Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

παλαιοΟθωμανικά

Ελλήνων πάθη[1]

Τον καιρό του Σουλεϊμάν του Μεγάλου, ο Αφέντης του κόσμου και σκιά του Θεού στη γη, θέλοντας ν’ ανακατωθεί γερά στα πράγματα της Ευρώπης και να τη βάλει στο χέρι, βοηθούσε τον Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας ενάντια στον Κάρολο Ε΄ της Γερμανίας. Και τούτος, για να ξαλαφρώσει τη θέση του, έκαμε περισπασμό στην Ελλάδα. Ο Γενοβέζος ναύαρχος Αντρέας Ντόρια διορίστηκε γι’ αυτή την επιχείρηση. Κατεβαίνοντας στη Μεσόγειο – 1532 – και ξεσηκώνοντας τους Έλληνες πήρε, με τη βοήθειά τους, το κάστρο της Κορώνης, την Πάτρα και τον Ψαθόπυργο. Μ’ όλο που οι μιστοφόροι του δε φέρθηκαν καλύτερα στους πληθυσμούς από τους Τούρκους, ο Μοριάς, όλος ανάστατος, έσφαζε τις φρουρές των απίστων. Μέσα σ’ αυτούς τους ρέμπελους λένε και τους πρώτους Κολοκοτρωναίους. Κατοικούσαν στο Ρουπάκι, κοντά στα καλύβια του Τουρκολέγα σην επαρχία Λιονταριού της Αρκαδίας. Λεγόντουσαν Τσεργίνηδες. Ο ναύαρχος Ντόρια είχε πολύ περίεγους τρόπους να δείχνει την ευγνωμοσύνη του. Για να ευχαριστήσει του Μοραΐτες για τη βοήθεια που τούδωσαν, άρχισε κουβέντες με τους ιππότες της Ρόδου, να τους δώσει τα μέρη πούχε πάρει μαζί τους. Ακολούθησε όμως κάτι ακόμα χειρότερο : Πλάκωσε στο Μοριά η αρμάδα με το Λουτφούμπεη. Ο ναύαρχος τόστριψε, και καθώς δεν μπορούσε να πάρει όλους τους Έλληνες στα καράβια, για να πεθάνουν από πανούκλα, όπως έπαθαν οι Κορωνιοί που τον ακολούθησαν, τους άφησε στο έλεος του Θεού και των πασάδων. Τα τούρκικα φουσάτα στήσανε στρατόπεδο στην Ανδρούσα. Οι λίγοι Γερμανοί του Καρόλου του Ε΄ πολέμησαν, ορμώντας από το κάστρο της Κορώνης, μα στο τέλος νικήθηκαν κι αναγκάστηκαν να φύγουν από το Μοριά. Τί γίνηκε τότε, ο χρονογράφος του καιρού, με τη σπλαχνική συντομία του, δε μας δίνει καμία ιδέα : «Οι Τούρκοι επετέθησαν τοις παροικούσιν εν Πελοποννήσω και πολλούς μεν του ζην πολυτρόπως απήλλαξαν ουκ ολίγους δ’ εφυγάδευσαν, επανάστασιν υπό τούτων υποτοπάζοντες». Μπαίνοντας στο Λιοντάρι, στην καρδιά της Αρκαδίας, άπλωσαν, σ’ όλο το Μοριά, χέρι βαρύ, αλύπητης τιμωρίας. Έσφαζαν, λιάνιζαν κορμιά, παίδευαν, ξερίζωναν κοπαδιαστά τους ραγιάδες και τους παίρναν να τους πουλήσουν σκλάβους στα μακρινά παζάρια της Ανατολής. Κι ήτανε γλέντι του στρατού να μπαίνει στα χωριά, ερημωμένα, και να τα καίει. Οι κάμποι άδειασαν, κι αυτά τα πλάγια των βουνών, και μοναχά στα δάση τα ψηλότερα, σε ρεματιές και σε σπηλιές απόμερες κι απάτητες αποτριαβιόταν ο κοσμάκης να γλιτώσει. ... Ο τόπος είχε πέσει στην πιο βαθιά μιζέρια. Τέτοια ήταν η αναρχία που για να βρουν οι άνθρωποι λίγη ασφάλεια κι ανάπαψη έπρεπε να τρυπώσουν κάπου, να ζουν κρυμμένοι σαν αγρίμια.

[1] Σπύρου Μελά, «Ο Γέρος του Μωριά», σ. 20-21, εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1957.