Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Λογοτεχνία

στον καιρό της επανάστασης*

Εγώ ξέρω τον εχθρό μου, είστε εσείς, το αρχοντολόι, εσείς και στους χαφιεδισμούς είστε κύριοι, εσείς είστε παντού αντιπαθητικοί – άντρες και γυναίκες, συγγραφείς και μυστικοί αστυνομικοί. Και ξέρω το μέσον εναντίον σας, ενάντια στο αρχοντολόι, το ξέρω, βλέπω τι πρέπει να κάνω μαζί σας, πώς να σας εξοντώσω.

Ποιος οργανώνει τη ζωή ; Το αρχοντολόι ! Ποιος χάλασε το συμπαθητικό ζώο, τον άνθρωπο, τον έκανε βρωμερό κτήνος, άρρωστο θηρίο ; Εσείς το αρχοντολόι ! Έτσι, λοιπόν, όλ’ αυτά, όλη η ζωή πρέπει να στραφεί εναντίον σας, έτσι, λοιπόν, πρέπει να ξεσκεπάσουμε όλες τις πυορροούσες πληγές της ζωής και να σας πνίξουμε στον χείμαρρο της αισχρότητας, του εμετού των ανθρώπων, των δηλητηριασμένων από σας – και να είστε καταραμένοι ! Ήρθε ο καιρός της εκτέλεσης και του ολέθρου σας, θα ξεσηκωθεί εναντίον σας ό,τι έχει σακατευτεί από σας και θα σας στραγγαλίσει, θα σας συνθλίψει. Καταλάβατε ; Να τι θα γίνει. Έχουν κιόλας σε μερικές πόλεις δοκιμάσει πόσο γερά είναι τα κεφάλια των κυρίων. Το ξέρετε ; Ναι ;

Στο μεταξύ, στην πόλη μεγάλωνε με ασυγκράτητη ταχύτητα κάτι το παράξενο, σαν το όνειρο. Οι άνθρωποι χάσαν ολότελα το φόβο. Στα πρόσωπα, που πριν από λίγο ήταν ανέκφραστα και υποταγμένα, τώρα πρόβαλε καθαρά κι έντονα μια έκφραση ανήσυχη. Όλοι θύμιζαν μαραγκούς, που ετοιμάζονται να γκρεμίσουν το παλιό σπίτι και συζητούν με γνώση από πού πρέπει ν’ αρχίσουν τη δουλειά.

Και μια φορά που ένας ξεσηκωμένος φώναξε : «Μόνον ο λαός είναι ο πραγματικός και νόμιμος αφέντης της ζωής ! Σ’ αυτόν ανήκει όλη η γη κι όλη η θέληση !», σε απάντηση αντήχησε η θριαμβευτική βοή : «Σωστά, αδερφέ !»

Ήρθε το φθινόπωρο, όπως πάντα, ήρεμο και μελαγχολικό, μα οι άνθρωποι δεν αντιλήφθηκαν τον ερχομό του. Οι χθεσινοί αυθάδεις και σαματατζήδες κατέβαιναν σήμερα στους δρόμους ακόμα πιο θρασείς.

Έπειτα ήρθαν μέρες τρομερές, θαυμαστές όπως στα παραμύθια μέρες – οι άνθρωποι πάψαν να δουλεύουν, κι η συνηθισμένη ζωή, που τόσους χρόνους και καιρούς βασάνιζε τους πάντες με το σκληρό, το άσκοπο παιχνίδι της, σταμάτησε μονομιάς, πάγωσε, ζουληγμένη θαρρείς από κάποια πανίσχυρη αγκαλιά. Οι εργάτες αρνήθηκαν να δώσουν στην πόλη – τον κύριό τους – ψωμί, φως, νερό και κάμποσες νύχτες έμεινε στο σκοτάδι, νηστική, διψασμένη, σκυθρωπή και ταπεινωμένη. Σ’ εκείνες τις μαύρες, οργισμένες νύχτες, ο εργατικός κόσμος τριγυρνούσε στους δρόμους με τραγούδια, με παιδική χαρά στα μάτια, οι άνθρωποι για πρώτη φορά βλέπαν καθαρά τη δύναμή τους, και μόνοι τους θαύμαζαν τη σημασία της, κατάλαβαν την εξουσία τους πάνω στη ζωή και πανηγύριζαν αμέριμνα, κοιτώντας τα σπίτια που είχαν τυφλωθεί, τις ακίνητες, τις νεκρές μηχανές, την αστυνομία που τά ‘χε χαμένα, τα κλειστά στόματα των μαγαζιών και των ταβερνών, τα τρομαγμένα πρόσωπα, τις καταδεχτικές φυσιογνωμίες των ανθρώπων εκείνων, που επειδή δεν ξέραν να δουλεύουν κι έμαθαν να τρων πολύ, θεωρούσαν ότι ήταν οι καλύτεροι της πόλης. Τις μέρες εκείνες η εξουσία πάνω στη ζωή αποσπάστηκε από τα αδύναμα χέρια τους, αλλά η σκληρότητα και η πονηριά έμεινε μαζί τους.

