Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Ελληνισμός

περί της ελληνικότητας των αλβανικών φύλων[1]
η περίπτωση των Μποτσαραίων

Η καταγωγή της οικογένειας Μπότσαρη χάνεται εις τα βάθη των αιώνων και εις το σκιόφως του θρύλου. Είνε βέβαιον ότι προήρχετο από βορειοτέρας πηγάς και κατεστάλαξε μέχρι του Σουλίου συν τη παρίδω χρόνου αιώνων. Το πιθανώτερον είνε ότι πρόκειται περί πατριάς συμπολεμιστών του μεγάλου Αλβανού πολεμάρχου Σκεντέρμπεη. Μετά τον θάνατον τούτου, εφ’ όσον η εξάπλωσις των Τούρκων επεξέτείνετο και ο εξισλαμισμός των Αλβανών επετείνετο, τα ορθόδοξα πολεμικά φύλα ανεζήτουν καταφύγιον ολονέν προς νότον διά να περισώσουν εκεί την κιβωτόν της θρησκευτικής των πίστεως και το παλλάδιον της εθνικής των ελευθερίας. Η θεία πρόνοια είχε προορίση τους αγόνους και τραχείς βράχους του Σουλίου ως την Ακρόπολιν της πολυπλάγκτου πολεμικής των περιπετείας.

Κατά την προφορικήν παράδοσιν της οικογενείας Μπότσαρη οι παλαιότατοι πρόγονοι αυτών είχον λάβη μέρος εις την μάχην του Κοσυφοπεδίου. Ο πρώτος όμως ονομαστί αναφερόμενος είνε ο Σπύρος Μπότσαρης, ο οποίος και πρώτος εισήγαγεν την χρήσιν πυροβόλων όπλων, φονεύσας είς τινα μάχην δύο Τούρκους πυροβολητάς και κυριεύσας το τουφέκιόν των. Κατά την βραδύτερον προς νότον κάθοδον της πατριάς ως πρώτος εν Ηπείρω σταθμός αυτής αναφέρεται ο Κακόλακκος, περιφέρεια κειμένη προς δυσμάς των Ιωαννίνων παρά το όρος Μερόπη (Νεμέρσκα). Δεύτερος σταθμός αναφέρεται το χωρίον Δράγανη της Παραμυθιάς. Από εκεί ανέβηκαν εις τας απροσίτους κλεισωρείας του Σουλίου. Τούτο πρέπει να είχε γίνη περί τας αρχάς ή τα μέσα του 17ου αιώνος. Ποιος ξέρει αν κάποιος από τους Μποτσαραίους δεν ήτο ο πρωτεργάτης του φόνου του Οθωμανού Σούλη, διά του αίματος του οποίου εκυρώθη, κατά την παράδοσιν, η κατοχή του Σουλίου υπό των αγερώχων επιδρομέων ! Και ποιος ξέρει ακόμη αν κάποιος από τους Μποτσαραίους δεν είχε διαλέξη την καλλιτέραν από τας εξήντα παρθένους, τας οποίας, κατά την παράδοσιν, είχον απαγάγη από γειτονικήν πανήγυριν ισάριθμοι άλκιμοι Σουλιώτες καθώς άλλοτέ ποτέ οι Ρωμαίοι τας γυναίκας των Σαβίνων !

Ο κορυφαίος της γενεάς των Μποτσαραίων, ο κορυφαίος του γένους των Σουλιωτών υπήρξεν, αναμφισβητήτως, ο Μάρκος. Εις αυτόν είχε συμπυκνωθή το δριμύτερον απόσταγμα της Σουλιώτικης ευψυχίας. Εις αυτόν είχε κυβισθή η Μποτσαρέϊκη ευγένεια, πολιτικότης και ανδρεία.

Ο Σουλιώτης ποιητής Χρήστος Χρηστοβασίλης το εκφράζει επιγραμματικά με το λιτό του δίστιχο:

«Και στην πανένδοξη γενιά των Μποτσαραίων όλων
Ο πειό μεγάλος Μπότσαρης, ο πειο τρανός Σουλιώτης!»

