Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Ιστορικές Μνήμες

Τα χιλιοειπωμένα[1]

Είχα παρακολουθήσει τη Μικρασιατική Εκστρατεία του 1921 από τη Σμύρνη μέχρι και πέραν του Σαγγαρίου, ως πολεμικός ανταποκριτής αθηναϊκών εφημερίδων.

Έζησα έντονα τη μεγαλειώδη εκείνη προσπάθεια του Γένους σε όλες τις φάσεις της, επικές και δραματικές.

Απεκόμισα ανεξίτηλες εντυπώσεις, αξερίζωτα βιώματα.

Δεν είμαι καθόλου πολεμοχαρής.

Δεν δύναμαι όμως ν’ αποκρύψω τα αισθήματα θαυμασμού και περηφάνειας, που συγκλόνιζαν την ψυχή μου όταν αντίκρυζα εκ του πλησίον τις ελληνικές φάλαγγες να προελαύνουν νικηφόρες στα βάθη της Μικράς Ασίας, τα πανταχού κατάσπαρτα από ιστορικά ίχνη, από σεπτά κειμήλια, από αθάνατα λείψανα του αρχαιοελληνικού, του ελληνιστικού και του βυζαντινού πολιτισμού μας.

Ασταθείς είναι πάντοτε των πολέμων οι τύχες …

Αν η εκστρατεία εκείνη είχε, για τους γνωστούς εσωγενείς και εξωγενείς λόγους, άδοξο τέλος και καταστροφική συνέπεια, παρά τούτο, ασυγχώρητη θα ήταν εθνική παράλειψι και αγνωμοσύνη να παροραθούν και να αγνοηθούν τα επιτευχθέντα τότε σπουδαία κατορθώματα του Εθνικού μας Στρατού, που προσθέτουν σελίδες τιμής στην ιστορία της πολεμικής αρετής των Ελλήνων.

Ανήκει για τούτο πας αίνος στους ηρωικούς άθλους των μαχητών της Μικράς Ασίας – όπως ανήκει πας θρήνος στο αποτρόπαιο ξερίζωμα του Ελληνισμού της, που υπερβαίνει σε απανθρωπιά κάθε πολεμικήν αιματοχυσία.

Το Ελληνικόν Έθνος οφείλει να μη λησμονήση ποτέ, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ούτε το πολεμικό άθλημα ούτε το φυλετικό ξερίζωμα. Όπως δεν ελησμόνησεν επί τέσσερες αιώνες το 1453, έτσι δεν πρέπει να λησμονηθή, ακόμη κι αν χρειαστούν αιώνες, το 1922.

Έθνη που λησμονούν εύκολα, είτε τους θριάμβους των είτε τους ολέθρους των, είναι καταδικασμένα σε ιστορικόν εξαφανισμό.

Χιλιοειπωμένο είναι αυτό που λέγω. Αλλά στην πολυτάραχη εποχή των αδόκιμων και αλλοπρόσαλλων νεοκραυγασμάτων, που ζούμε, σκόπιμο είναι να ξανακούγωνται συχνότερα και τα δόκιμα, τα συνετά, τα σταθερά χιλιοειπωμένα …

[1] Γιώργου Αθάνα (1893 – 1987), Ιστορικά Μελετήματα, Εις μνήμην Μικρασίας, σελ. 258-259, Ίδρυμα Γ & Μ Αθανασιάδη – Νόβα, Ναύπακτος 1998.