* Μαξίμ Γκόρκι, «η ζωή ενός άχρηστου ανθρώπου», σ.σ. 232 κ. επ., εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος 1989

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Λογοτεχνία

πατρίδα αγαπημένη(1)

ιστορίες από το χθες που μοιάζει με το σήμερα

Ο Ναστρεντίν Χότζας, με το μαύρο γενάκι του πάνω στη μπρούτζινη φάτσα του και την πονηρή σπίθα μέσα στα γελαστά του μάτια, λάτρευε την πατρίδα του(2). Τίποτα στον κόσμο δεν αγαπούσε πιότερο απ’ αυτή. Όσο πιο μακριά έφευγε, περπατώντας με τα τρύπια στιβάλια του και τυλιγμένος μέσα στο μπαλωμένο και γεμάτο λαδιές καφτάνι του, τόσο πιότερο την αγαπούσε και την επιθυμούσε. Όλα τα χρόνια που πέρασε εξόριστος, θυμόταν αδιάκοπα τα στενά δρομάκια της, που σ’ αυτά οι ρόδες των κάρων έχουν ανοίξει δυο βαθιά αυλάκια. Και θυμόταν τους ψηλούς μιναρέδες με τους φαρφουρένιους πολύχρωμους τρούλους τους, τόσο περίτεχνα καμπυλωμένους, που ατραφτοκοπάνε, κάθε πρωί και κάθε βράδυ, στις αχτίδες του ήλιου. Θυμόταν τα γέρικα ιερά δέντρα, που πάνω στα κλαδιά τους χτίζουν φωλιές οι πελαργοί. Θυμόταν τους απόμερους καφενέδες, κάτω από την παιχνιδιάρικη σκιά που ρίχνουν οι φτελιές, τον καπνό από τα τζάκια των χανιών και τα ποικιλόμορφα πλήθη των παζαριών. Θυμόταν, ακόμα, τα βουνά, τα λουλούδια, τα χωριουδάκια, τα χωράφια, τους κάμπους και τις καλύβες της πατρικής του γης. Κι όταν κάπου κει πέρα, στη Βαγδάτη ή στη Δαμασκό, συναπαντιόταν με κανέναν πατριώτη, που τον αναγνώριζε από το κόψιμο του καφτανιού του, η καρδιά του ανασκιρτούσε.

Τώρα, που ξαναγύριζε σε τούτα τα χώματα, εύρισκε την πατρίδα του πιότερο δυστυχισμένη κι από τότες που την είχε αφήσει. Ο παλιός εμίρης από καιρό βρισκόταν κάτω από τη γη κι ο καινούργιος, μέσα στα οχτώ χρόνια της βασιλείας του, είχε καταφέρει να δυστυχήσει όσο ποτές άλλοτες η πολιτεία της Μπουχάρας.

Ο Ναστρεντίν Χότζας κοίταζε περίλυπα τα μικρά γκρεμισμένα γεφύρια, τα χωράφια του σταριού και του κριθαριού άσκημα οργωμένα και καμένα από τον ήλιο, τ’ αυλάκια του νερού για πότισμα ξεραμένα τόσο, που τα χώματά τους είχανε πέσει και τά ‘χανε θάψει. Ο κάμπος είταν πνιγμένος από βάτα, αγριόχορτα, μολόχες και τσουκνίδες. Τα περιβόλια είχαν τσουρουφλιστεί από την ξηρασία. Οι χωρικοί δεν είχαν ούτε ψωμί ούτε ζωντανά. Στους δρόμους μπουλούκια οι ζητιάνοι σπρώχνονταν ή κάθονταν, σε μακριές ουρές, κάνοντας το καθετί για να πετύχουν μια κάποια ελεημοσύνη απ’ όποιον κι αν έβλεπαν, ακόμα κι από ζητιάνους τόσο φτωχούς όσο κι οι ίδιοι. Ο καινούργιος εμίρης είχε βάλει ζαπτιέδες στο κάθε χωριουδάκι και πρόσταζε τους χωρικούς να τους ταΐζουν και να τους κοιμίζουν. Μεγαλοπράγμονας καθώς είταν, φιλοτιμήθηκε να θεμελιώσει αναρίθμητα τζαμιά κι ανάθεσε στο λαό του τη φροντίδα να τ’ αποτελειώσει. Ω ! είταν πολύ θρήσκος ο καινούργιος εμίρης· πήγαινε – ακόμα και με βροχή, ακόμα και με αγέρα – δυο φορές το χρόνο να προσκυνήσει τα θαυματουργά κόκαλα του ντερβίση Μπογκαεντίν, που το μαυσωλείο του υψώνεται σιμά στη Μπουχάρα. Στους παλιούς φόρους, που είτανε τεσσάρων διαφορετικών ειδών, πρόσθεσε τρεις νέους κι έβαλε, ακόμα, ένα βαρύ φόρο για τα περάσματα των ποταμιών με σάλια, που τά ‘κανε κρατικά. Αύξησε και τους δασμούς των τελωνείων, τα τέλη της δικαιοσύνης και, σα να μην έφταναν αυτά, έκοψε τεράστιες ποσότητες από κάλπικα νομίσματα. Η βιοτεχνία περνούσε μεγάλη κρίση. Το εμπόριο φυτοζωούσε. Πολύ θλιβερή στάθηκε η υποδοχή, που έκανε στο Ναστρεντίν Χότζα η αγαπημένη του πατρίδα.

