Τρίτη 28 Απριλίου 2009

το κακό και το περιττό

Το λαμπρό αμάξι[1]

Δε μ’ αναγνωρίζεις ;
- Όχι.
— Είμαι ο Πούλος...
— Ό Πούλος ; Μήπως ο συμμαθητής μου ;
— Ναι, στο Βαρβάκειο...
— Γιώργη !
— Μηνά !
Φιλήθηκαν. Οι ενθύμησες του Βαρβακείου άρχισαν και περνούσαν, σεβάσμια λιτανεία, μπροστά στην όποια πήγαινε με μεγαλοπρέπεια ο κουλουρτζής. Τί μηδενικά ! Τί ξύλο ! Τί χάρτινα κοκόρια ! Τριάντα χρόνια πέρασαν. Ειν’ αγνώριστοι.
— Για πες μου, Πούλο, είπεν ο Μήνας. Είσαι ο εκατομμυριούχος πού ακούγεται τώρα τελευταία ; Ή συγγενής του ;
Ο βαθύπλουτος χαμογέλασε με φιλαρέσκεια.
— Ένας Πούλος πλούσιος υπάρχει, απάντησε. Μα δεν έχω και τόσα. Με παραλένε ... Κ’ εσύ, Μηνά ;
— Γραφέας του στρατοδικείου, είπεν ο Μήνας.
Δυο κόσμοι ! Έσφιγγαν ακόμα τα χέρια, όταν είπαν καθένας την κατάσταση του ... και τ’ άφηκαν με δυσπιστία. Ένοιωσαν πως ανάμεσα τους είναι τα πράγματα. Ωστόσο, ο πλούσιος έκαμεν ένα ευγενικό κίνημα.
— Περιουσία είναι μόνο οι παλιοί φίλοι, είπε. Θέλω, καϊμένε, να τα πούμε. Να περάσω απ’ το γραφείο σου; Αύριο ;
— Όπως θέλεις.
Την άλλη μέρα σταμάτησεν έξω απ’ το στρατοδικείο το λαμπρότερο ιδιωτικό αμάξι της Αθήνας και ζήτησε τον φτωχόν υπάλληλον με τις 150 δραχμές το μήνα. Ό Μηνάς, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο, ντράπηκε ... Μα τούτο είναι θέατρο ! Να κατεβή ; Ν’ άρνηθη ; Κατέβηκε. Ό βαθύπλουτος φίλος τον πήρε περίπατο. Ήταν ένα αμάξι ! Όλα του άξιζαν, ως την τελευταία του βίδα. Τ’ άλογα του ήταν κατάμαυρα και το ρυθμικό των πάτημα άφηνε μια χαυνωτική μουσική. Ό Μηνάς ήταν στενοχωρημένος ... Τί θέλει εδώ μέσα ! "Αν τον ιδή κανένας ; Αν έβγαιναν έξαφνα οι φίλοι του απ’ το συνοικιακό καφενείο ή «Πιπεριά» — ω διάβολε !—, σκούρα θα τάχε ! Ωστόσο οι ρόδες κυλούσαν στην οδό Κηφισιάς κι ο κ. Πούλος, χωρίς νάχη την υπομονή να περιμένη, άρχισε την περιγραφή του αμαξιού του. Με λεπτομέρεια καταπληκτική πληροφόρησε το Μηνά για το μισθό των αμαξάδων του, για την ευγενική προέλευση τού λακέ του, για τα προτερήματα και τις ιδιοτροπίες των. Είπε για την καταγωγή των άλογων και για την τιμή των. Προχώρησε στο αμάξι. Από κει κατέβηκε στα λουριά, στις χαβιές — κ' έφτασε στο σεΐζη. Ο Μηνάς πληροφορήθηκε αμέσως για το ρόλο του. Είναι ο φτωχός φίλος τού πλουσίου ! Θα μαθαίνη τις τιμές. Ειν’ ο θεατής. Φουρκίστηκεν αμέσως με τον εαυτό του, για την υποχώρηση πού έκαμε να γνωρίση ένα νεόπλουτο — και πήρε την απόφαση του. Θα κατάργηση αυτή τη σπατάλη στην ύπαρξη του, αφού άλλως τε στην ύπαρξη του δεν υπάρχει τίποτα περιττό. Κακό δεν είναι. Μα και καλό δεν είναι. Μετά τη θριαμβευτική λοιπόν αμαξάδα, αποτραβήχτηκε, παρουσιάζοντας διάφορες λεπτές δικαιολογίες.
