας που οδηγεί στην ενηλικίωση. Η εξάρτηση από τη μαμά και τον μπαμπά αρχίζει να αποδυναμώνεται. Ολοένα και πιο πολύ επηρεάζονται από τους δασκάλους, τους φίλους, τα μέσα ενημέρωσης και το περιβάλλον τους και αρχίζουν να αμφισβητούν τις αξίες και τη σοφία των γονιών τους. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας συγκρίνουν την εμφάνισή τους, την επίδοσή τους στο σχολείο, την κοινωνική αποδοχή και τις ικανότητές τους στα αθλήματα, και ανησυχούν όταν πιστεύουν πως υστερούν. Τα χοροπηδητά και οι αγκαλιές γίνονται σπάνια, και τώρα μόνο τα μωρά πιστεύουν σε τέρατα. … Χάνουν επίσης αυτήν την υπέροχη ειλικρίνεια που έχουν τα μικρά παιδιά και αρχίζουν να είναι πιο μυστικοπαθή.

[1] Δρ Κρίστοφερ Γκρην, «Τα νήπια έγιναν Παιδιά», επιστημονική επιμέλεια Δρ Ν. Προδρόμου MD, σε μετάφραση Έλενας Γεωργιάδου, σ. 10 επ., Πλατύπους εκδοτική 2005

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

από τη σύγχρονη ιστορία

Ο Σωτήρας της Λευκωσίας[1]

Ο Δημήτρης Αλευρομάγειρος είχε υπηρετήσει στην Κύπρο το 1964. Σαν υπολοχαγός είχε πάρει μέρος στις επιχειρήσεις της Μανσούρας και των Κοκκίνων. Είχε γευτεί τότε για πρώτη φορά την Τουρκική θηριωδία και γνώριζε «από πρώτο χέρι» τί σημαίνει Τούρκος στρατιώτης. Γι’ αυτό μόλις ανέλαβε τη διοίκηση του 336 Τάγματος και του ανατέθηκε στις 22Ιουλίου 1974 η επιτήρηση του προαστίου Αγίου Παύλου, άρχισε να το οργανώνει αμυντικά, γιατί η οργάνωση ήταν ανύπαρκτη. Ο ίδιος είχε εγκαταστήσει το σταθμό διοικήσεως σχεδόν στη γραμμή επαφής. Οι απανωτές επιθέσεις των Τούρκων ανακόπτονταν μπροστά στη σθεναρή αντίσταση των γενναίων του Αλευρομάγειρου. Σαν διοικητής τάγματος δεν δίστασε να ηγηθεί διμοιρίας για να καταλάβει ύψωμα στρατηγικής σημασίας, αψηφώντας τα εχθρικά πολυβόλα που «γάζωναν» την περιοχή.

Η ΕΛΔΥΚ από τη μια και το 336 Τάγμα του Αλευρομάγειρου από την άλλη κράτησαν τη Λευκωσία, όταν η πόλη ήταν ερημωμένη. Οι περισσότεροι κάτοικοί της την είχαν εγκαταλείψει και πλείονες περιοχές της, ιδιαίτερα ακριτικές φλέγονταν από τις βόμβες των τουρκικών αεροπλάνων και των πυροβόλων του εχθρού. Και το Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς και η Αστυνομία και η Πυροσβεστική, και αυτή ακόμα η Κυβέρνηση, είχαν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο βιβλίο του «ο Αττίλας Πλήττει την Κύπρο», ο Σπύρος Παπαγεωργίου, όλοι ανέμεναν από στιγμή σε στιγμή την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους. Το γεγονός τούτο ανάγγειλε σε κατάσταση αλλοφροσύνης ανώτατος υπάλληλος του Γραφείου Δημοσίων Πληροφοριών. Ο υπάλληλος αυτός εμφανίστηκε στους ξένους δημοσιογράφους που ανέμεναν να ενημερωθούν για την κατάσταση, κραυγάζοντας: «Τί περιμένετε; Ποια ενημέρωση περιμένετε; Η Λευκωσία θα καταληφθεί σε λίγο από τον τουρκικό στρατό. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Κυβέρνησης βρίσκονται εκτός Λευκωσίας. Φευγουμε τώρα κι εμείς».

Και έφυγαν όλοι οι επίσημοι, όλες οι αρχές. Δεν έφυγαν όμως οι γενναίοι της ΕΛΔΥΚ, οι γενναίοι του Αλευρομάγειρου και οι άλλοι … που υπεράσπιζαν τις ακριτικές ενορίες της εντός των τειχών Λευκωσίας, του Καϊμοκλιού, της Ομορφίτας και του Τράχωνα. Έμειναν εκεί και πολέμησαν. Αρκετοί έπεσαν στο πεδίο της τιμής. Άλλοι έζησαν και περπατούν σήμερα με ψηλά το μέτωπο γιατί εκτέλεσαν με συνέπεια και λεβεντιά το καθήκον τους για την Πατρίδα. Πολέμησαν και κράτησαν τους Τούρκους στις επικές, σκληρές, λυσσαλέες μάχες της 16ης Αυγούστου. Επέζησαν της κόλασης εκείνης των πυρών του Αττίλα. Αρνήθηκαν να υπακούσουν σε διαταγή ανωτέρων να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους «γιατί κάθε αντίσταση εσήμαινε αυτοκτονία». Έμειναν εκεί με επικεφαλής τον εμψυχωτή και ηγήτορά τους Αλευρομάγειρο … Σε ημερήσια διαταγή του στις 23 Αυγούστου, όταν εκόπασαν τα πυρά του πολέμου, τόνιζε τα εξής:

«Με τη βοήθεια της Υπερμάχου Στρατηγού Παναγίας Παρθένου Μαρίας, με τας ευχάς της φιλτάτης Μητρός Πατρίδος, την συμπαράσταση του Κυπριακού λαού, αλλά και συσσώμου του παγκοσμίου φιλελευθέρου κόσμου, επετελέσαμε ηρωϊκόν άθλον διατηρήσεως ανεπάφων των θέσεών μας.

Αι σκιαί των νέων αθανάτων νεκρών μας αγαλλιούν από εκεί που ευρίσκονται εις το πάνθεον των αθανάτων διότι η θυσία των δεν εγένετο επί ματαίω. Κλίνομεν ευλαβώς το γόνυ ενώπιον των νεοσκαμμένων τάφων των και δίδομεν προς αυτούς την ιεράν υπόσχεσιν της συνεχίσεως του αγώνος μας μέχρι της τελικής νίκης …»


[1] του Χ. Χαραλαμπίδη, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Σημερινή» της Λευκωσίας στις 23 Ιουλίου 1990.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

προσωπικά δεδομένα

αυτοδιάθεση των πληροφοριών[1]

Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των πληροφοριών, το οποίο συνίσταται στην εξουσία του ατόμου να αποφασίζει αυτόνομα σχετικά με τη δημοσιοποίηση και τη χρήση των προσωπικών πληροφοριών που το αφορούν, δεν σημαίνει την απόλυτη και απεριόριστη κυριαρχία του ατόμου στα προσωπικά του στοιχεία. Οι πληροφορίες, ακόμη και όταν αναφέρονται σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αποτελούν μια απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία δεν είναι δυνατόν να ενταχθεί αποκλειστικά και μόνο στο συγκεκριμένο άτομο, στο οποίο αναφέρονται, οι πληροφορίες. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των πληροφοριών έχει ως σκοπό να εμποδίσει τη συλλογή και την επεξεργασία των πληροφοριών χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ατόμου και να διασφαλίσει τη δυνατότητα δράσης και συμμετοχής του πολίτη, ώστε να καταστεί δυνατή η επικοινωνία που θεωρείται βασικό στοιχείο μιας ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται η θεσμοποίηση της μη επικοινωνίας με την επίκληση κυριαρχικών δικαιωμάτων του ατόμου στο πληροφοριακό υλικό.

Στο πλαίσιο της σύγχρονης πληροφοριακής τεχνολογίας η διασφάλιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των πληροφοριών επιτυγχάνεται σε συνδυασμό με τη διαπίστωση, ότι οι πληροφορίες ενόψει των δυνατοτήτων της ηλεκτρονικής επεξεργασίας, αποδεσμεύονται και ανεξαρτητοποιούνται από τον αρχικό σκοπό για τον οποίο έχουν συλλέγει και συνεπώς τα προσωπικά δεδομένα δεν μπορούν να θεωρηθούν ασήμαντα ή μη ευαίσθητα, αφού ένα καθεαυτό στοιχείο είναι δυνατόν να αποκτήσει διαφορετική αξία και να πάψει ενδεχομένως να είναι ασήμαντο, ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί.

Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των πληροφοριών είναι δυνατόν να περιορισθεί μόνο για λόγους υπέρτερου γενικού συμφέροντος. … Επιπλέον, η συλλογή και η επεξεργασία των πληροφοριών πρέπει να προβλέπεται ρητά …Δεν συμβιβάζεται με το σύνταγμα η αποθήκευση πληροφοριών για την επιδίωξη μη συγκεκριμένων σκοπών, δηλαδή απαγορεύεται τόσο η σώρευση πληροφοριών για την αντιμετώπιση μελλοντικών αναγκών (Datensammlung auf Vorrat), όσο και η συγκέντρωση πληροφοριών, που δεν θεωρούνται πρόσφορες για την επίτευξη του ειδικά καθορισμένου σκοπού. Η άντληση και η επεξεργασία των πληροφοριών είναι συνταγματικά προβληματική, όταν δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ανεξάρτητα αν τα μέτρα που λαμβάνει το κράτος σχετικά με τη συλλογή των πληροφοριών έχουν ως σκοπό την προστασία των γενικών συμφερόντων.