(1) Λεωνίδα Σολοβιώφ, ο Ναστρεντίν Χότζας, απόδοση από τη γαλλική μετάφραση Δ. Φωτιάδη, σ. 19-20, εκδόσεις Δωρικός 1980

(2) Μπουχάρα

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Δοκίμια

Ζωή μέσα στα παραμύθια*

Η θυσία μάς δειχνόταν πανηγύρι. Η θέα του Σολωμού με την κόψη του σπαθιού την τρομερή, αλλά και με τη δύναμη όλα γύρω της φως να τα κάνη, σα να είχε κατεβή ανάμεσό μας μέσα σε δεύτερη όμοια επική ενσάρκωση. Πολύ καλά γνωρίζω πως μέσα στο βάθος όλων εκείνων των πραγμάτων και των ακουσμάτων που μας συντάραζαν, μας ηλέκτριζαν και μας ζωντάνευαν, στέκονταν κατακάθια γλιστερά, στρώματα σχηματίζονταν ύποπτα πολύ στη στερεότητα και στην πάστρα. Η πολιτική παντού θολώνει τα νερά. Ό,τι μας παρουσιάζεται στη σκηνή με αρχοντική μεγαλοπρέπεια στα παρασκήνια παραδέρνει με τα κουρέλλια. Ένας λαός, ο ίδιος, που δείχνετ’ έτοιμος να πεθάνη για το θρίαμβο μιας ιδέας, λίγο να μπορούσε να προσέξη, λίγο να τα στύλωνε ανοιγμένα τα μάτια του, μπορούσε να καταλάβη πώς γίνεται το παιγνίδι καλοθελητών ανίερων, και θα πάγωνε και θα σταματούσε. Η ιστορία συχνά πυκνά δεν είναι παρά σκηνοθεσία. Και όμως μέσα στη φρεναπάτη αυτή βρίσκεται ο οίστρος που κάνει και τους ανθρώπους χωριστά και τους λαούς ομαδικά να τραβάν’ εμπρός, και με τη φαντασία πως είναι κάτι, να γίνωνται «κάτι», αγάλια αγάλια, αργά αργά, και χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνουν, να ξημερώνωνται καλύτεροι. Προ ολίγου καιρού μέσα στην Εθνοσυνέλευση, σε συνεδρία ιστορική, που το Έθνος φαίνοταν σα να ήθελε να εξοφλήση μια για πάντα με τα περασμένα, μια φωνή ακούστηκεν· ένας πληρεξούσιος θέλησε να συνοψίση, να συμπυκνώση επιγραμματικά την καταφρόνησή του προς το καθεστώς που είτανε για να καταλυθή : «Ίσα με τα τώρα, έκραξε, ζούσαμε με τα παραμύθια !». Η κραυγή εκείνη έσπερνε τη μελαγχολία στη σκέψη που χτυπούσε μέσα της το βάρος μιας αλήθειας καθώς την έρριχνε το απελπιστικό εκείνο και ενθαρρυντικό μαζί ανάκρασμα.

Όμως το ερώτημα του Πιλάτου προς τον Κύριο «Τί ἐστὶν ἀλήθεια ;» μένει πάντα χωρίς απόκριση. Υπάρχει αλήθεια, καθώς τη στοχαζόμαστε ; Και αν υπάρχη, είναι μία η αλήθεια ; Είναι πολλές ; Ποιος ξέρει ! Ξέρω μονάχα πως η σκέψη αν άφηνε να τη θρέψουν αποκλειστικά, τα μελαγχολικά επακόλουθα τα εμπνευσμέν’ από κραυγές σαν εκείνη που ακούστηκε στην Εθνοσυνέλευση, γλήγορα θ’ απόμενε ατροφική, πια δε θα είχε τίποτε με τη ζωή να κάμη. Μέσα μας κράζει μια φωνή που είναι ικανή να σκεπάση, με την κρυσταλλένια μελωδία της, με την ασύγκριτή της ηχηρότητα, κάθε βοή· και μας λέει ! Πάντα ζούσαμε, ζούμε και θα ζούμε με τα παραμύθια ! Αυτά, η πρώτη αρχή και ο έσχατος λόγος της ζωής.

*Κωστή Παλαμά, «Άπαντα», τ. ΙΒ΄, σ. 269-270, εκδόσεις Γκοβόστη.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Φιλοσοφία

Ήρωες*

Οι ομηρικοί ήρωες είναι αναμφίβολα ωραίοι και γενναίοι αλλά πάντοτε στο ανθρώπινο μέτρο … Όλοι οφείλουν να υποφέρουν και να πεθάνουν· οι πολλαπλές επεμβάσεις των θεοτήτων που τους παραστέκονται δεν μπορούν να τους απαλλάξουν από αυτό το διπλό πεπρωμένο.

Και ο ίδιος ο Αχιλλέας θα πεθάνει. … Και όταν πεθαίνει ο Πάτροκλος, ο Όμηρος δείχνει τον Αχιλλέα πεσμένο στη γη από την απελπισία του – όμοιο με νεκρό, γύρω από τον οποίον οι άλλοι θρηνούν.

Η Θέτις … δεν μπορεί να αντιδράσει. Ακόμα και ο Δίας είναι ανίσχυρος όταν πρόκειται για το δικό του γιο, το Σαρπηδόνα, πρίγκιπα της Λυδίας και σύμμαχο των Τρώων. Ο Όμηρος, για να δείξει καλύτερα ότι ακόμα και αυτός ο γιος του Δία είναι θνητός, εισάγει ένα σπαραχτικό δισταγμό. Ο Δίας βλέπει το γιο του στα πρόθυρα του θανάτου κι αναρωτιέται ανάστατος αν, παρόλα αυτά, θα μπορούσε να τον σώσει. Τότε η Ήρα διαμαρτύρεται : «Έναν άνθρωπο θνητό, που είναι από μιας αρχής γραμμένος να σκοτωθεί, θέλεις πάλι να γλιτώσεις από τον καταραμένο θάνατο ;» (Π 441 κ.εξ.). Και ο Δίας υποχωρεί. Σε ένδειξη πένθους ραντίζει τη γη με σταγόνες αίμα, αλλά αφήνει το γιο του να πεθάνει. Οι ήρωες είναι λοιπόν θνητοί έστω κι αν πρόκειται για παιδιά θεού ή θεάς. Και γι’ αυτούς υπάρχει το τέλος. …

Ο Αχιλλέας του Ομήρου δεν είναι άτρωτος. Και η Ιλιάδα δεν γνωρίζει το θρύλο της φτέρνας του. Τα όπλα του δεν είναι μαγικά ούτε η πανοπλία του αδιαπέραστη … Ο Αχιλλέας, γιος μιας θεάς, δεν διέθετε παρά ανθρώπινα μέσα.

