Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

Οικονομία

περί τοκογλυφίας και υπονόμευσης του μικρού και μεσαίου παραγωγού[1]

Η διαμόρφωση της κοινωνικής ομάδας των μεγαλεμπόρων που ελέγχουν τις παραδοσιακές, δηλαδή τις τοκογλυφικές, δανειστικές σχέσεις, χρονολογείται πολύ πριν την ελληνική επανάσταση και συχνά οι σχέσεις αυτές θα πρέπει να συνδυάζονται με την ενοικίαση των φορολογικών προσόδων για λογαριασμό του οθωμανικού κράτους. Η διαδικασία διαμόρφωσης της κυριότερης κεφαλαιουχικής ομάδας συμπίπτει με τη διαμόρφωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Τα ισχυρά τους ερείσματα στην ελληνική κοινωνία δεν οφείλονται στην παλαιότητά τους, αλλά στο ότι, εκτός από το εμπόριο, ελέγχουν σχεδόν αποκλειστικά την πίστη που προσφέρουν προς πολλαπλές κατευθύνσεις σε μια σχέση τοκογλυφικού δανεισμού. Η γενικευμένη έλλειψη κεφαλαίων που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία μετά την επανάσταση θα πρέπει να επιτείνει τον έλεγχο που ασκεί η ομάδα αυτή στην αγροτική παραγωγή διαμέσου της χρηματοδότησής της με όρους τοκογλυφίας. Η σχέση εμπορικού τοκογλυφικού κεφαλαίου και παραγωγής είναι ο θεμελιακός όρος της οικονομικής κυριαρχίας των μεγαλεμπόρων.

Η μεγάλη ζήτηση πιστώσεων στην Ελλάδα την ίδια περίοδο δεν εξυπονοεί κάποια ιδιαίτερα έντονη οικονομική δραστηριότητα συνδυασμένη με μια διαδικασία αποπτώχευσης. Η κατηγορία του πληθυσμού, όπου μια παρόμοια διαδικασία θα μπορούσε να αναπτυχθεί, είναι οι αγροτικές οικογένειες μικρών καλλιεργητών που αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία του συνολικού και του παραγωγικού πληθυσμού. Αυτή η κατηγορία του πληθυσμού διαθέτει τόση καλλιεργήσιμη έκταση ανά οικογένεια ώστε να είναι δυνατή η αναπαραγωγή της, κυρίως διαμέσου της αυτοκατανάλωσης μέρους των παραγόμενων προϊόντων. Η αυτοκατανάλωση είναι οικονομική συμπεριφορά παλαιότερη από την ίδια την ελληνική κοινωνία. Στην περίοδο που εξετάζουμε, ο βαθμός της αυξάνεται στις περιοχές των μικτών καλλιεργιών και μειώνεται εκεί όπου το παραγόμενο προϊόν έχει άμεσες χρηματικές απολαβές για την αγροτική οικογένεια. Οι ισορροπίες αυτές αρχίζουν αργά να ανατρέπονται μόνο από τη δεκαετία του 1870. Η μεγάλη ζήτηση πιστώσεων οφείλεται στην έλλειψη μετρητών στο επίπεδο των άμεσων παραγωγών, γεγονός που εξηγεί την προσφυγή τους στον τοκογλυφικό δανεισμό ενόψει των φορολογικών και καλλιεργητικών αναγκών της αγροτικής οικογένειας. Το επιτόκιο κυμαίνεται από 15% ως 45% για μια διάρκεια μέχρι ένα χρόνο, που αφορά στην αγροτική παραγωγή. Η διάρκεια του δανεισμού μπορεί να αυξάνεται εφόσον οι δανειζόμενοι, συνήθως έμποροι ή οι ελάχιστοι ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης, διαθέτουν υποθηκευμένο αντίκρισμα, αλλά με κεφαλαιοποίηση των απλήρωτων τόκων και συνεπώς ιλιγγιωδώς αυξανόμενο επιτόκιο. Στις τοκογλυφικές δανειστικές σχέσεις μεταξύ εμπορικού κεφαλαίου και αγροτικής παραγωγής, εγγύηση για το δανειστή αποτελεί το προϊόν που προκύπτει από την εργασία της αγροτικής οικογένειας. Το δάνειο εξοφλείται σε είδος με το σύστημα της προαγοράς της εμπορευματοποιήσιμης παραγωγής. Η τιμή αυτή κυμαίνεται ανάλογα με την καλλιέργεια, τη σχέση ζήτησης και προσφοράς δανείων και το βαθμό της φορολογικής πίεσης. Η φορολογική επιβάρυνση της παραγωγής στην περίπτωση των μικρών καλλιεργειών, που αφορά στη μεγαλύτερη έκταση των εδαφών και στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, υπολογίζεται στο ακαθάριστο προϊόν και εξοφλείται κατά ένα ποσοστό σε είδος. Η επιβάρυνση αυξάνει όταν ο καλλιεργητής είναι ενοικιαστής εθνικής γης.

Το συμφέρον των εμπόρων – τοκογλύφων είναι να μην κυκλοφορούν μετρητά στο επίπεδο των άμεσων παραγωγών, ώστε να ελέγχουν την παραγωγή τους ως χρηματοδότες της. Άλλωστε, ως κύριοι κάτοχοι του πλούτου σε μεταλλικό νόμισμα και σχεδόν αποκλειστικοί διακινητές του, ελέγχουν την κυκλοφορία του χρήματος, προσανατολίζοντάς την με βάση τα εμπορικά και χρηματιστικά τους συμφέροντα. Θα ήταν σοβαρή υποτίμηση του κοινωνικού ρόλου των μεγαλεμπόρων – τοκογλύφων να τους ονομάσουμε μεταπράτες : Η σύνθετη οικονομική δραστηριότητά τους ξεπερνάει κατά πολύ την απλή αγορά και μεταπώληση ενός προϊόντος. Και το κυριότερο είναι ότι η χρηματοδότηση της παραγωγής διαμέσου της τοκογλυφίας επιτρέπει τη ρύθμιση της τιμής του προϊόντος στον τόπο της παραγωγής, δηλαδή τη διαμόρφωση ενός χαμηλού κόστους εργασίας και συνεπώς φθηνού για τον έμπορο προϊόντος. Τα δεδομένα αυτά μας επιτρέπουν να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι η τοκογλυφική πίεση αποτελεί τον κύριο μηχανισμό ιδιοποίησης της γαιοπροσόδου από το εμπορικό κεφάλαιο. Οι σχέσεις εκμετάλλευσης που εξυπακούονται διαμορφώνονται μεταξύ εμπόρων – τοκογλύφων και των αγροτικών οικογενειακών μονάδων παραγωγής. Η ιδιοποίηση μέρους της γαιοπροσόδου που πραγματοποιεί το κράτος διαμέσου της φορολογίας είναι συμπληρωματική της ιδιοποίησης που πραγματοποιούν οι έμποροι – τοκογλύφοι, στο βαθμό που η δεύτερη εντάσσεται σε μια διαδικασία χρηματικής συσσώρευσης, από ιδιώτες.


[1] από τα «Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας», Πέτρου Πιζάνια, «δανειστικές σχέσεις και οικονομική κυριαρχία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», σελ. 302-304, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1991