[1] Αποστόλη Γέροντα, «Πληροφορική και Δίκαιο», σ. 251-252, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήναι – Κομοτηνή 1991.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

αποφθεγματική ηθική

περί αποφθεγμάτων[1]

Τα γνωμικά ανήκουν στις αρχαιότερες και μονιμώτερες εκδηλώσεις του ηθικού βίου των λαών. Ηθικές αντιλήψεις, θρησκευτικές δοξασίες και επιστημονικές γνώσεις, διατυπωμένες με τρόπο επιγραμματικό, έχουν αποβεί κανόνες ζωής όχι μόνο μεγάλων κοινωνικών ομάδων, αλλά και ολόκληρων λαών. Η διαχρονική χρήση τέτοιων κανόναν ζωής μαρτυρεί ως ένα βαθμό και το χαρακτήρα των λαών αυτών.

Ο Δυτικο-ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται βασικά επάνω στα ηθικά αγωνίσματα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, όπως αυτά τεκμηριώθηκαν μέσα στους λόγους και στα έργα τους.

«Δεν υπάρχει πια κανένας λόγος, που να μην έχει λεχθεί στο παρελθόν»

Έτσι έγραφε ο Ρωμαίος κωμωδιογράφος Τερέντιος, του οποίου τα έργα, στηριζόμενα στον Έλληνα κωμωδιογράφο Μένανδρο, ξεχειλίζουν από θησαυρούς ζωντανής πείρας. Όποιος καταπιάνεται με τις πολύπτυχες συλλογές παραθεμάτων, που προέρχονται από κύκλους διάφορων πολιτισμών, θα διαπιστώσει τον τρόπο, με τον οποίο γνωμικά, που τείνουν να είναι διδακτικά, παρουσιάζουν διαρκώς καινούργιες γλωσσικές και εποπτικές αποχρώσεις, και με ποιόν τρόπο όλα αυτά τελικά, συνδεόμενα με τη λαϊκή σοφία του προφορικού λόγου και με τη σοφία των λογοτεχνημάτων, σχηματίζουν ένα είδος φιλοσοφίας της Ζωής, μια καθοδήγηση προς τη σωστή πράξη και προς το σωστό λόγο. Η σοφία αυτή στα κεντρικά της σημεία παραμένει πάντοτε η ίδια.

Τα φιλοσοφικά – ηθικολογικά αποφθέγματα και οι λογοπαικτικές εκφράσεις, που προέρχονται από έργα της Αρχαίας Γραμματείας, αποτελούν συνολικά μια γραμματειακή κληρονομιά από εμπειρίες, τις οποίες είχαν οι παλαιότερες γενιές. Η κληρονομιά αυτή, εξαιτίας του ανθρωπιστικού της περιεχομένου, αξίζει να διατηρείται … Είναι πολύ γοητευτικό να βλέπουμε με ποιόν τρόπο η Ελληνική Ηθική Φιλοσοφία, την οποία οι Ρωμαίοι είτε την παρέλαβαν αυτούσια είτε την μετέτρεψαν, χύθηκε άφθονα, ιδιαίτερα μέσω της Λατινικής γλώσσας, μέσα στο σύνολο της ευρωπαϊκής γραμματείας, και συνεχίζει να επιζεί ακόμα μέσα στην περιουσία της σημερινής Γερμανικής γλώσσας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ένα γνωμικό αναιρεί το άλλο ή βρίσκεται σε αντίθεση μ’ εκείνο. Αυτό οφείλεται στο ότι … οι κανόνες της ζωής συνδέονται πάντοτε με συγκεκριμένες καταστάσεις ή αποδίδουν γενικά χαρακτηριστικά σε επιμέρους ορισμένες διαπιστώσεις. Ανάλογα … συνδέθηκαν στην ανθρώπινη συνείδηση αντιφατικά αποφθέγματα, που αναφέρονται στις αρετές και τις ανοησίες του ανθρώπου. Ούτως ή Άλλως η ίδια η ζωή είναι αντιφατική.

Ποιόν σκοπό, λοιπόν εξυπηρετούν όλα τούτα τα σοφά λόγια; Ο Επίκτητος δίνει την απάντηση:

«Ου γαρ λογάριά εστι τα λέιποντα νυν, αλλά γέμει τα βιβλία των Στωικών λογαρίων. Τί ουν το λείπόν έστι; Ο χρησόμενος, ο έργω μαρτυρήσων τοις λόγοις».

Δηλαδή, «δεν είναι τα γνωμικά, αυτό που λείπει τώρα. Τα βιβλία είναι γεμάτα από σύντομα αποφθέγματα των Στωικών. Τί λείπει επομένως; Εκείνος, που με την πράξη θα επιβεβαιώσει τα λόγια»


Ο Αριστοτέλης έγραφε: «το ειθισμένον ώσπερ πεφυκός ήδη γίγνεται». Το νόημα αυτό απέδωσε πολύ αργότερα ο Κικέρων με τη φράση “consuetude est altera natura”, με την οποία διαδόθηκε παντού η γνώμη του Αριστοτέλη.

Η φράση του Πλάτωνα «η αρχή ήμισυ παντός» (Νόμοι VI, 753 E), δίνεται στον γερμανό αναγνώστη με τη διατύπωση του Ορατίου “dimidium facti, qui coepit, habet”, η οποία βρίσκεται πλησιέστερα προς την παροιμία “Frisch gewagt, ist halb gewonnen”.

[1] Ελισάβετ Σούμαν, «Γνωμικά Ελλήνων και Ρωμαίων», σε μετάφραση Δημοσθένη Γεωργοβασίλη, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

ποίηση και πολιτική

Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μΧ[1]

Στην οδό Αιγύπτου – πρώτη πάροδος δεξιά –
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δε μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσοι επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λέγανε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε,
υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
– εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται –
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
– εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν –
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει,
έλεγε ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες
Η Ελλάς των Ελλήνων[2].

Μανόλη Αναγνωστάκη (ο στόχος)[3]

[1] Από τα Θέματα Διδακτικής Μεθοδολογίας, τ. Α΄ «η Διδασκαλία του Ποιήματος», του Γεωργίου Ι. Σπανού, σ.43 επ., Αθήνα 1995.
[2] «Η Ελλάς των Ελλήνων» αποτελεί μέρος του συνθήματος της δικτατορίας, που μαζί με το Φοίνικα υπήρξαν τα εμβλήματα τα δηλωτικά του ψευτο-ιδεολογικού προσανατολισμού της. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος στίχος πρέπει να ιδωθεί στη συνάφειά του με το μ.Χ. του τίτλου, οπότε έχομε την αρχή και στο τέλος του ποιήματος στην υπηρεσία, που εξέφρασε το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Πρόκειται για θαυμάσιο ποιητικό εύρημα που επιτρέπει να αισθανόμαστε ότι σε όλη την ανάγνωση του ποιήματος λανθάνει ως επένδυση του ακροάματος το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», το οποίο σχηματίζοντας κύκλο ανοίγει και κλείνει το ποίημα δηλώνοντας πως σημαίνοντα και σημαινόμενα κινούνται από το σύνθημα και το υπηρετούν: έτσι μαρτυρείται η υποκρισία που είχε την ευκαιρία να καταγγείλει απορώντας ένα χρόνο πριν ο Γιώργος Σεφέρης με το στιχούργημα:
Από βλακεία
Ελλάς. πυρ! Ελλήνων, πυρ! Χριστιανών, πυρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε

Αθήνα Καλοκαίρι – Princeton NJ
Χριστούγεννα 1968.
[3] Αναγνωστάκης Μ., Τα ποιήματα, εκδ. Πλειάς, 3η έκδ., Αθήνα 1975, σ. 144.

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

πολιτική φιλοσοφία

Εθνικισμός πέρα από τα έθνη[1]

Σήμερα, η εθνική ταυτότητα αντιπροσωπεύει την κύρια μορφή συλλογικής ταύτισης. Όποια και αν είναι τα ατομικά μας αισθήματα αυτή αποτελεί το κυρίαρχο κριτήριο των πολιτισμών και των ταυτοτήτων, τη μοναδική αρχή διακυβέρνησης και την κύρια εστία της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας. Η έλξη που ασκούν το έθνος και ο εθνικισμός είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Καμιά περιοχή του κόσμου δεν είναι απαλλαγμένη από τις εθνοτικές διαμαρτυρίες και τις εθνικιστικές εξεγέρσεις. Είτε εξυμνούνται είτε στηλιτεύονται, ούτε το έθνος φαίνεται να ξεπερνιέται ούτε ο εθνικισμός να χάνει έστω και μέρος της εκρηκτικής λαϊκής του δύναμης και της σημασίας του.

Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων δεν είναι καθόλου τυχαία ή πρόσφατη. Έχει τις ρίζες της σε εθνοτικούς δεσμούς και αισθήματα που είναι πολύ προγενέστερα από τη γέννηση του σύγχρονου κόσμου αλλά αναζωογονήθηκαν, αναπάντεχα και δυναμικά, από τα νεωτερικά γραφειοκρατικά συστήματα, τις καπιταλιστικές ταξικές δομές και τον – ευρέως διαδεδομένο σε μια εποχή εκκοσμίκευσης – πόθο για απόκτηση της αθανασίας και της αξιοπρέπειας δια μέσου μιας κοινής ιστορίας και ενός κοινού πεπρωμένου με την εκ νέου ανακάλυψη του εθνοτικού παρελθόντος αλλά και με την υπόσχεση για συλλογική επιστροφή σε μια πρότερη χρυσή εποχή, η εθνική ταυτότητα και εθνικισμός κατάφεραν να ξεσηκώσουν και να εμπνεύσουν εθνοτικές κοινότητες και πληθυσμούς από κάθε τάξη, περιοχή, φύλο και θρησκεία ώστε να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους ως «έθνη», δηλαδή ως εδαφικές κοινότητες αποτελούμενες από πολιτισμικά και ιστορικά συγγενείς πολίτες μέσα σε ένα κόσμο από ελεύθερα και ίσα μεταξύ τους έθνη. Πρόκειται για μια ταυτότητα και για μια δύναμη με την οποία αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν ακόμα και τα πλέον ισχυρά κράτη και η οποία διαμόρφωσε και πιθανόν να συνεχίσει να διαμορφώνει τον κόσμο μας στο προβλέψιμο μέλλον.

Για πολλούς πρόκειται για ένα ζοφερό συμπέρασμα. Υπονοεί πως δεν υπάρχει διέξοδος από τον κόσμο του εθνικισμού, καμιά πιθανότητα για υπέρβαση του έθνους και ξεπέρασμα των βίαιων συγκρούσεων που υποκινεί ο εθνικισμός. Οι συγκρούσεις μεταξύ των εθνών – κρατών ή μεταξύ των κρατών και των εθνοτικών κοινοτήτων που τα αποτελούν φαίνεται πως θα συνεχιστούν, ίσως μάλιστα να πολλαπλασιαστούν, κινητοποιώντας στο μέλλον και εθνοτικές κοινότητες ή κατηγορίες που σήμερα είναι ανενεργές. Από την οπτική γωνία της παγκόσμιας ασφάλειας και της παγκοσμιοποίησης της κουλτούρας αυτό το συμπέρασμα δεν προσφέρει καμιά διαφυγή από το αδιέξοδο της ενδημικής διχόνοιας, της καχυποψίας και των πολέμων.

Είναι δικαιολογημένο όμως να καταλήξουμε σε μια τόσο σκληρή και απόλυτη ετυμηγορία; Μήπως άραγε οι προηγούμενες επισημάνσεις μας σχετικά με τη σημασία των νέων παγκόσμιων δυνάμεων δείχνουν προς μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση; Τόσο αρνητική ήταν η παρουσίαση των ομοσπονδιακών συστημάτων που εφάρμοσαν πρόσφατα ορισμένα κράτη και του ευρωπαϊκού προγράμματος; Αν πρέπει να απορρίψουμε τα πιο παράτολμα όνειρα των υποστηρικτών του κοσμοπολιτισμού, αν μια παγκόσμια κουλτούρα δίχως μνήμη στερείται πειστικότητας, μήπως ωστόσο απομένουν κάποιες συγκρατημένες προσδοκίες για μια σταδιακή αναμόρφωση των συλλογικών ταυτοτήτων σε περιφερειακό επίπεδο; Νομίζω πως τέτοιου είδους, πιο συγκρατημένες ελπίδες διαθέτουν κάποια βάση, περισσότερο στη σφαίρα της κουλτούρας και λιγότερο της πολιτικής, έστω και αν ακολουθούν κάπως παράδοξους δρόμους.

[1] Άντονι Δ. Σμιθ, «Εθνική Ταυτότητα», σ. 240-242, εκδόσεις Οδυσσέας

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

Σταυροφορίες

επιδρομή ακρίδων[1]

Όλη η δύση και όλα τα γένη των βαρβάρων που κατοικούσαν την περιοχή πέρα από την Αδριατική και μέχρι των Ηρακλείων στηλών, ξεσηκώθηκαν ολοκληρωτικά και διά μέσου της Ευρώπης τραβούσαν κατά την Ασία, μαζύ με όλες τις οικογένειές τους. Να ποια ήταν η αιτία αυτής της ομαδικής πορείας.

Κάποιος Κέλτος, το όνομα Πέτρος την επωνυμία Ερημίτης, ξεκίνησε να πάη να προσκυνήση τον άγιο τάφο. Έπαθε πολλές συμφορές από τους Τούρκους και Σαρακηνούς που λεηλατούσαν όλη την Ασία και μόλις και μετά βίας κατώρθωσε να επιστρέψη στον τόπο του. Απέτυχε στο σκοπό του και δεν το υπέφερε αυτό και θέλησε και πάλι να ξαναπάρη τον ίδιο δρόμο. Καταλαβαίνοντας δε ότι δεν πρέπει μόνο να πάρη απλώς τον δρόμο και για να μη συμβή τίποτε χειρότερο συνέλαβε μια σωστή ιδέα και διακηρύσσει σε όλες τις χώρες των Λατίνων: «Μια θεία φωνή με διατάσσει να διακηρύξω σε όλους τους κόμητες της Φραγγιάς να σηκωθούν όλοι από τους τόπους τους και να τραβήξουν για προσκύνημα του αγίου τάφου, σπεύδοντας με όλη τη δύναμη και τη θέλησή τους να λυτρώσουν τα Ιεροσόλυμα από τον ζυγό των Αγαρηνών».

Και πραγματικά το κατώρθωσε. Σάμπως μια θεία εντολή να μίλησε στις ψυχές όλων των Κελτών που βρίσκονταν σε κάθε γωνιά, ο καθένας τους από παντού με όπλα, άλογα και την υπόλοιπη πολεμική εξάρτηση άρχισε να προπαρασκευάζεται προς συνάθροιση. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν τόση προθυμία και ορμή ώστε όλοι οι δρόμοι γέμισαν. Τους Κέλτους αυτούς στρατιώτες συνακολουθούσε και άοπλο πλήθος αμέτρητο όπως η άμμος και τα άστρα, κουβαλώντας κλαδιά φοινικιάς και σταυρούς στους ώμους του, γυναίκες και παιδιά που εγκατέλειπαν τους τόπους τους. Και ήταν σα να έβλεπες ποτάμια, που από κάθε μεριά κυλούσαν από παντού, και διά μέσου της Δακίας κατά πρώτο λόγο βάδιζαν πανστρατιά προς τη χώρα μας.

Πριν έρθουν τόσα πλήθη ανθρώπων, προηγήθηκε μια επιδρομή ακρίδων, που ενώ δεν έβλαψε τα στάχυα, κατέστρεψε ολοκληρωτικά τα αμπέλια. Αυτό ήταν ένα σημάδι, όπως αποφάνθηκαν οι μάντεις της εποχής, πως η έφοδος τόσο μεγάλου Κελτικού στρατεύματος δεν θα βλάψη μεν τα χριστιανικά πράγματα, αλλά θα φέρη τρομερή συμφορά εναντίον των βαρβάρων Ισμαηλιτών, που είναι δούλοι της μέθης, του κρασιού και του Διονύσου. Γιατί το γένος αυτό είναι υποδουλωμένο στο Διόνυσο και τον Έρωτα και είναι επιρεπές προς κάθε είδος σαρκική σχέση, μη συγκρατώντας τις ορμές του και τα πάθη του. Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά υποδουλωμένο δυο και τρεις φορές στα κακά της Αφροδίτης. Γι’ αυτό προσκυνούσαν και σέβονταν την Αστάρτη και την Ασταρώθ[2] και είχαν περί πολλού την εικόνα της Σελήνης καθώς και το χρυσό είδωλό της που εκείνοι ονομάζουν Χοβάρ. Το σιτάρι στη συμβολική του χριστιανισμού ήταν δημιουργός ευφορίας και πολύ θρεπτικό, κι’ έτσι οι μάντεις εξήγησαν το στάχυ και τα αμπέλια.

Αυτά λοιπόν για τους μάντεις. Τα σύμβολα αυτά παρακολούθησαν την έφοδο των βαρβάρων και όσοι έχουν νουν θα καταλάβουν το νέο. Η έλευση τόσων πολλών, όχι όλων μαζύ, ούτε στο ίδιο μέρος, αλλά άλλων πρώτων, άλλων δεύτερων, άλλων πίσω απ’ αυτούς και ούτω καθ’ εξής. Μ’ αυτό τον τρόπο απέπλεαν όλοι και περνούσαν από τη στεριά. Πριν από κάθε στρατιά προηγούνταν αμέτρητη ακρίδα, όπως είπα. Βλέποντας όλοι το φαινόμενο μια και δυο φορές κατάλαβαν πως η ακρίδα ήταν προπομπός των Φραγγικών μαχητικών σχηματισμών


[1] Άννας Κομνηνής, Αλεξιάς, τ. Δ΄, βιβλίο Ι΄, V 4-8, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, σε μετάφραση Α. Γεωργιάδη
[2] Ερωτικές προσωποποιήσεις της Σελήνης, θεάς του βαρβαρικού ερωτικού πανθέου.