Ακόμα και στην ηθική τάξη δεν είναι υπεράνθρωπος, κάθε άλλο. Η οργή του υπήρξε ένα σοβαρό σφάλμα που στοίχισε τη ζωή σε πολλούς ανθρώπους και πάνω σε αυτή τη διαπίστωση αρχίζει το ποίημα. Ο Αχιλλέας είναι οργισμένος, δεν έχει μέτρο, υποπίπτει σε σφάλματα.

Και τελικά, ακόμα και ο ηρωισμός παίρνει στον Όμηρο ανθρώπινη διάσταση που δεν ξανασυναντάμε ούτε σε άλλους πολιτισμούς ούτε στην Ελλάδα. Σχεδόν όλοι οι ήρωές του γνωρίζουν κάποτε την αμφιβολία και το δισταγμό· αυτές οι σύντομες στιγμές προβάλλουν τον ηρωισμό τους, αλλά φέρνουν αυτόν τον ηρωισμό πιο κοντά σε μας, τον κάνουν πιο ικανό να συγκινήσει.

Πριν ο Έκτορας … αποδεχτεί την τελική μάχη, ακούει τις πανικόβλητες ικεσίες του πατέρα του και της μητέρας του. Ο ίδιος, χωρίς να οπισθοχωρήσει, μετράει τον κίνδυνο που διατρέχει : «Αλίμονό μου ! Αν χωθώ μέσα στις πύλες και στα τείχη …». Αντιμετωπίζει ακόμα και μια ύστατη διαπραγμάτευση : «Αν πάλι βάλω κάτω την αφαλωτή ασπίδα και το δυνατό κράνος, κι ακουμπώντας το δόρυ μου στο τείχος προχωρήσω ο ίδιος και έρθω αντίκρυ στον αψεγάδιαστο Αχιλλέα και του υποσχεθώ …». Αναλογίζεται τις υποσχέσεις και τις εγγυήσεις και ύστερα συνέρχεται : «Όμως γιατί η ψυχή μου τα διαλογίστηκε αυτά ;». Και καταλήγει : «Πιο καλά να χτυπηθώ μια ώρα αρχύτερα. Ας δούμε σε ποιόν από τους δυο θα δώσει ο Ολύμπιος τη δόξα» (Χ 99-130).

Στον δικό μας κόσμο, όπου οι έννοιες της τιμής και της δόξας φαίνονται απογυμνωμένες από κάθε απήχηση και ακτινοβολία, αυτές οι τελικές δηλώσεις κινδυνεύουν να φανούν σχεδόν πομπώδεις. …

… «Αλίμονο, τι θα πάθω ; Μεγάλο κακό είναι να φύγω γιατί φοβήθηκα τον πολύ στρατό, χειρότερα όμως το να σκοτωθώ μονάχος …» λέει ο Οδυσσέας στην Ιλιάδα (Λ 404-412). Αλλά παίρνει τη μεγάλη απόφαση, όπως ο Έκτορας : «Όμως γιατί η ψυχή μου τα διαλογίστηκε αυτά ; Ξέρω πως οι δειλοί φεύγουν από τον πόλεμο …». Το ίδιο και ο Μενέλαος, στη ραψωδία Ρ (91-108) : «Αλίμονο σε μένα αν αφήσω τα όμορφα όπλα … Αν όμως πάλι, έτσι μόνος που είμαι, πολεμήσω με τον Έκτορα και με τους Τρώες από ντροπή, μήπως με περικυκλώσουν εμένα τον ένα πολλοί …». Ίσως να υποχωρούσε, αλλά μια επίθεση των Τρώων δεν τον αφήνει να ταλντευτεί περισσότερο.

… Οι ήρωες αψηφούν το θάνατο χωρίς ποτέ να αγνοούν την αξία της ζωής.

* Ζακλίν ντε Ρομιγύ, «Γιατί η Ελλάδα ;», σ. 38 κ.επ., εκδόσεις το Άστυ 1993

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Μυθολογούμενα



Αργοναυτικά
Το τέλος του Πελία*

Παραπλέοντας τις Ακτές της Θράκης η Αργώ έπιασε στη Μαρώνεια. … αποχαιρέτησαν τον Ιάσονα και τη … Μήδεια … ο Ζήτης και ο Κάλαϊς … Οι υπόλοιποι τους συνόδεψαν ως την Ιωλκό.