Εδώ όμως γελάστηκε. Ο κ. Πούλος δύσκολα θ’ αφήση το φτωχό θεατή να φύγη. Σε λίγες μέρες, καθώς ο Μηνάς πήγαινε στο δρόμο, πέρασε το λαμπρό αμάξι και τον ψάρεψε. « Με ξέχασες ! » του φώναξεν ό πλούσιος. « Έλα δω ! » Ο αμαξάς με τ’ άσπρα του γάντια έσφιξε τα λουριά των περήφανων αλόγων για να σταματήσουν κι ο ξυρισμένος λακές, ίδιος πρέσβυς βορινής αυτοκρατορίας, άνοιγε την πόρτα του αμαξιού ακίνητος. Τρομαγμένος απ’ το θέατρο τούτο, ο Μήνας αναγκάστηκε να τρέξη και να χωθή στο αμάξι. Αφού τούκαμε πικρές παρατηρήσεις ο βαθύπλουτος, τον οδήγησεν αυτή τη φορά σπίτι του. Εκεί τούδειχνε δυο ολόκληρες ώρες ... Τον πήγε στο σαλονάκι της μαστίχας, στη σάλα του λουτρού, στο μπιλιάρδο, στη βορινή ταράτσα, στο μπουφέ. « Αυτό το τραπέζι ειν’ από ξύλο αυστριακό, πού δε σκάει ποτέ ... Αυτή ή σαλαμάντρα καίει σαρανταοχτώ ώρες χωρίς να σβήσει ... Αυτό το σερβίτσιο είναι ... Αυτή η πολυθρόνα έχει δέκα λίρες. Αυτές οι μπίλιες ειν’ ελεφαντόδοντο. Αυτές οι στέκες βιδώνονται.»
Ποτέ ο υπάλληλος του στρατοδικείου δε δίψασε την « Πιπεριά » και τούς φτωχούς του φίλους, όσο αυτές τις δυο ώρες. Μετά την καταμέτρηση τής ξένης περιουσίας, έτρεξε και τούς βρήκε. Ήταν τέσσερες στο καφενείο. Ο απόστρατος υπολοχαγός, ο δικηγόρος χωρίς υποθέσεις, ο εφοριακός υπάλληλος κι ο άνθρωπος πού περίμενε να κερδίση τη δίκη του ... Το μηνιαίο εισόδημα των πέντε, μαζί με του Μηνά, δεν ήταν παραπάνω από 700 δραχμές. Μπροστά σε τόση κολοσσιαία φτώχεια, ο Μηνάς έκρινε χρέος του να έξομολογηθή για τις δυο ώρες που πέρασε μ’ έναν εκατομμυριούχο — δηλώνοντας καθαρά πως ξαναπαίρνει στο καφενείο τη θέση του. Δε θα ξαναπατήση στον πλούσιο φίλο. — Για στάσου ! είπεν ο δικηγόρος. Δεν αφήνουν έτσι ένα βαθύπλουτο. Μπορούσες να τον κάμης καλύτερο! Αν του πής να βάνη το χέρι του έτσι δα ... στη μικρή τσέπη του γελέκου του ..., μπορεί να σώση τον ποιητή μας.
— Τον Κρυστάλλη ! έκαμαν οι άλλοι ξαφνιασμένοι. Να μια ιδέα !
— Δεν έχομε κι άλλη ! Ο γιατρός μούπε σήμερα πως, αν τον πάμε στο Μαρούσι για λίγο, θα δυναμώση το στήθος του και θα γιατρευτή. Όλη η ιστορία είναι πεντακόσιες δραχμές. Μα πώς να βρεθούν ;
— Λοιπόν ;
Όλοι γύρισαν και κοίταξαν το φίλο του πλουσίου. Τούς κοίταξε κι ο Μηνάς. Στη στιγμή ο πλούσιος πήρε τη σημασία της μοίρας ή του θεού.
— Να τις ζητήσω ; είπε. Μα πώς να τις ζητήσω Και σούφρωσε τα χείλια του σα να γεύτηκε λεμόνι ...
— Στο διάολο ! είπεν ο απόστρατος, χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι. Πες του πως θα πεθάνει μια μέρα !