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Εικόνες ...

… από την παλιά Αθήνα[1]

Τα παλιά … χρόνια το κυριώτερο μέσον συγκοινωνίας [μεταξύ Νέου Φαλήρου και Αθηνών] ήταν το ατμοκίνητο τραίνο Αθηνών – Πειραιώς, που ανήκε στη γνωστή από τα αρχικά ΣΑΠ εταιρεία των Σιδηροδρόμων Αθηνών – Πειραιώς και που, για να φθάση από την Αθήνα στο Νέο Φάληρο, χρειαζόταν περίπου μισή ώρα.

Άλλο μέσον ήταν ο ατμοκίνητος τροχιόδρομος, που έφευγε από την Αθήνα περνούσε από την Καλλιθέα και τις Τζιτζιφιές – τη Διασταύρωση, όπως λέγανε τότε – και εκεί χωριζόταν σε δυο δρόμους, από τους οποίους ο μεν ένας έφθανε στην πλαζ του Νέου Φαλήρου, εκεί ακριβώς που ήταν το παλιό μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο «Ακταίον», ο δε άλλος πήγαινε προς το Παλαιό Φάληρο, με τέρμα τον τότε Ζωολογικό Κήπο, εκεί που είναι σήμερα οι εγκαταστάσεις της Αεροπορίας.

Οι Αθηναίοι, το καλοκαίρι, κολυμπούσαν κυρίως στο Νέο Φάληρο και κατά δεύτερο λόγο στις Τζιτζιφιές – που εθεωρούντο λαϊκά λουτρά – και στη θέσι Ξηροτάγαρου του Παλαιού Φαλήρου.

… Υπήρχαν εκεί ξύλινες καμπίνες μέσα στη θάλασσα, στηριζόμενες σε σιδερένιους στύλους. Σε κάθε καμπίνα χωρούσε μόνο ένα άτομο, ίσα – ίσα για να γδυθή και να φορέση το παντελονάκι του μπάνιου αν ήταν άνδρας ή την πουκαμίσα αν ήταν γυναίκα.

Οι ανδρικές καμπίνες απείχαν από τις γυναικείες πάνω από πεντακόσια μέτρα. Το σεμνότυφο, τότε, Λιμεναρχείο είχε καθορίσει , κανένας άνδρας να μην απομακρύνεται από τον καθωρισμένο χώρο και να πλησιάζη, έστω και λίγο, εκεί όπου κολυμπούσαν οι γυναίκες. Βλοσυροί κ’ ηλιοκαμένοι ναύτες της υπηρεσίας, μέσα σε βάρκες, ερευνούσαν διαρκώς τον ορίζοντα, για να προλάβουν οποιαδήποτε συνάντησι των δύο φύλων.

Υπήρχε ωστόσο η διέξοδος της καταστρατηγήσεως. Αρκετοί θαρραλέοι κολυμβητές και κολυμβήτριες πήγαιναν στ’ ανοιχτά, όπου και κολυμπούσαν παρέα όλοι μαζί. Άλλωστε η θαλασσινή αμφίεσι των γυναικών ήταν τόσο πολύ σεμνή, ώστε να θυμίζη καλόγριες, αφού φορούσαν μακρυές πουκαμίσες με βρακί εσωτερικώς ή μαγιώ κλειστά γύρω στο λαιμό και μακρυά κάτω από το γόνατο. Για την εποχή όμως εκείνη, κι αυτή η αμφίεσι ήταν αρκετά σκανδαλιστική για τους άνδρες, που στο δρόμο έβλεπαν τις γυναίκες με μακρυά πάντα φουστάνια, με φραμπαλάδες και με φιόγκους.

Οι άγρυπνοι ναύτες ερευνούσαν, με κυάλια, διαρκώς τον ορίζοντα, κι όταν έβλεπαν, έστω και μακρυά, συναντήσεις κολυμβητών με κολυμβήτριες, έβαζαν αμέσως πλώρη κατά πάνω τους, για να τους συλλάβουν και να τους πάνε, όπως ήταν, στο Λιμεναρχείο, στον Πειραιά !

Για να κολυμπήση κανείς τότε, πλήρωνε δικαιώματα καμπίνας είκοσι λεπτά και εικοσιπέντε, αν το μπάνιο ήταν «μετά πηλού». Ο «πηλός» ήταν ένα είδος λευκού χυλού, που έπαιζε ρόλο σαπουνιού.

Για ηλιοθεραπεία και μαύρισμα … ούτε λόγος. Το πολύ – πολύ έμεναν λίγα λεπτά στις σκάλες της καμπίνας, μάλλον όμως για να ξεκουραστούν.

Το Νέο Φάληρο δεν ήταν μόνο τόπος για κολύμπι. Ήταν κ’ η κοσμική πλαζ της παλιάς εποχής. Εκεί υπήρχαν πολυτελή κοσμικά κέντρα, όπως το εστιατόριο του Κακουριώτη, το μεγάλο καφενείο του Ρήγου και άλλα.

Στην πλαζ του Νέου Φαλήρου, τρεις φορές την εβδομάδα, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο, παρευρίσκόταν, κατά τα τέλη του περασμένου αιώνος [19ου] και τις αρχές του παρόντος [20ου], όλη η αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας.

Το νέο Φάληρο υπήρξε ο αγαπημένος τόπος, όπου ο Γεώργιος Σουρής ανεπαύετο τους καλοκαιρινούς μήνες, οπότε και διέκοπτε την έκδοσι του «Ρωμηού» του. Τη διακοπή αυτή ως εξής αναγγέλλει σ’ ένα του φύλλο:

Μαζί με τα κοψίματα που φέρνει κάθε φρούτο,
θα πάψει τώρα κι ο «Ρωμηός» από το φύλλο τούτο …

Προτού δημιουργηθή ακόμη η πλαζ του Νέου Φαλήρου, ο Σουρής παραθέριζε τα καλοκαίρια σ’ ένα σπιτάκι στο λόφο της Καστέλλας. Μια μέρα όμως, με έπληξι, η φιλολογική του συντροφιά πληροφορήθηκε ότι ο Σουρής απέκτησε ιδιόκτητο σπίτι στο Νέο Φάληρο. Τί είχε συμβή ;

Γνωστή οικοδομική εταιρεία, που είχε οικόπεδα στην περιοχή του Νέου Φαλήρου και της οποίας οι μέτοχοι ήσαν φιλόμουσοι και πλούσιοι θαυμασταί του Σουρή, ανέλαβε να χτίση ένα σπίτι γι’ αυτόν υπό όρους εξαιρετικής πληρωμής. Ο Σουρής, εν τούτοις, ποτέ δεν κατάλαβε πώς έγινε ιδιοκτήτης, όπως μας αποκαλύπτει με τους στίχους του :

Μα να με φτύσης Περικλή, αν έχ’ ως τώρα νοιώσει
πώς έγινε, ποιος τόχτισε και ποιος θα το πληρώση.

Τα θεμέλια ετέθησαν τον Ιούλιο του 1891, τον δε Ιανουάριο του 1892 έγιναν τα εγκαίνια με τη συμμετοχή όλων των φίλων, οπότε απηγγέλθησαν ποιήματα και εξεφωνήθησαν λόγοι εν μέσω μεγάλης ευθυμίας.

Μεταξύ των άλλων ωμίλησαν ή απήγγειλαν ποιήματά τους ο Άγγελος Βλάχος, ο Μπάμπης Άννινος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Κωνσταντίνος Σκόκος, ο Αχιλλεύς Παράσχος και γερμανιστί ο Μύλλερ.

Ο επίλογος της συγκεντρώσεως ήταν ένα ποίημα του Σουρή, εν μέσω αδιακόπων γελώτων. Παραθέτω ένα απόσπασμα :

Επίπλων μετακομιδή και συμφορές μεγάλες,
χαλούν κρεββατοκάμαρες, μετακινούνται σάλες,
μπουκέτα παραγγέλνονται και βάζα μερικά,
κιλίμια κάτω στρωνονται κ’ εκείνα δανεικά,
γλυκύσματ’ αγοράζονται … επί επιστροφή,
για τούτο μην τα θίξετε, πεινώντες αδελφοί …

[1] Δημητρίου Γ. Σκουζέ, «Η παλιά Αθήνα», σελ. 105 επ., 1970.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Οίνος, ο αγαπητός

περί μέθης[1]

7 (R2 101, R2 106)
ATH. 447 a-b. Όπως λέει ο Αριστοτέλης στο «περί μέθης», ανάσκελα πέφτουν όσοι πίνουν ποτό φτιαγμένο από κριθάρι, αυτό δηλ. που αποκαλούμε ζύθο. Κι αυτά αναφέρει: «μόνο που κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει με το ποτό που φτιάχνεται από κριθάρι, τον αποκαλούμενο ζύθο: όσοι μεθάνε με άλλα ποτά πέφτουν προς όλες τις μεριές, κι αριστερά και δεξιά και μπρούμυτα κι ανάσκελα. Μόνον όσοι μεθάνε από ζύθο γέρνουν προς τα πίσω και πέφτουν ανάσκελα».