Εκεί τους περίμενε μια απίστευτη είδηση : Βλέποντας πως ο Ιάσονας αργούσε να γυρίσει και βέβαιος πως δε θα ξαναγύριζε ποτέ, ο απαίσιος Πελίας έστειλε μ’ απατηλές υποσχέσεις κι έπεισε τον απονήρευτο Αίσωνα νάρθει μ’ όλη την οικογένειά του στην Ιωλκό, για να περιμένουν τάχα μαζί την επιστροφή της Αργώς. Κι άξαφνα μια μέρα έβαλε και τον σκότωσαν μαζί με τον μικρό του γιο, τον Πρόμαχο. Μαθαίνοντας το φριχτό θάνατο του αντρός και του παιδιού της η δυστυχισμένη μητέρα του, η Πολυδήμη, κρεμάστηκε στο σπίτι της την ίδια νύχτα. Έτσι ο κακούργος βασιλιάς μπορούσε πια, όπως πίστευε, να χαίρεται σίγουρος κι ανενόχλητος τον κλεμμένο θρόνο.

Ακούγοντας όλα τούτα τα φοβερά νέα ο Ιάσονας κέρωσε. Η πρώτη του σκέψη ήταν να βγεί αμέσως απ’ την Αργώ κι ορμώντας με τους φίλους του στο παλάτι να τιμωρήσει το δολοφόνο. Μα η Μήδεια τον σταμάτησε, επεμβάινοντας ζωηρά για πρώτη φορά ύστερα απ’ το θάνατο του Άψυρτου.

Δεν είναι φρόνιμο, του είπε, να εκτεθείς σ’ έναν τέτοιο κίνδυνο. Ούτε και σωστό να εκθέσεις σ’ αυτόν τους φίλους σου, που αρκετά σου πρόσφεραν και ταλαιπωρήθηκαν μαζί σου. Την τιμωρία του Πελία άφησέ την σε μένα. Θα τον εκδικηθώ, όπως τ’ αξίζει. Εσύ κι οι φίλοι σου κάντε πως πιστεύετε τις ψευτιές του. Δεχτείτε τη φιλοξενία του και πάρτε πρόθυμα μέρος στις γιορτές που θα κάνει για χάρη σας. Μόνο μην του παραδώσεις το χρυσόδερμα πριν σου πω εγώ.

Ο Ιάσονας την κοίταξε δισταχτικός. Οι άλλοι, για πρώτη φορά ύστερ’ απ’ το φοβερό διαμελισμό του αδερφού της, την τριγύρισαν μ’ εμπιστοσύνη και κάποια συμπάθεια.

Η Μήδεια είχε δίκιο. Ο Πελίας τους υποδέχτηκε με αλαλαγμούς χαράς … δικαιολογήθηκε για τον φόνο του αδερφού του και του ανεψιού του, λέγοντας πως οι φρουροί του τους σκότωσαν κατά λάθος ένα βράδυ που πήγαιναν να τον επισκεφτούν στο παλάτι, παίρνοντάς τους για κακοποιούς.

Ο Ιάσονας, κάτω απ’ την ακοίμητη ματιά της Μήδειας, καμώθηκε τόσο καλά πως το πίστεψε, ώστε ο Πελίας ξένοιασε ολότελα. Και τότε άρχισε μια ατέλειωτη σειρά από γιορτές … που θάκλειναν με την ανταλλαγή των συμφωνημένων : Ο Ιάσονας … το «χρυσόμαλλον δέρας», ο Πελίας το θρόνο του πατέρα του. Φυσικά ο … θείος δε σκόπευε να … δώσει ό,τι είχε υποσχεθεί. Αντίθετα, ετοίμαζε πώς θα ξαπόστελνε κι αυτόν να βρει το γρηγορότερο τους δικούς του.

Τότε παρουσιάστηκε σ’ όλη τη διαβολική παντοδυναμία της η Μήδεια. … σε λίγο δεν έμεινε άνθρωπος στην Ιωλκό … που να μην τη λατρεύει …

Άμα ένιωσε τη δύναμή της ατράνταχτα θεμελιωμένη, πήρε τη μεγάλη απόφαση : … ο κήρυκας του βασιλιά κάλεσε το λαό να συναχθεί στην πλατεία, μπρος στο παλάτι, για να θαυμάσει μιαν ακόμα επίδειξη της Μήδειας. … Δίπλα στο βωμό οι δούλοι άναψαν λαμπρή φωτιά κι απάνω της τοποθέτησαν πελώριο χάλκινο καζάνι. Ένα δωδεκάχρονο αγόρι οδήγησε στο βωμό ένα υπέργηρο λευκό κριάρι. Η Μήδεια συμβολικά ακούμπησε το χρυσό μαχαίρι της στο λαιμό του κι ο βασιλικός ιερέας τόσφαξε, το κομμάτιασε κι απόθεσε τα ματωμένα κομμάτια πάνω στο βώμο. Από κει τα πήρε η Μήδεια, βάφοντας τα χέρια της στο αίμα τους, και τάριξε στο καζάνι, όπου κόχλαζε το νερό. Συνάμα τα χείλη της άρχισαν να προφέρουν ακατάληπτες λέξεις σε μια γλώσσα βαρβαρική, πούμοιαζε με τον κοχλασμό του νερού, και τα γυμνά της χέρια να κινούνται παράξενα, κυκλικά, πάνω από τους καυτούς ατμούς. Άμα η φωτιά χώνεψε και το νερό έπαψε να κοχλάζει, η Μήδεια, με χέρια ολοκάθαρα, όπου δεν έβλεπες πια ούτε μια κηλίδα από αίμα, άρχισε ένα δαιμονικό χορό γύρω απ’ το βωμό, σκεπάζοντας με τα λευκά κύματα των πέπλων της πότε το βωμό πότε τη μισοσβησμένη φωτιά και το καζάνι. Στο τέλος, κουρασμένη, εξαντλημένη, έπιασε τα χείλια του καζανιού και τα’ αναποδογύρισε πάνω στη θράκα.