Ο Μάρκος έχει καταλάβη πλέον ή δικαίως, πλέον ή επαξίως μίαν από τας πρώτας θέσεις εις το πάνθεον των ηρώων της εθνικής παλιγγενεσίας. … Το ιδανικόν της εθνικής αποκαταστάσεως τον ενέπνεε βαθύτατα. Και το συνέχεε, το συνήνωνε, το συνέπλεκε με το ιδανικόν της αναστάσεως του αρχαίου Ελληνισμού. … Έβλεπε μίαν Ελλάδα ένδοξον, λαμπράν, ακτινοβόλον με μεγάλους άνδρας καθώς εκείνοι της αρχαιότητος των οποίων εγνώριζε τα ονόματα, των οποίων εθαύμαζε τας πράξεις, των οποίων ησθάνετο το μεγαλείον. Συχνάκις ανέφερε τους μεγάλους άνδρας της αρχαιότητος και τας εξόχους πράξεις των όταν ήθελε να παραδειγματίσεη, όταν ήθελε να φρονιματίση τους συντρόφους του, τους φίλους του. Και οι λόγοι του έκαμναν πάντοτε βαθείαν εντύπωσιν. Αναφεέρεται ότι μεγάλην αίσθησιν είχε κάμη λόγος του περί καταφρονήσεως των υλικών αγαθών και περί του προς την πατρίδα έρωτος, τον οποίον είχε εκφωνήση, διερχόμενος εκ Μεσολογγίου, ενώπιον των συνεδριαζόντων εκεί αντιπροσώπων της Δυτικής Ελλάδος.

Είχε συλλάβη το σχέδιον της ιδρύσεως μεγάλου Ελληνοαλβανικού Κράτους και επίστευε εις αυτό. Διά τους γνωρίζοντας την γενικήν και την τοπικήν κατάστασιν των χρόνων εκείνων το πολιτικόν τούτο σχέδιον του Μάρκου δεν ήτο άμοιρον μεγαλοφυΐας καθώς δεν ήτο άμοιρον δυνατότητος. Προς εφαρμογήν του σχεδίου του κινούμενος είχε αρχίση, όταν ευρίσκετο εις Αγκώνα της Ιταλίας, την σύνταξιν Ελληνοαλβανικού Λεξικού.

Ο Μάρκος εγεννήθη στο Σούλι το 1790. … Ο εθνομάρτυς καλόγερος Σαμουήλ τον είχε διδάξη τα πρώτα γράμματα και του είχεν εμπνεύση τον σφοδρόν έρωτα της ελευθερίας και τον ιερόν ζήλον της μιμήσεως των μεγάλων ανδρών. … Εξ απαλών ονύχων ησκήθη συγχρόνως, εν μέσω των περιπετειών της οικογένειάς του και της πατρίδος του, εις την παριφρόνυσιν των κινδύνων, εις την χρήσιν των όπλων, εις την τέχνην του πολέμου.

Το 1822 μεσουρανεί εις την υπεράσπισιν του Μεσολογγίου κατά την πρωτην πολιορκίαν του. Πολιτευθείς δεξιώτατα τον Ομέρ-Βρυώνην κατώρθωσε να χρονοτριβήση μέχρις ότου κατέφθασαν αι αναμενόμεναι ενισχύσεις. Και τότε, καθώς λεγέι το Δημοτικό τραγούδι:

«… Ο Μάρκος αποκρίθηκε με το σπαθί στο χέρι
Στην πόρτα τάχω τα κλειδιά του Κάστρου κρεμασμένα
κι’ αν είσαι άξιος και καλός έλα ξεκρέμασέ τα !»

Το 1823 διωρίσθη Αρχιστράτηγος της Δυτικής Ελλάδος. Και ολίγον κατόπιν εξεκίνησε για το Καρπανήσι, για τον θάνατον, για την αθανασίαν. Ήτο τότε 33 μόνον ετών.

[1] Γ. Αθάνα, Ιστορικά Μελετήματα, Οι Μποτσαραίοι, σελ. 14 επ., έκδοση Ιδρύματος Γ. & Μ. Αθανασιάδη – Νόβα, Ναύπακτος 1998.