8 (R2 102, R3 107)
ATH. 429 c-d. «Αν το κρασί ζεσταθεί αρκετά, μεθάει λιγότερο όταν το πίνεις». Γιατί η δύναμή του λιγοστεύει σαν ζεσταθεί. «Μεθάνε», λέει, «οι ηλικιωμένοι γρηγορότερα, διότι το θερμό που υπάρχει μέσα τους από τη φύση τους είναι λιγότερο και ασθενέστερο. Κι οι πολύ νέοι γρηγορότερα μεθάνε γιατί το θερμό μέσα τους είναι πολύ. Αν σ’ αυτό προστεθεί και το θερμόν του κρασιού εύκολα τους καταλαμβάνει η μέθη. Και από τα ζώα οι χοίροι μεθάνε αν φάνε πολλές φλούδες σταφυλιών, όπως και οι κόρακες και οι σκύλοι αν φάνε από το φυτό που καλείται οινούττα, κι ο πίθηκος και ο ελέφαντας μεθάνε αν πιουν κρασί. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούν στο κηνύγι κρασί για να μεθύσουν τους πιθήκους και να τους πιάσουν, και το φυτό οινούττα για να πιάσουν τους κόρακες.

9 (R2 103, R3 108)
PLU., Mor. (Qu. Conv.) 650 a. Ο Φλώρος εξέφραζε την απορία του γιατί ο Αριστοτέλης στο «περί μέθης» δεν αναζήτησε την αιτία όταν έγραφε πως οι γέροντες ήταν πιο επιρρεπείς στη μέθη ενώ οι γυναίκες ελάχιστα επιρρεπείς, αν και συνήθως δεν αμελούσε κάτι τέτοιο.

10 (R2 104, R3 109)
ATH. 429 f. Για το κρασί που ονο0μάζουν σαμαγόρειο ο Αριστοτέλης λέει πως αν τρία και μόνον ποτήρια αναμειχθούν με νερό μπορούν να μεθύσουν πάνω από σαράντα άντρες.

11 (R2 105-6, R3 110-111)
ΑTH. 464 c-d. «Το ποτό που ονομάζουν Ροδιακό προσφέρεται στα συμπόσια και για την απόλαυση που δίνει και γιατί όταν ζεσταίνεται μεθάει λιγότερο. Διότι μέσα στο νερό που βράζει προσθέτουν σμύρνη και σχοίνα κι άλλα τέτοια μυρωδικά, κι όταν το μίγμα αυτό το ρίξουν στο κρασί γίνεται πιο ελαφρύ». Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «το ροδιακό ποτό γίνεται με την προσθήκη ενός ζεστού μίγματος από σμύρνη, σχοίνα, άμηθο, κρόκο, βάλσαμο, κάρδαμο και κανέλλα. Αυτό το μίγμα όταν προστεθεί στο κρασί το κάνει πιο ελαφρύ, έτσι ώστε και τις ερωτικές ορμές καταπαύει διατηρώντας το πνεύμα νηφάλιο.

[1] Αριστοτέλους, «Συμπόσιον ή περί μέθης», εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

Δάσκαλοι του Γένους

ο Ρήγας πέρα απ’ το μύθο[1]

Ο Ρήγας ποτέ δεν γράφτηκε ο ίδιος, ούτε υπογράφηκε Φεραίος. Αυτό, το Φεραίος, του το κόλλησε η παράδοση των αρχαϊστών, επάνω στη μανία του εξωραϊσμού, νομίζοντας πως του προσθέτουν αίγλη με το να συνδέουν το χωριό του με τις ιστορικές αναμνήσεις των αρχαίων Φερών. Όλη του η παιδική και νεανική ζωή έχει περάσει σε πολλαπλά δίχτυα θρύλων, αντιφατικών και αμαρτύρητων: Η οικογένειά του, ολάκερη, σπαράχτηκε από τους Τούρκους. Ο πατέρας σκοτώθηκε με μια πιστολιά (ή μια σπαθιά, λένε άλλοι) του γιου του Μουσταφά Σουλεϊμάν ή σφάχτηκε από τους γενιτσάρους. Ότι σπούδασε στη Ζαγορά του Πηλίου (εκεί δείχνουν, μάλιστα, και το «σκολειό του Ρήγα», ένα κτίριο μεταγενέστερο από την εποχή του πρωτομάρτυρα) και στ’ Αμπελάκια του Κισσάβου, σπουδαίο τότε βιοτεχνικό, εμπορικό και μορφωτικό κέντρο της Θεσσαλίας, σε τακτική επικοινωνία με την κεντρική Ευρώπη. Ότι χρημάτισε για λίγο διάστημα δάσκαλος στο γειτονικό με το Βελεστίνο χωριό Κισσός. Ότι όμως αναγκάστηκε ξαφνικά να φύγει νύχτα, να εξαφανιστεί, γιατί σκότωσε (ή πέταξε στο ποτάμι) ένα Τούρκο που του φέρθηκε άπρεπα. Ότι ανέβηκε στον Όλυμπο, στο σώμα του μπάρμπα του – του Ζήρα – κι’ έζησε με τα παλληκάρια του την κλέφτικη ζωή και μάλιστα τραγούδησε το «Θούριό» του (πριν τον γράψει!) και ότι από κει πέρασε στο Άγιον Όρος και τέλος φυγαδεύτηκε στην Πόλη, όπου αρχίζει τη μεγάλη του σταδιοδρομία.

Τί είναι αλήθεια και τί είναι παραμύθια απ’ αυτά όλα; Πρέπει να παρατηρήσουμε αμέσως, ότι αυτοί οι θρύλοι μάλλον υστερογέννητοι και πλασμένοι από το θαυμασμό στον εθνομάρτυρα, με την πρόθεση να προσθέσουν στο ηθικό του μεγαλείο, κατά βάθος φθάνουν στο αντίθετο αποτέλεσμα: Είχε ανάγκη μια ψυχή σαν του Ρήγα να υποστεί πλήγματα οικογενειακά από τον τύραννο για να μισήσει την τυραννία; Κι’ έπρεπε να σκοτώσει Τούρκο με τα χέρια του, για να φύγει από το Βελεστίνο, ένα πνεύμα ανήσυχο, σαν το δικό του, για να πάει σε κέντρα με πλατύτερους ορίζοντες και μεγαλύτερες ευκαιρίες για να εκδηλωθεί; Ο Ρήγας, άλλωστε, δε φαίνεται να είναι μοναχός του. Η μάννα του κι’ ο αδελφός του βρίσκονται κοντά του, όταν αρχίζει τη μεγάλη του σταδιοδρομία.

Όπως παρατηρεί μάλιστα, πολύ σωστά, ο βρανούσης, τέτοια περιστατικά, φόνοι τυράννων, δραπετεύσεις, περιπλανήσεις στον Όλυμπο σε κλέφτικα λημέρια, φυγαδεύσεις στον Άθω, δεν είναι περιστατικά που ξεχνιούνται: Θάπρεπε ο Ρήγας κάπου να τα υπαινιχθεί στα γραφτά του ή, τουλάχιστον, να τα έχει διηγηθεί στους φίλους του που θα μας άφηναν θετικές πληροφορίες και λεπτομέρειες. Αλλά πουθενά ούτε αυτός, ούτε οι φίλοι του δεν αναφέρουν όσα οι θρύλοι βεβαιώνουν. Απ’ αυτά όλα, ο κατατρεγμός (ίσως και ο σκοτωμός) του πατέρα του φαίνεται πιθανός. Ήταν από τους εύπορους Βελεστινλήδες, αφού μπορούσε να σπουδάζει το γιο του. Και είναι φυσικό να είχε μπει στο μάτι των Τούρκων.

Αυτό δεν θα πει, ότι ο Ρήγας δεν έζησε σ’ όλη της τη φρικτή πραγματικότητα την καταπίεση της οθωμανικής τυραννίας. Βρισκότανε στην τρυφερή ηλικία, όταν στην ψυχή τυπώνονται, μ’ ανεξάλειπτα γράμματα, οι εντυπώσεις της ζωής (δώδεκα χρονών), όταν ξέσπασε στην Ελλάδα η μεγάλη θύελλα των Ορλοφικών, όταν, μ’ άλλα λόγια, η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό κατά των Τούρκων από το μέρος της Ανατολικής Άσπρης Θάλασσας, ξεσήκωσε τους Έλληνες σ’ ανταρσία, για να τους αφήσει ύστερα στο έλεος και στο σπαθί των αντεκδικήσεων του τυράννου: «Μια ολόκληρη πενταετία – γράφει ο Βρανούσης στη μελέτη του – από τα 1769 έως τα 1774, γεμάτη πολεμικά γεγονότα, εξεγέρσεις των Ελλήνων, καταδρομές του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο και ναυμαχίες με την τούρκικη αρμάδα, μια εποχή γεμάτη από υποσχέσεις και προσδοκίες, που συγκλόνιζαν κάθε ελληνική ψυχή, καταλαβαίνουμε εύκολα ποια βαθύτατη επίδραση θα είχε στα τρυφερά όνειρα, στον ευφάνταστο νου και στην ορμητική καρδιά του ανήσυχου έφηβου της Θεσσαλίας, που τότε μόλις πρωτογνώρισε τον κόσμο και τη ζωή, τη σκλαβιά και την ελευθερία».