— Σιγά ! είπεν ο δικηγόρος. Έχει κι ο πλούσιος λαβή — πρέπει να τον πιάσουμε από κει πού πρέπει. Καθαρά, Μηνά, θα του πής πως ένας νέος, διωγμένος απ’ την Ήπειρο, χάλασε το στήθος του δουλεύοντας σ’ ένα τυπογραφείο ... Μ’ όλη του την αρρώστεια, πες, γράφει στίχους ... για βουνά και κρύα νερά ... Τον εκτιμούν ο Δούμας, ο Λάμπρος ... Διάβασε του και τίποτα στίχους.
— Στο διάολο ! Τί καταλαβαίνει ο Πούλος από τέτοια ! φώναξε ο απόστρατος και, με νέα γροθιά στο τραπέζι, τίναξε τα νερά των ποτηριών ως το διπλανό τάβλι.
— Πρέπει να τον συγκινήσωμε.
— Θα ψοφήση μια μέρα ! ξανάπεν ο απόστρατος αναμμένος.
— Σωπάτε, είπεν ο Μηνάς.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκεν ο Κρυστάλλης. Ερχόταν απ’ το τυπογραφείο, διψασμένος για φως και για λίγη βοή ανθρώπων. Ήταν σα νάβγαινε στον απάνω κόσμο. Χαιρέτησε τούς πέντε, κάθησε δίπλα σ’ ένα τραπεζάκι, πήρε την « Παλιγγενεσία » και τη διάβαζε. Το ξανθό και κοντό μουστάκι του, στριμμένο με προσοχή, τα χωριάτικα μάτια του, πού, έξυπνα μαζί κι αγαθά, φώτιζαν την ωχρή του όψη, κ’ ή μικρή κλίτσα του, από οξυά Ηπειρωτική, που την κρατούσε για μπαστούνι και της καμάρωνε τα λαϊκά πλουμίσματα, έδειχναν κάθε άλλο παρά ποιητή. Πού η γούνα τού Συνοδινού, το ψηλό του Παράσχου και τα μαλλιά του Νικολάρα ! Μη βλέποντας τίποτε απ’ τα φοβερά σημεία στον ταπεινό Ηπειρώτη, δίστασεν η συντροφιά στην αρχή να πιστέψη πως είναι ποιητής, αφού μάλιστα οι στίχοι του, καθώς λένε, είναι γεμάτοι τσοπάνικες λέξεις. Μα με τέτοιο λεπτό και συμπαθητικό μυστήριο τον είχε περιτυλίξει ο Μηνάς — αυτός τους τον είχε γνωρίσει —, παρασταίνοντας τον καϊμό του για την Ήπειρο και τον αγώνα του για τη ζωή, ώστε τους άγγιξε την ψυχή — και να ! οι τέσσερες απλοϊκοί πελάτες της « Πιπεριάς », πού δεν είχαν ποτέ κανένα ενδιαφέρον για τα γράμματα και την ποίηση, βρέθηκαν άξαφνα ενωμένοι σε μια ευγενική συνωμοσία για τον ποιητή — αφού τόσες άλλες φροντίδες γι' αυτόν είχαν αποτύχει.
Έτσι ο Μηνάς, πού δε ζήτησε τίποτα στη φτωχή ζωή του από κανένα, χτύπησε το κουδούνι του εκατομμυριούχου.
Μια βαρύτατη πόρτα άνοιξε με μοναδική οκνηρία από ένα θυρωρό, πού ο Μηνάς τον βρήκε αμέσως περιττό, καθώς και ήταν. Μέσα από αμέτρητα αντικείμενα, από περιττά έπιπλα, φορτωμένα με βασανισμένα σκαλίσματα, από βαριές σάλες βυθισμένες σε κρύα επισημότητα, η οποία φώναζε τις τιμές και τις μάρκες, ο καλός μας γραφέας τού στρατοδικείου, ακολουθώντας ένα περιττό καμαριέρη, οδοιπορούσεν απάνω σε χαλιά κι όλο πήγαινε και δεν έφτανε. Επί τέλους, κάποτε απάντησε τον άνθρωπο, στον όποιον χρησίμευεν όλο εκείνο το διάστημα ! Ό πλούσιος τον δέχτηκε με χαρές και χτυπήματα στην πλάτη. Αφού τον έβαλε να καθήση σε μια τεράστια πολυθρόνα που του χτυπούσε τα κόκκαλα και κάθησεν ο ίδιος μπροστά σ’ ένα ακριβότατο γραφείο χωρίς γραφικά είδη, τον ρώτησε πώς ήταν αυτό το ευχάριστο.