Μια μυριόστομη κραυγή βγήκε από τα στήθια του κατάπληχτου κόσμου. Μέσα απ’ το καζάνι είχε ξεπηδήσει ένα κάτασπρο αρνάκι, κάτασπρο σαν τα πέπλα της μάγισσας, και χοπήδαγε χαρούμενο γύρω της βελάζοντας γλυκά.

Τ’ άλλα όλα έγιναν γοργά κι αναπάντεχα μέσα σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Όλοι πέφτανε στα πόδια της και την ικέτευαν, άλλος ν’ αναστήσει το πεθαμένο παιδί του, άλλος να ξαναδώσει υγεία και νιάτα στους εκατοχρονίτες γονιούς του. Η Μήδεια, ακουμπισμένη σε μια κολόνα, χλωμή, με μισάνοιχτα χείλια, τους κοίταζε άφωνη. Στο τέλος είπε με κόπο :

- Θα πρέπει εσείς να διαλέξετε τον τυχερό. Γιατί δεν έχω το δικαίωμα, ούτε τη δύναμη, παρά για ένα μόνο κάθε δυο χρόνια.

Τότε όρμησαν κι έπεσαν μπρος της γονατιστές οι τέσσερεις κόρες του Πελία, η Πεισιδίκη, η Πελοπία, η Ιπποθόη κι η γλυκιά, η στοργική Άλκηστη.

- Δώσε πρώτα στον δικό μας πατέρα τα νιάτα. Είναι τόσο γέρος κι ανήμπορος. Κι έπειτα είναι ο βασιλιάς. Δικαιωματικά του ανήκουν τα πρωτεία.

Η Μήδεια τις κοίταξε για λίγο σιωπηλή. Στο τέλος κατένευσε. Και μέσα σ’ έναν αφάνταστο ενθουσιασμό, μαζί και βαθιά θρησκευτική κατάνυξη, ο Πελίας σηκώθηκε απ’ το θρόνο του και γεμάτος εμπιστοσύνη πλησίασε στο βωμό. Εκεί η μάγισσα ακούμπησε πάλι συμβολικά το χρυσό της μαχαίρι στο γέρικο λαιμό του βασιλιά κι ο βασιλικός ιερέας, κάτω από τα’ άπληστα βλέμματα του πλήθους, επανέλαβε ό,τι ακριβώς είχε κάνει στο γέρικο κριάρι.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει στη δύση του, μια δύση κατακόκκινη, ματοβαμμένη, όταν η Μήδεια σταμάτησε τον ξέφρενο τελετουργικό χορό της γύρω απ’ το βωμό και το καζάνι. Ύστερ’ αργά, με χέρια που έτρεμαν, έπιασε το καζάνι και τ’ αναποδογύρισε. Μα τούτη τη φορά πάνω στη θράκας δεν πήδησε ένα νέο παλικάρι, όπως όλοι περίμεναν. Μονάχα ένας απαίσιος πολτός, καμωμένος από λειωμένες σάρκες και κόκαλα, απλώθηκε σα μαύρος λεκές πάνω στη φλογισμένη γη.

*Αντιγόνης Μπέλου – Θρεψιάδη, «μυθολογία», κ. Β΄ «Αργοναυτικά», σελ. 80 κ.επ., Εστία 1977.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Δίκαιο


περί της πολιτικής ουδετερότητας του δικαστή

έλεγχος συνταγματικότητας[1]

ο «πολιτικός» χαρακτήρας του δικαστικού ελέγχου

Έντονες επιφυλάξεις και μεγάλες αναστολές προκάλεσε ο κίνδυνος της «πολιτικοποίησης» του δικαστικού ελέγχου και, αντίστοιχα, της μεταφοράς των πολιτικών αντιθέσεων στα δικαστήρια[2].

Οι αρνητές του ελέγχου υπογράμμιζαν ότι ο δικαστής βρίσκεται αντιμέτωπος με ζητήματα που απασχόλησαν προηγουμένως τη Βουλή· διατυπώνει κρίσεις που μπορούν να έχουν πολιτικό χαρακτήρα· εξοπλίζεται με μια σημαντική εξουσία, ενώ παραμένει δέσμιος των ιδεολογικών του επιρροών και των πολιτικών του αντιλήψεων που – πιθανόν – είναι διαφορετικές, ίσως και ριζικά αντίθετες, από αυτές του κοινού νομοθέτη και της πλειοψηφίας του λαού. Επιπλέον, ο δικαστικός έλεγχος δεν αποκλείεται να υποκαταστήσει ή ν’ αναπληρώσει τη γνήσια πολιτική αντιπαράθεση και να διολισθήσει σε έσχατο καταφύγιο της εκάστοτε μειοψηφίας που επιδιώκει τη ματαίωση των πολιτικών αποφάσεων της πλειοψηφίας με το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο προβληματισμός αυτός εντάθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο – όπως είπαμε – κυρίως την περίοδο του μεσοπολέμου. Δηλαδή, όταν περίπου το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με μια σειρά αποφάσεών του , είχε κρίνει αντισυνταγματικά τα σπουδαιότερα νομοθετήματα κοινωνικής και εργατικής πολιτικής με τοπ επιχείρημα της προστασίας της οικονομικής ελευθερίας και είχε κατηγορηθεί για ακραίο συντηρητισμό που το έφερε σε σύγκρουση με τον Πρόεδρο Ρούζβελτ.