[1] Σπύρου Μελά, «Δάσκαλοι του Γένους», σ. 32-34, της Ακαδημίας Αθηνών, εκδόσεις Μπίρης.

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Διήγημα

Ο μικρός γιαλός[1]

Ο κόμης Γκέστα Κλαούντιους Ουλφ Χέρμαν φον Λώρεντεν, έφτασε μια μέρα στην πολιτεία, ψηλός, ξανθός, ανάλαφρος, φτωχός, περήφανος για την καταγωγή του. «Η γης γυρίζει» είχε πει «και στην καρδιά της κάθεται η μοίρα των ανθρώπων, μέσα σε κόκκινες και κίτρινες φλόγες, κλώθει, ξεκλώθει και μας ορίζει». Ο Γκέστα ήταν παραμυθάς. Έγραφε για τους προγόνους της πατρίδας του, ευγενείς και άγριους, που βαστούσανε ξίφη ματωμένα, φορώντας τομάρια ζώων. Τα μαλλιά τους, αχρένιστα και μακριά, με δασά γένια. Για ιππότες που πλανιόντανε μες στα δάση, για αετούς που αρπάζανε παιδιά, για τη θεά του ήλιου και για την ομορφιά της Γκάτα Λόμα. Για τη μικρή τη Γιούλαν. Όλο ποίηση και μεγαλείο, μα τα πάντα τ’ άφηνε ατέλειωτα.

Στην πολιτεία, ο Γκέστα βρήκε να μείνει σ’ ένα πατάρι στο σπίτι της κυρίας Λίντας, που βρίσκονταν πίσω από τους αρχαίους ναούς.

Η κυρία Λίντα, ξορισμένη και τούτη, από μακρινή χώρα, ήταν πολύ γριά, κουφή, μα το κέφι της δεν το έχανε. Φορούσε ένα άσπρο νταντελιένιο σκουφάκι και σκέπαζε τους ώμους της με χρωματιστά σάλια. Τα χέρια της, λιπόσαρκα, με μακριά δάχτυλα, πρόδιναν ευγενική καταγωγή. Έτρεφε έξι τυφλά γατιά, το ένα είχε κολλήσει απ’ τ’ άλλο αρρωστια, και σαν έφτασε ο Γκέστα τον υποδέχτηκαν σκουντουφλώντας.

«Ποτέ μου δεν είχα δει τόσα τυφλά γατιά», είπε, και στην αρχή του άρεσε.

Στο σούρουπο, η κυρία Λίντα καθόταν στο σοφά της κοντά στο παράθυρο και διασκέδαζε κοιτάζοντας τον κόσμο να περνάει. Τα γατιά ξαπλώνονταν γύρω της ταϊσμένα, ευχαριστημένα, γουργουρίζοντας.

«Τα γατιά ακούνε, εγώ βλέπω. Πίστευε στη Σελήνη», είχε πει στον Γκέστα, «είναι αστέρι μαγικό. Όλα τ’ άστρα είναι μαγικά. Στις επτά μέρες, στη γιόμιση του φεγγαριού, επτά η ώρα το βράδυ, μέσα σε επτά λεπτά, να του ζητήσεις επτά φορές αυτό που θέλεις και θα στο δώσει πάνω στο επτά. μα πρέπει να σκέπτεσαι πάντα επτά άσπρα βαρβάτα άλογα. Δοκίμασε και θα το δεις. Ήξερα από μαγεία. Από τότε που μου πέσανε τα δόντια μου έχασα τη δύναμή μου».

Ο Γκέστα δοκίμασε μα ξεχνούσε πάντα να σκεφτεί τα επτά βαρβάτα άλογα.

Μακριά, την πατρίδα με τα πολλά φιορντ και τα δασωμένα βουνά νοσταλγούσε ο Γκέστα. Τον ήλιο του μεσονυχτίου, το καλοκαίρι, και την παγωμένη διάφανη θάλασσα. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ είχε πάρει την Ίγκε από το χέρι, της έδειξε τον έναστρο ουρανό.

«Είναι δικός μου, όλος δικός μου είναι και τ’ άστρα δικά μου. Σου τα χαρίζω όλα. Τούτο το πιο λαμπερό, θα το λέμε αστέρι της Ίγκε».

Τρέχαν μαζί στα δάση για αγριοφράουλες και γαλάζια κρίνα. Τρεχαλίζανε πάνω στ’ άλογα. Βαθιά άνοιγε η φωνή του Γκέστα, τραγουδώντας: «Μόνο για χάρη της Ντολόρες πάντα οι σινιόρες θα ξενυχτούν και οι τορέρος και οι μαντατόρες …».

Το βράδυ, αποσταμένοι κάθονταν μπροστά στο τζάκι λέγοντας παραμύθια.

Λεπτή σπαζούρικια η Ιγκε, μ’ αχυρένια μαλλιά, και με μια φουσκωτή ελιά στ’ απάνω χείλι.

Όταν τους 'ξορκίσανε από τον τόπο τους, η Ίγκε είχε αρχίσει να ψηλώνει και να παχαίνει. Τη θυμάται ακόμα, σαν τους αποχαιρετούσε κλαίγοντας. Από τότε είχε γυρίσει πολλές χώρες ο Γκέστα. Στη Δαμασκό συνάντησε τον Λαρς, τον γείτονα του καλοκαιριού, τον ζωγράφο.

«Τί κάνει η Ίγκε;» τον ρώτησε. «Εγώ έχω κόψει πια με την πατρίδα».

«Η Ίγκε ; α! η Ίγκε, την είδα … την είδα τις προάλλες, είναι πολύ χοντρή. Παντρεύτηκε ένα βιομήχανο από τα κάτω μέρη. θυμάσαι εκείνη τη μικρή ελιά πάνω στα χείλη ; Μεγάλωσε, πέταξε χοντρές σκληρές ξανθές τρίχες. Είναι καλή γυναίκα και καλή μάνα».

Ο Γκέστα θυμήθηκε μια στιγμή, γέλασε, τραγούδησε: «Μόνο για χάρη της Ντολόρες …».

«Λαρς», είπε, «έγινα ζωγράφος. Σαν τελείωσα, γύρισα τον κόσμο ζωγραφίζοντας και πουλώντας, εδώ ζωγράφισα μπέηδες χοντρούς και ευρωπαίες γυναίκες, άλλες τυραννισμένες κι άλλες που έρχονται να πουληθούν. Τώρα θέλω να γράψω. Σιχάθηκα εδώ. Θα τραβήξω παρακάτω».

Και πήγε στην πολιτεία.

[1] Έρση Χατζημιχάλη, «Ο μικρός γιαλός», σ. 25-27, εκδόσεις Γνώση.

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

όσα της ιστορίας

Το Βυζάντιο, οι Τούρκοι και ο δρόμος του μεταξιού[1]

Το πλέον σημαντικό και ενδιαφέρον από τα έργα που συνέγραψε ο λόγιος πατριάρχης Φώτιος είναι η Βιβλιοθήκη, συλλογή περιλήψεων – σημειώσεων από βιβλία του εθνικού και χριστιανικού παρελθόντος. Οι περιλήψεις αυτές φέρονται να γράφτηκαν για έναν και μόνο αποδέκτη σε κλίμα συγκινησιακά φορτισμένο. Προσφέρονται στον Ταράσιο, τον αγαπημένο αδελφό του Φωτίου, ως χαριστήριο ενθύμιο λίγο πριν από το διπλωματικό ταξίδι του συγγραφέα στους Ασσυρίους.

Παρά τον εσωστρεφή και προσωπικό της χαρακτήρα, η Βιβλιοθήκη, όπως φαίνεται, γνώρισε ευρεία διάδοση. Αυτό τουλάχιστον δείχνει ο αριθμός των 25 χειρογράφων στα οποία έχει διασωθεί μέχρι τις μέρες μας. Στον αριθμό αυτό μπορούν να προστεθούν και εκείνα που περικλείουν μόνο αποσπάσματα από το εκτενές αυτό έργο. Δύο ωστόσο χειρόγραφα που σήμερα απόκεινται στην Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, ο Marcianus graecus 450 του Ι΄ και ο Marcianus graecus 451 του ΙΒ΄ αιώνα, θεωρήθηκαν από τη σχετική έρευνα ως τα βασικά και κύρια τεκμήρια για την κριτική αποκατάσταση του κειμένου.

Ακολουθούν δύο ενδιαφέροντα αποσπάσματα, περί των σχέσεων Βυζαντινών και Τούρκων κατά τη διάρκεια του 5ου και 6ου μΧ αιώνων, μέσα από τις περιλήψεις επί των χρονογραφιών του Θεοφάνους και του Θεόκτιστου, όπως μας τις παραθέτει ο Φώτιος.