— Έχω, καϊμένε, κάτι να σου πω, είπεν ο Μηνάς και ξεροκατάπιε.
Κομπιάζοντας, ιδρώνοντας, το είπε. Αλλιώτικα τα είχε σχεδιάσει, αλλιώτικα τ’ άρχισε. Κι αφού τ’ ανακάτεψε δυο τρεις φορές και τάχασε, τάφερεν επί τέλους στην άκρη. Ο πλούσιος άκουσε με προσοχή και με το μάτι καρφωμένο απάνω του.
— Καλά ! απάντησε. Κάτι θα κάνω γι’ αυτόν το νέο. Πέρασε την Τετάρτη. Αυτήν την ώρα.
Απ’ τη χαρά του ο Μηνάς έτρεχε σχεδόν στο δρόμο.
Ο πλούσιος έμεινε μόνος του ... και μετάνοιωσε. Βηματίζει απάνω και κάτω. Τί έκαμε ; Υποσχέθηκε. Ήταν ασυλλόγιστο. Έπρεπε να πή « αδύνατο » ! Τάβαλε με τον εαυτό του. « Ποιητής ; Ταμπουράδες δηλαδή ! Ο Μηνάς λοιπόν θα με πήρε για λάχανο, αφού ζητάει να πληρώσω λαλούμενα ... » Σταμάτησε. Σαν αστραπή ο νους του αναμετράει την περιουσία του. Έπειτα πιάνει τη μέση του. Νοιώθει πώς ξύπνησε κάποιος ρευματισμός του. Άλλος ένας στο δάχτυλο. Είναι τηλεγραφήματα ! Συλλογιέται πως η ζωή είναι λίγη ... Άκουσε κάποτε διάκο με ψιλή και τραγική φωνή να λέη το Ευαγγέλιο: « Άφρον, άφρον, ταύτη τη νυκτί ... » Γέρνει προς το μέρος της καλωσύνης. Θα θυσιάση τις πεντακόσιες δραχμές. Τις μισές καλύτερα ... Έτσι γίνονται και τα δυο. Μα πάλι δεν πρέπει να κάμη τόσο κακή φιγούρα στο Μηνά. Θα τις δώση καλύτερα όλες. Μα όλες είναι πολλές. « Α, όχι ! »
Κι αρχίζοντας μετρήματα και πολύπλοκη αριθμητική, καθώς πήγαινε δώθε, κείθε και βγάζοντας αυτές τις πεντακόσιες δραχμές, έβλεπε πως στην τεράστια περιουσία του γίνεται μια μικροσκοπική τρύπα — πού μολαταύτα είναι κάτι τι. Μια δαπάνη πού δε θα δώση τίποτα. Και συλλογιέται: « Αν αυτός ο ένας γίνη δυο ; Αν βρεθή κι άλλος Μηνάς ; Και παρακάλεση γι’ άλλον ; Και βοηθήση δεύτερο, τρίτο, τέταρτο; Η τρύπα θα μεγαλώση. Αν ο διάβολος τα φέρη και πέσουν οι τάδε μετοχές ; Αν δε μπόρεση να τοποθέτηση την παραγωγή των δύο εργοστασίων του ; Αν γίνη κανένα πατατράκ — όλα γίνονται — ποιος ξέρει τί (αύτη τη στιγμή είδε μπροστά του όλες τις καταστροφές, αναρχίες, πολέμους, θεομηνίες) — κι αν μετά τριάντα χρόνια βρεθή στο δρόμο και δεν τον περιμαζέψη ούτε το πτωχοκομείο ; ... Τί ; »
Την Τετάρτη στο ραντεβού, κάνοντας όλη τη δυνατή προσπάθεια να είναι ψυχρός κ’ επίσημος, είπε στο Μηνά :
— Δυστυχώς, είναι τέτοιες οι περιστάσεις ... όχι πως δεν έχω την περιουσία μου ..., αν και δεν είναι το τεράστιο ποσόν πού λένε ..., αλλά, τέλος πάντων..., τί μου κόστισαν αυτά τα χρήματα ..., να σου τα διηγηθώ καμμιά φορά ..., εγώ που με βλέπεις επείνασα ... στη Ρουμανία, μάλιστα ... εδώ κ’ είκοσι χρόνια ... οπωσδήποτε, για το ζήτημα του φίλου σου του ποιητή ... δε θα μπορέσω προς το παρόν να τον βοηθήσω ... εξαιρετικώς ήρθαν οι περιστάσεις δύσκολες ... έξοδα πολλά ... προς το παρόν είπα ... αργότερα δεν αποκλείεται ... εννοείς τη στενοχώρια μου ... να δυσαρεστήσω τον παλιό συμμαθητή ... αλλά οι περιστάσεις ... προς το παρόν ... μ’ όλη την καλή θέληση ... εννοείς ...