Όποιος αναρωτηθεί σε ποια χώρα διαμορφώθηκαν και επικράτησαν οι λύσεις που ακολουθεί σήμερα το ελληνικό συνταγματικό δίκαιο στο ζήτημα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, πρέπει να στρέψει την προσοχή του στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ήδη πριν δύο σχεδόν αιώνες καλλιεργήθηκε το έδαφος και δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για ν’ αναγνωρισθεί στις νεοσύστατες τότε ΗΠΑ το καθήκον των δικαστών να ερευνούν τη συνταγματικότητα των κανόνων δικαίου, τους οποίους όφειλαν να εφαρμόζουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Έλεγχος δικαστικός και όχι πολιτικός

Επιπλέον, όμως, ο έλεγχος του δικαστή συνδέεται ως ένα βαθμό με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Άρα είναι έλεγχος, όπου μπορούν να εμφιλοχωρήσουν στοιχεία αξιολογικά και ιδεολογικά. Λόγω αυτού του κινδύνου, η οριοθέτηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων απορρέει και από την ανάγκη ο έλεγχος να είναι και να παραμένει αυστηρά δικανικός· δηλαδή νομικός και δικαστικός, όσο αυτό είναι δυνατό και ελέγξιμο. Έλεγχος «συνταγματικότητας», δηλαδή «νομιμότητας» και όχι έλεγχος «σκοπιμότητας», έλεγχος πολιτικός[3].

Τα ζητήματα αυτά τίθενται με μεγαλύτερη οξύτητα σε όσες χώρες διαθέτουν ειδικά όργανα απονομής «συνταγματικής δικαιοσύνης», οι αποφάσεις των οποίων έχουν συχνά σοβαρές και άμεσες πολιτικές επιπτώσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί τα Συνταγματικά Δικαστήρια έχουν συνήθως, εκτός από το καθήκον να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, και την αρμοδιότητα να επιλύουν διαφορές που προκύπτουν από τη σύγκρουση αρμοδιοτήτων μεταξύ των άμεσων οργάνων του κράτους[4].

Διεθνής προβληματισμός

Σε κάθε χώρα, λοιπόν, ανάλογα με τις συνθήκες, τα συνταγματικά δεδομένα και την πρακτική των δικαστηρίων, έχει ανακύψει ένας προβληματισμός για την οριοθέτηση του δικαστικού έλεγχου.

Ο «δικαστικός αυτοπεριορισμός»

Στις ΗΠΑ και στην Ομοσπονδιακή Γερμανία η ίδια στάση των δικαστών απέναντι στο Σύνταγμα και στην ερμηνεία του καθώς και απέναντι στη σχέση του Συντάγματος με τον νόμο έχει διαμορφώσει τη θεωρία του δικαστικού αυτοπεριορισμού. Πρόκειται για τη σταδιακή και αρκετά λεπτομερειακή νομολογιακή περιχαράκωση της αρμοδιότητας του δικαστή να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων που θέτουν τελικά ορισμένες «περιοχές» εκτός δικαστικού ελέγχου· που αναγνωρίζουν ένα σχετικά ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στον κοινό νομοθέτη.

Το πιο βασικό χαρακτηριστικό του λεγόμενου «δικαστικού αυτοπεριορισμού» είναι η ιδιαίτερη φροντίδα του δικαστή να διατηρήσει τον δικαστικό χαρακτήρα της κρίσης του και τη δικανική φύση των συλλογισμών του. Φροντίδα συνυφασμένη και με την ανάγκη για διαφύλαξη του κύρους ή μάλλον της «πειστικότητας» των συλλογισμών του, που πρέπει να διαθέτουν μια ισχυρή δόση πολιτικής ουδετερότητας. …

Η ελληνική ιδιομορφία

Στην Ελλάδα ούτε έχει καλλιεργηθεί ούτε έχει ενοποιηθεί μια «συνταγματική» νομολογία σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Ο έλεγχος, καθώς είναι διάχυτος και παρεμπίπτων, ασκείται τις περισσότερες φορές εμπειρικά και αποσπασματικά ακόμη και από τα τρία ανώτατα δικαστήρια.


[1] Βασιλείου Σκουρή, Ευάγγελου Β. Βενιζέλου, «ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων», σ. 21, 31, 92-95.

[2] την άποψη αυτή ανέπτυξε ο H. Triepel, VVDStRL, 5, 1929, σελ. 3 επ.

[3] L. Philip, Le développement du contrôle de constitutionnalité et l’ accroissement des pouvoirs du juge constitutionnel, R.D.P. 1983, σελ. 401 επ. (αξιολόγηση των γαλλικών εξελίξεων, ιδίως μετά την εκλογή του Φ. Μιττεράν στην Προεδρία)

[4] Μια γρήγορη επισκόπηση των αρμοδιοτήτων με τα οποία είναι εξοπλισμένα τα συνταγματικά δικαστήρια στον ευρωπαϊκό χώρο, βρίσκει κανείς στην μελέτη του L. Favoreu, Actualité et legitimité du contrôle juridictionnel des lois en Europe occidentale, R.D.P. 1984, σελ. 1152 επ.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

η ... Ιστορία ... επαναλαμβάνεται


«Προστάτιδες» Δυνάμεις[1]