Θεοφάνης[2]

Στα ανατολικά του Τάναη κατοικούν οι Τούρκοι, εκείνοι που άλλοτε ονομάζονταν Μασσαγέτες και τους οποίους οι Πέρσες στη γλώσσα του ονομάζουν Κερμιχίωνες. Αυτοί έστειλαν τον καιρό εκείνο δώρα και πρεσβευτές στον βασιλιά Ιουστίνο με την παράκληση να μην κάνει δεκτούς τους Αβέρους. Εκείνος, αφού έλαβε τα δώρα τους και αναταπέδωσε τις φιλοφρονήσεις τους, τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους. Όταν αργότερα ήρθαν οι Άβαροι και παρακαλούσαν να κατοικήσουν την Παννονία και να ζήσουν ειρηνικά, εξαιτίας της υπόσχεσης που είχε δώσει και της συμφωνίας που είχε κάνει με τους Τούρκους, δεν σύναψε ειρήνη μαζί τους.

Την εκκόλαψη μεταξοσκωλήκων, που δεν ήταν προηγουμένως γνωστή στους Ρωμαίους, την έφερε στο φως κάποιος Πέρσης την εποχή που βασίλευε ο Ιουστινιανός στο Βυζάντιο. Ο Πέρσης αυτός ξεκίνησε από την Κίνα και μετέφερε μέχρι το Βυζάντιο τα αυγά των σκουληκιών μέσα σε μια μαγκούρα. Με τον ερχομό της άνοιξης απόθεσε τα αυγά για να τραφούν πάνω σε φύλλα μουριάς. Κι εκείνα αφού τράφηκαν με φύλλα, έβγαλαν φτερά και προχώρησαν στο επόμενο στάδιο. Όταν αργότερα ο βασιλιάς Ιουστίνος αποκάλυψε στους Τούρκους τον τρόπο εκκόλαψης και καλλιέργειάς τους, προκάλεσε τον θαυμασμό τους, λόγω του ότι οι Τούρκοι κατείχαν τότε τους εμπορικούς σταθμούς και τα λιμάνια των Κινέζων. Προηγουμένως αυτά ήταν στην κατοχή των Περσών, όταν όμως ο Εφθαλάνης, ο βασιλιάς των Εφθαλιτών (από τον οποίο αυτό το έθνος πήρε το όνομά του), νίκησε τον Περόζη και τους Πέρσες, οι μεν Πέρσες τα απώλεσαν, οι δε Εφθαλίτες κατέστησαν κύριοί τους. Τους τελευταίους νίκησαν λίγο αργότερα σε μάχη οι Τούρκοι και τους τα απέσπασαν και αυτά. Ο Ιουστίνος τότε έστειλε τον Ζήμαρχο πρέσβη στους Τούρκους[3]. Κι αυτός αφού φέρθηκε με μεγαλοπρέπεια στους Τούρκους και έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές, επέστρεψε στο Βυζάντιο. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Χοσρόης εξεστράτευσε κατά των Αιθιόπων που διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τους Ρωμαίους και ονομάζονταν στο παρελθόν Μακρόβιοι, τώρα όμως Ομηρίτες[4]. Και στέλνονταν τον μηράνη του, δηλαδή τον στρατηγό των Περσών, συνέλαβε ζωντανό τον βασιλιά των Ομηριτών Σανατούρκη, εκπόρθησε την πόλη τους και υποδούλωσε το έθνος τους.

Θεοφύλακτος[5]

Το έβδομο βιβλίο πραγματεύεται … για τον εμφύλιο πόλεμο που έλαβε χώρα μεταξύ των Τούρκων και περιληπτική έκθεση για την πολιτεία των Τούρκων. Και ανφέρει ότι ο χαγάνος των Τούρκων, αφού σκότωσε τον ηγεμόνα των Αβδελών, δηλαδή των Εφθαλιτών, και υπόταξε το έθνος τους, όπως επίσης και το έθνος των Όγωρ και τους Κόλχους, από τους οποίους αφάνισε μέχρι και τριακόσιες χιλιάδες ανθρώπους, σκότωσε τέλος και τον Τουρούμ που επαναστάτησε εναντίον του και έστειλε επιστολή με το μήνυμα της νίκης στον Μαυρίκιο τον αυτοκράτορα. Υποδούλωσε δε και μέρος των Αβάρων.

Μνημονεύει ακόμη και τα έθνη που κατοικούν στην Ταυγάς και στο Μουκρί[6], όπου οι Άβαροι ηττήθηκαν και διαλύθηκαν. Και τα έθνη Ουάρ και του Χουνί, κατάλοιπα των οποίων εγκαταστάθηκαν επί Ιουστινιανού στην Ευρώπη και έδωσαν στον εαυτό τους το όνομα των Αβάρων.

Αναφέρει και ότι η χώρα των Τούρκων δεν έχει γνωρίσει σεισμούς ή λοιμούς. και για το λεγόμενο χρυσό όρος, για την Ταυγάς, και για τα σκουλήκια που παράγουν το μεταξωτό ύφασμα. Και ότι είναι μεγάλη η παραγωγή μεταξιού στη λεγόμενη πόλη της Χουβδάν. Αναφέρει επίσης για τη σχετική διαδικασία αυτής της παραγωγής. Και για τους Ινδούς που έχουν λευκό δέρμα [Και τα περί των Ινδών των λευκών το σώμα][7].

[1] Φωτίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, «Βιβλιοθήκη Όσα της Ιστορίας», εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2000.
[2] Βιβλιοθήκη, σελ. 151, 153.
[3] Για την πρεσβεία του Ζημάρχου και τους δρόμους του μεταξιού, βλ. Κορδώσης, Ιστορικογεωγραφικά, σελ. 114-119. Διαφορετική εκδοχή της ιστορίας υποκλοπής βρίσκουμε στο έργο του Προκοπίου, Υπέρ των πολέμων, Βιβλ. VII, κεφ. XVII.
[4] Οι Ομηρίτες ήταν λαός της Υεμένης, πιθανότατα ταυτόσημοι με τους Αμερίτες του κωδ. 3.
[5] Βιβλιοθήκη, σελ. 179, 181.
[6] Η Ταυγάς ήταν πόλη κοντά στην Ινδία, ενώ το Μουκρί ο τόπος όπου διασκορπίστηκαν οι Άβαροι.
[7] Για τα θέματα αυτά ο Σιμοκάττης δεν αναφέρει παρά ελάχιστα (Βιβλίο VII, 9). Μνεία λευκών Ινδών κάνει και ο Κτησίας.

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Ψυχολογία

Παραστάσεις[1]

Όταν για πρώτη φορά αντίκρισα από το πλοίο την προκυμαία και τα γραφικά σπιτάκια της Ύδρας, η εντύπωσή μου σχηματίσθηκε από το πλήθος και την ποικιλία των οπτικών αισθημάτων, που τα είχαν προκαλέσει οι αντίστοιχοι εξωτερικοί ερεθισμοί και τα είχε συνθέσει και συλλάβει η αντίληψή μου. Τώρα όμως που εδώ στην Αθήνα ακούω τον συνομιλητή μου να ονομάζει το έμορφο νησί πώς γίνεται να το αναπολώ και να έχω μέσα μου ολοζώντανη την εικόνα του, όπως το πρωτοείδα, αφού δεν έχω μπροστά μου το ίδιο το αντικείμενο, για να προσβάλει τα αισθητήριά μου όργανα;

Η εξήγηση που δίνει η επιστήμη είναι η εξής:
Και όταν ακόμη πάψουν να ενεργούν οι εξωτερικοί ερεθισμοί που τις είχαν προκαλέσει, οι εικόνες των πραγμάτων δεν χάνονται για τη συνείδησή μας, αλλά διατηρούνται σε κατάσταση ετοιμότητας. Και μόλις δοθεί η αφορμή ξαναγεννιούνται μόνες τους. Αυτή τη φορά η διέγερση δεν έρχεται απέξω στα περιφερικά αισθητήρια όργανα, αλλά γίνεται απευθείας στα εγκεφαλικά κέντρα που είχαν λειτουργήσει για να σχηματισθεί η αρχική αντίληψη. Αυτά δραστηριοποιούνται και αναπαράγουν την εικόνα με το υλικό που είχαν αποθησαυρίσει.

Έτσι μπορούμε και «βλέπομε» με κλειστά μάτια αγαπημένα μας πρόσωπα που έχουν από καιρό εγκαταλείψει τον κόσμο, «ακούμε» τη φωνή τους, «αισθανόμαστε» τη ζεστασιά των χεριών του σα να τα έχομε πάλι μπροστά μας και να επικοινωνούμε μαζί τους.

Αυτές οι υστερογενείς εικόνες ονομάζονται παραστάσεις.
Οι παραστάσεις αποτελούν το εποπτικό κεφάλαιο της πείρας, που συσσωρεύεται με τη μάθηση. Η ικανότητα να αποταμιεύει τις εντυπώσεις του με τη μορφή παραστάσεων και να και να έχει τις πληροφορίες του είδους τούτου στη διάθεσή του, όταν τις χρειάζεται για ν’ αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις, είναι ένα από τα πνευματικά προσόντα που έδωσαν στον άνθρωπο το προβάδισμα μέσα στο βασίλειο των ζώων.

Τα στοιχεία από τα οποία σχηματίζονται οι παραστάσεις μας είναι, κατά κανόνα, γνωστά από προηγούμενες εντυπώσεις. Επομένως είναι εύλογο ότι ο γεννημένος τυφλός δεν μπορεί να έχει οπτικές παραστάσεις. Επίσης, όποιος πάσχει από δαλτονισμό μπορεί να έχει παραστάσεις με όλα τα άλλα χρώματα εκτός από το κόκκινο και το πράσινο του φυσιολογικού ανθρώπου.