— Εννοώ, είπεν ο Μήνας, μα μη στενοχωρείσαι, φίλε μου. Έχομε τόσα άλλα να πούμε !
— Θέλεις να σου δείξω τα όπλα μου ; ρώτησε ο πλούσιος, ενθουσιασμένος γιατί τον βοήθησε στο ξεγλίστρημα.
Αν και δεν είχε ποτέ τουφεκίσει ο Μηνάς παρά μόνο σε μια επιστρατεία κ’ ήταν εντελώς άπληροφότητος για τη σημασία ιδίως των φονικών οργάνων μονομαχίας, αναγκάστηκε να περιεργαστή μια πλούσια συλλογή τέτοιων σιδερικών και ν’ ακούση τις χρονολογίες και τις τιμές τού καθενός — μόνο και μόνο για να καταπιή ευκολώτερα τη διάψευση του. Μέσα του αναθεμάτιζε τον εαυτό του ... Τί θέλει εδώ ; Πάλι θεατής ; Γιατί μαθαίνει αυτές τις τιμές ; Επρόδωσε την καϊμένη τη φτώχεια του ! Ακολούθησε μια φορά τον πλούσιο φίλο — εγλίστρησε. Να τώρα το αποτέλεσμα. Ονειρεύτηκε μια καλή πράξη και βγήκε γελασμένος. Είχε ξεχάσει λοιπόν πώς δυο αντίθετοι κόσμοι μόνο σε σύγκρουση έρχονται, ποτέ σ’ επαφή ! Έδωκε το χέρι με προσποιητή αταραξία στον πλούσιο. Εκείνος το κράτησε.
— Στάσου, απάντησε. Το αμάξι μου ειν’ έτοιμο, θα βγούμε μαζί.
— Μα γιατί με τ’ αμάξι ; Θα πάω πεζή.
— Δε σ’ αφήνω να φύγης πεζός! είπεν ο νεόπλουτος μ’ επιμονή.
Κι αλήθεια, συνήθιζε αυτές τις θριαμβευτικές προπομπές.
Ο Μηνάς δε μπόρεσε ν’ αντισταθή. Κοντά στην Καπνικαρέα ο ιδιοκτήτης κατέβηκε με μεγαλοπρέπεια, λέγοντας στον αμαξά: « Θα πας τον κύριο εκεί που θέλει.» Έτσι ο Μηνάς βρέθηκε μόνος του στο λαμπρό αμάξι, ενώ τ’ άλογα τον πήγαιναν με καλπασμό για ν’ αναγγείλη την αποτυχία του. Ποιος ετοίμασεν αυτή τη φαντασμαγορία ; Το Κακό βέβαια. Τα έργα του έχουν τέχνη — δεν είναι ποτέ απλά. Ορίστε ! Λιακάδα του Γενάρη. Τα μαύρα άλογα τεντώνουν τις στέρεες καμπύλες των, ξεπετιέται το λαμπρό των ανάγλυφο. Αγάλματα ο αμαξάς κι ο λακές. Η γυαλάδα τού λαντώ καθρεφτίζει τα σπίτια και τούς διαβάτες. Λουριά, πόρτες, πόμολα, στολίδια του, είναι ύμνος προς το περιττό. Σκέφτηκε αμέσως να κατεβή ... Μα όχι ! Θα μείνη, για να την εκτέλεση αυτήν την κωμωδία ως το τέλος ! Θα βοηθήση τη δύναμη τού Κακού. Τρελλή διάθεση τον έπιασε να παίξη τα παιγνίδια της, μανία για να διαπόμπευση τον πλούσιο — και τον εαυτό του, που πίστεψε στον πλούσιο. Εμπρός ! Θα οδήγηση τουλάχιστον το αμάξι του σε σοκάκια. Θα το σταματήση στην « Πιπεριά » ! Θέλει να το χώση σε λαϊκή συνοικία. Κι αφού πέρασε τούς δρόμους Αιόλου και Πατησίων, καταδικάζοντας δυο τρεις γνώριμους του διαβάτες σε κωμικήν ακινησία, ως που να βεβαιωθούν αν είναι ξύπνοι ή κοιμούνται, κι αφού χαιρέτησεν άλλους δυο τρεις με βαρύ και φιλάνθρωπο ύφος, έφτασε. Στην πόρτα βγήκε ο καφετζής μ’ ανοιχτό το στόμα, κεραυνωμένος.
— Είναι κανένας μέσα ;
— Τώρα μόλις έφυγαν, δεν ειν’ ένα τέταρτο.
Α, όλα πάνε στραβά λοιπόν ; Θ’ αποτύχη κ’ η παράστασή του ; Μα αυτή πρέπει να πάη καλά ! Σκέφτηκεν αμέσως το μαγειριό του Ρούκα η «Αμφιλοχία». Εκεί τρώει πάντοτε ο Κρυστάλλης — ας πάη να τον ξαφνίση ! Τουλάχιστον θα γελάσουν μαζί. Εμπρός ! Το μεγαλόπρεπο αμάξι με προσοχή και με δυσκολία μπήκε σ’ ένα σοκάκι πού δεν είχε ξαναϊδή τροχό.
— Εδώ ! είπεν ο Μηνάς.
Νέος κεραυνός έπεσε στο λαϊκό μαγειριό. Δυο τρεις κατσαρόλες άχνιζαν. Μερικοί μαστόροι κουτσόπιναν κι ο ιεροψάλτης της ενορίας, με κόκκινη μύτη, γευμάτιζεν, έχοντας μπροστά του το μεγάλο ποτήρι με την κεχριμπαρένια ρετσίνα. Μα η γωνιά του Κρυστάλλη ήταν αδειανή.
— Δεν ήρθεν από χτες ο κυρ Κώστας, είπεν εμβρόντητος ο μάγερας. Η ατυχία εξακολουθούσε ! Απελπισμένος ο Μηνάς οδήγησε το αμάξι στην οδό Πατησίων. Εκεί κατέβηκε κ’ έδωσε τέλος στη φαντασμαγορία.
Ωστόσο, ή λαϊκή συνοικία σηκώθηκε όλη στο πόδι. Τα παράθυρα χάσκουν περίεργα, τα λαδικά πέτρωσαν στην πόρτα, οι άνθρωποι έχουν τη μύτη στον αέρα, μήπως πέση από ψηλά καμμιά εξήγηση για το μετέωρο πού ήρθε κ’ έσβησε. Ο καφετζής της « Πιπεριάς » βυθίστηκε σε συλλογισμούς. Ο μάγερας της « Αμφιλοχίας», κατάπληκτος για την τιμή, κάνει χοντρά λάθη με την κιμωλία στο λογαριασμό του ιεροψάλτη. Ο γερο κουλουρτζής του δρόμου, που το θεωρούσε προσβολή του να συμβή τίποτε χωρίς να το μάθη, μετακινώντας εδώ κ’ εκεί τον ταβλά του, έκαμε γνωστό επί τέλους στη συνοικία πως το αμάξι ζητούσε κάποιο γείτονα ποιητή Κρυστάλλη απ’ την Ήπειρο. Και τότε σα θύελλα σηκώθηκε ο θαυμασμός γύρω στο ασήμαντο υποκείμενο, που ως τότε κανείς δεν το είχε προσέξει. Έλεγαν πως έστειλεν ο υπουργός να του δώσουν το παράσημο ... Μια γριά βεβαίωνε πως, καθώς άκουσεν, ο βασιλιάς του μήνυσε να πάρη τα γραψίματα του και να καθήση στο παλάτι. Για άλλους το αμάξι ήταν του Συγγρού. Κατά το λέγειν τού φαναρτζή, ο ξυρισμένος δίπλα στον αμαξά ήταν ο ίδιος ο Τσυγγρός. Ξανακάνοντας ο κουλουρτζής το γύρο, πληροφορήθηκε πώς το αμάξι είχε να παραδώση στον Κρυστάλλη δυο σακκουλάκια λίρες, σφραγισμένα με βουλοκέρι. Καθώς ανέβαινε, το νέο έφτασεν επί τέλους και στο απλησίαστο σοκάκι του Κρυστάλλη και μαθεύτηκεν απ’ τη σπιτονοικοκυρά του. Η γριά, που τον περιφρονούσε και τον γκρίνιαζε, αδιάφορη για τις δέκα δραχμές πούπαιρνε το μήνα, ξαφνίστηκε για το παράδοξο μήνυμα και, κρατώντας ένα μεγάλο μέρος της τιμής για το πρόσωπο της, έτρεξε να τού τα πή. Τον είδε τυλιγμένο στο παλτό του και σκυμμένον στό τραπέζι.