Διακρίνομε δύο είδη παραστάσεων: τις μνημονικές και τις φανταστικές. Οι πρώτες αναφέρονται σε αντικείμενα πραγματικά που έπεσαν στην αντίληψή μας. Οι δεύτερες σε αντικείμενα φανταστικά, πλάσματα της φαντασίας μας. Και των φανταστικών παραστάσεων η «ύλη» μας είναι γνωστή από προηγούμενες εντυπώσεις. Ο συνδυασμός όμως των στοιχείων που την αποτελούν, δηλαδή η «μορφή» της εικόνας, είναι δημιούργημα της δικής μας αυτενέργειας.

Μνήμη και Φαντασία

Την ικανότητα να διατηρούμε τις εντυπώσεις με τη μορφή παραστάσεων και να τις ξαναπλάθομε, ονομάζομε μνήμη.

Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι οι ψυχικές εικόνες μετά την παύση των ερεθισμών που προκάλεσαν τα αντίστοιχα αισθήματα, δεν εξαφανίζονται αλλά αφήνουν απάνω στη φαιά ουσία του εγκεφάλου ίχνη που ονομάστηκαν με την ελληνική λέξη εγγράμματα[2]. Ποια είναι η φύση αυτών των εγγραμμάτων, και πώς είναι δυνατόν απάνω στην περιορισμένη επιφάνεια των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου να αποθηκευτεί τόσο πλήθος και τέτοια ποικιλία παραστάσεων, όσες διατηρεί η μνήμη του ανεπτυγμένου ανθρώπου, δεν μπορούμε να το εξηγήσομε. Πρώτος ο Πλάτων[3] παρομοίωσε την ψυχή με «κήρινον εκμαγείον», όπου χαράζονται οι εντυπώσεις, όπως – θα λέγαμε σήμερα – αποτυπώνεται η φωνή απάνω σε ένα φωνογραφικό δίσκο. Οπωσδήποτε, παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που παρουσιάζει, άλλη εξήγηση φυσιολογική του φαινομένου δεν χωρεί.

Μετά τη νευρική διέγερση που προκαλεί η εντύπωση, το νευρικό σύστημα δεν μένει στην ίδια κατάσταση όπου ήταν πριν από τον ερεθισμό. Αλλιώνεται εσωτερικά. Αυτής της μεταβολής τα ίχνη τα διατηρεί επί απροσδιόριστα μακρό χρονικό διάστημα. Και όταν δοθεί αφορμή, με μια νέα διέγερση, τα ίχνη που αντιπροσωπεύουν τις παραστάσεις σε κατάσταση αναμονής, γίνονται ενεργά και έτσι ξαναπλάθονται οι αντίστοιχες ψυχικές εικόνες. Επειδή δε τα νευρικά κύτταρα του συστήματος συνδέονται στενά το ένα με το άλλο, η ενεργοποίηση των «εγγραμμάτων» απάνω σε μερικά κύτταρα μεταδίδεται διαμέσου των συνδέσμων και στα ίχνη που έχουν χαραχτεί απάνω σε άλλα μέρη της κυτταρικής επιφάνειας, και έτσι μια παράσταση μπορεί να ανασύρει πίσω της ολόκληρη σειρά άλλων.

Απέναντι στις παραστάσεις της η συνείδηση έχει τη δύναμη να ενεργεί διαμορφωτικά μα δική της πρωτοβουλία και να τις μετασχηματίζει σε νέα πλάσματα. Διασπά τις ψυχικές εικόνες στα συστατικά τους στοιχεία και ύστερα ανασυγκροτεί αυτά τα στοιχεία σε νέες μορφές, διαφορετικές από εκείνες που είχε αρχικά αντιληφθεί με τις αισθήσεις. Αυτή τη λειτουργία, τη διαφορετική από τη μνήμη, ως προς το πρόγραμμα και το έργο της, την ονομάζομε φαντασία, και τα προϊόντα της, παραστάσεις φανταστικές. Οι φανταστικές παραστάσεις συγκρινόμενες με τις μνημονικές , ως προς την «ύλη», δηλαδή ως προς το περιεχόμενό τους, δεν παρουσιάζουν τίποτα το νέο. Το νέο σ’ αυτές είναι η «μορφή», δηλαδή ο πρωτότυπος και άγνωστος από την προηγούμενη πείρα τρόπος που συνδυάστηκαν στοιχεία μνημονικών παραστάσεων, για ν’ αποτελέσουν νέες ψυχικές εικόνες. Στην αναμόρφωση λοιπόν του εποπτικού υλικού, του αποθησαυρισμένου στη συνείδηση, έγκειται η δημιουργική ενέργεια της φαντασίας.

[1] Ε. Π. Παπανούτσου, «Ψυχολογία», κ. 7, σ. 71 επ., Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1985.
[2] R. Semon
[3] Θεαίτητος 191 κ. επ.

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Λογοτεχνία

Ο Σοφός Θυρωρός[1]

Μέσα στην κουζίνα ο Φίλιππος ο θυρωρός έβγαζε λόγο. Γύρω τον άκουαν ο αμαξάς, ο λακές, δυο καμαριέρες, ο μάγερας, η μαγέρισσα και τα δυο παιδιά του που δούλευαν κι αυτά στην κουζίνα. Κάθε πρωί έκανε κήρυγμα. Εκείνο το πρωί μιλούσε για τα γράμματα.

- Και ζείτε όλοι σας σαν ένας γουρουνόλαος, έλεγε, κρατώντας στο χέρι το καλπάκι του. Κάθεστ’ εδώ χάμου σα γομάρια κ’ έξω απ’ την αμάθεια δε νιώθετε κανένα πολιτισμό. Ο Μίσκας παίζει τα στραγάλια, η Ματρένα με τα καρύδια, ο Νικήφορ ξύνει τα δόντια του. Μυαλό είναι’ αυτό; Αυτό δεν είναι από το μυαλό, παρά απ’ την αμυαλοσύνη. Δεν έχετε μέσα σας καθόλου ικανότητα μυαλού! Και γιατί;
- Έτσι είναι, όπως το λες, Φίλιππε Νικάντριτς,
επιδοκιμάζει ο μάγερας. Το ξαίρουμε πόσο αξίζει το μυαλό μας το μουζίκικο. Μπας και νιώθουμε κ’ εμείς τίποτα;
- Και γιατί δεν έχετε ικανότητα μυαλού;
συνεχίζει ο θυρωρός. Γιατί δεν έχει το σόι σας πραγματική αντίληψη. Και βιβλία δεν διαβάζετε και για τας Γραφάς δεν έχετε καμιάν έννοια. Δεν πιάνετε κανένα βιβλίο να κάθεστε να διαβάσετε. Γράμματα τόσο – τόσο ξαίρετε, τα τυπωμένα τα ξεχωρίζετε. Να, εσύ, Μίσκα, να ‘παιρνες κανένα βιβλίο να διαβάζεις μέσα δω. Και για σένα όφελος και για τους άλλους ευχαρίστηση. Στα βιβλία μέσα για όλα τα πράματα έχει συζήτηση. Εκεί και για το φυσικό και για το θεϊκό, για τις χώρες που είν’ στον κόσμο. Πώς κ’ από τί γίνεται το κάθε πράμα, πώς κάθε λαός μιλεί λογής γλώσσες. Και για την ειδολωλατρεία γράφει. Για όλα θα βρεις στα βιβλία, μόνο να ‘χεις όρεξη. Κάθεσαι στη γωνιά και μασάς και πίνεις. Ίδια τα ζώα, τα άλογα. Φτου!
- Νικάντριτς, είναι καρός να πάτε, η ώρα σας είναι,
είπ’ η μαγέρισσα.
- Ξαίρω εγώ! Δεν είναι δουλειά δική σου να μου το πεις. Να παραδείγματος χάρη – να πούμε, πάρτε εμένα. Τί είν’ η δουλειά μου τώρα στα γεράματα; Πώς να την ικανοποιήσω την ψυχή μου; Δεν υπάρχει καλύτερο επ’ το βιβλίο, για, την εφημερίδα. Τώρα θα πάω, είν’ η ώρα μου. Θα κάτσω στην αυλόπορτα τρεις ώρες. Θαρρείτε πως θα χάσκω για να φλυαρώ ανοησίες με τις γυναίκες; Όχι, δεν είμ’ από κείνους! Θα πάρω μαζί μου ένα βιβλίο, θα κάτσω και θα διαβάσω και θα ευχαριστηθώ. Έτσι.

Ο Φιλίππ, πήρε απ’ την ντουλάπα ένα παλιό πολυτριμμένο βιβλίο και το ‘χωσε στον κόρφο του.

- Να εμένα η απασχόληση. Από παιδάκι συνήθισα. Η παίδεψη είναι φως κ’ η απαιδευτοσύνη το σκοτάδι, έτυχε να τ’ ακούσετε; Έτσι είναι, έτσι …

* Η συνέχεια του διηγήματος στην σελίδα του ΔημοΔιδάσκαλου
[1]
Άντον Τσέχωφ, «Οι αναποδιές της ζωής», εκδόσεις Ηριδανός.