Ο ποιητής είχε από χθες λίγο πυρετό. Στο τραπέζι του ήταν δυο ποτήρια, ένα κουταλάκι κ’ ένα κουτάκι με. χάπια. Έπειτα τα βιβλία του: Ο Βαλαωρίτης — η Γραφή — μια Γεωγραφία της Ηπείρου —Ένας τόμος του Παράσχου —ένα βιβλίο τού Λάμπρου — το περιοδικό «Εστία» του Κυριακού — ένα λεξικό — λίγα φύλλα άσπρο χαρτί. Στη γωνιά η κλίτσα του. Στον τοίχο δυο τρεις ξεβαμμένες φωτογραφίες, μια τσίτσα κρεμασμένη κ’ ένα ξερό κλαράκι μελικοκκιάς με τους κόκκινους κόμπους του καρπού της. Δε θέλησε να πέση στο κρεββάτι, για να του φύγη η ιδέα της αρρώστειας. Καθισμένος μπροστά στο μικρό του τραπέζι, τυλιγμένος με το παλτό του, έγραφε. Δεν ήταν εδώ ! Ταξίδευε στα Γιάννενα ... Έγραφε κ’ έσβηνε ... Ανέβαινε σε ηπειρώτικους γκρεμνούς, άκουγε κοτσύφια ... Έδιωχνε τον Τούρκο ... Δέντρα φυσούσαν στο κεφάλι του, ο καταρράχτης των Τζουμέρκων βροντούσε και χιόνιζε στα πόδια του. Η θέρμη άναβε τη φαντασία του κ’ η φαντασία του τη θέρμη.
— Καλά, κυρά - Γιάνναινα, είπεν ο ποιητής ακούοντας το νέο. Ύστερα τα ξαναλέμε.
Και την έδιωξε.
Όσο κι αν ταξίδευε στη χώρα της φαντασίας, την πραγματικότητα δεν την έχασεν ούτε αυτήν τη στιγμή ! Κατάλαβε πως θάταν κάποιο φιλικό αστείο ... Τί άλλο θάταν ; Όπου είχε καταφύγει, ζητώντας να βγή από το τυπογραφείο για να γλυτώση, βρήκε την αποτυχία. Το πεπρωμένο του δεν κάνει λάθη ποτέ. Ο κόρακας ν’ ασπρίση, αυτό πού γίνεται σ’ έναν αδικημένο ποιητή θα γίνεται. Ποιός πλούσιος τρελλάθηκε για να το χαλάση ; Δεν υπάρχει δύναμη ικανή να τον γλυτώση ! «Αν ξανασάνω εγώ», συλλογιέται, «μπορεί να γκρεμιστή ο κόσμος !» Και, κοιτάζοντας γύρω του στη γυμνή βυθισμένη κάμαρα, συλλογίστηκε πώς είναι ίσως χρήσιμα τα δεινά του, όσο και το άστρο εκείνο πού λάμπει έξω απ’ το θαμπό τζάμι και πώς, όλα μαζί, ο κόσμος κι αυτός κ’ ή φτώχεια του, πηγαίνουν ποιός ξέρει σε ποιο σκοπό ... Το Κακό έχει γνώση, πείσμα και τέχνη.
Έξω η γειτονιά τον βύθιζε στα εκατομμύρια.
Ο ποιητής έσκυψε και ξανάρχισε, κρυώνοντας μέσα στο παλτό του, να γράφη το « Σταυραϊτό ».

[1] Ζαχαρία Παπαντωνίου, Διηγήματα, Εστία