Λέω πως μπήκαμε τώρα στο νόημα. Κείνο που από την αρχή του Εικοσιένα γύρεψε η Αγγλία, «η φιλοτουρκοτάτη και η μισελληνικωτάτη των ευρωπαϊκών δυνάμεων», όπως παραδέχεται κι ο Καρολίδης[2], ήτανε με ποιόν τρόπο θα μπόδιζε τη Ρωσία να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία και να λύσει, έτσι, δυναμικά το ελληνικό ζήτημα. Για να προλάβει, λοιπόν, ο Τζωρτζ Κάνινγκ κάθε μονόπλευρη ενέργεια της Ρωσίας έπειτα από το θάνατο του αυτοκράτορα Αλέξανδρου, έστειλε, την άνοιξη του 1826, στην Πετρούπολη τον Ουέλιγκτον να συγχαρεί, τάχατες, τον Νικόλαο για την ανάρρησή του στον θρόνο, στην πραγματικότητα όμως για να τον δεσμεύσει πάνω στο ελληνικό ζήτημα. Στην κουβέντα που είχαν, ο Νικόλαος είπε στον δούκα :

- Η Τουρκία είναι άρρωστη. Τι θα γίνει έπειτα από το θάνατό της ; Τι θα κάνουμε την κληρονομιά που θ’ αφήσει ;

- Μεγαλειότατε, του απαντάει ο Ουέλιγκτον, το ζήτημα της κληρονομιάς θα μπορούσαμε εύκολα να το κανονίσουμε, εάν υπήρχαν στην Τουρκία δύο Κωνσταντινούπολες[3].

Τη μια θα την έπαιρνε η Αγγλία, την άλλη η Ρωσία κι έτσι όλα θα διορθώνονταν.

Στις 4 του Απρίλη 1826, ο Ουέλιγκτον υπόγραφε στην Πετρούπολη το πρώτο αγγλορωσικό πρωτόκολλο για το ελληνικό ζήτημα. Σύμφωνα μ’ αυτό, οι δυο Δυνάμεις παίρνανε πάνω τους να προτείνουν στη Μεγάλη Πόρτα συμβιβασμό, με τον όρο πως το μικρό ελληνικό κράτος που θα δημιουργούσαν θα ‘τανε «εξάρτημα» της Τουρκίας και θα πλέρωνε φόρο υποτέλειας στο ντοβλέτι.

Ο Μέτερνιχ ονόμασε το πρωτόκολλο αυτό «θνησιγενές τέκνον» κι ο κόντες Γρέππης έγραφε:

«Πολλοί επίστευον ότι εκ των συμβαλλομένων Δυνάμεων η μία ηπατάτο υπό της ετέρας, αλλ’ ηγνόουν ποτέρα η φενακίζουσα και ποτέρα η φενακιζομένη»[4]

Η Τουρκία, έπειτα από συμβουλές που της έδωσε η Αυστρία, ούτε καν καταδέχτηκε ν’ απαντήσει στην πρόταση συμβιβασμού που της έκανε η Αγγλία για λογαριασμό δικό της και της Ρωσίας.

«Ο Κάνιγκ τότε», όπως σωστά ξεκαθαρίζει ο Κόδριγκτον, «που είχε υιοθετήσει την τολμηρή πολιτική να δώσουν οι άλλες Δυνάμεις τα χέρια τους στη Ρωσία και να την ακολουθήσουν, για να μην την αφήσουν να προχωρήσει μόνη, λογάριασε πως έπρεπε να λυγίσει την αντίσταση της Τουρκίας ενεργώντας το πιο γλήγορα. Ένας από τους πιο λαμπρούς διπλωμάτες εκείνου του καιρού έλεγε πως ο καλύτερος τρόπος ν’ αναγκάσει κανείς τη Ρωσία να μην ξεπεράσει τα όρια που διαγράφονταν στο πρωτόκολλο ήταν να κρατήσει την εγκάρδια συνεννόηση ανάμεσα σ’ εκείνη και την Αγγλία»[5]

Όταν ο Νικόλαος, βλέποντας πως τίποτα δε γινόταν, δήλωσε πως «θα ενεργήση εν τω Ελληνικώ ζητήματι είτε μετά των συμμάχων είτε και μόνος», ο Κάνιγκ, για να προλάβει κάθε τέτοια ενέργεια της Ρωσίας, πρότεινε στην Αυστρία, στην Πρωσία και στη Γαλλία να υιοθετήσουν κι αυτές το αγγλορωσικό πρωτόκολλο και κοινά να ενεργήσουν για ν’ αναγκάσουν τους Τούρκους να δεχτούν το συμβιβασμό, ωσάν μικρότερο κακό από έναν πόλεμο με τη Ρωσία με τις άγνωστες συνέπειές του. Η Αυστρία και η Πρωσία αρνήθηκαν. Η Γαλλία όμως, παρ’ όλο που την κυβερνούσε η φιλοτουρκική κυβέρνηση του Βιλέλ, απάντησε πως θα δεχόταν να πάρει μέρος, αν το πρωτόκολλο μετατρεπόταν σε συνθήκη ανάμεσα στις πέντε Δυνάμεις. Ο Κάνιγκ τότες πήγε στο Παρίσι κι έπεισε τον Κάρολο Ι΄ να υπογράψουν τη συνθήκη οιτρεις Δυνάμεις, μια κι οι άλλες δυο με κανέναν τρόπο δε δέχονταν. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στο Λονδίνο και κατάληξαν στη συνθήκη της 6 Ιουλίου 1827, που για λογαριασμό της Αγγλίας την υπόγραψε ο υπουργός των Εξωτερικών Ντάντλεϋ κι από μέρος της Γαλλίας και της Ρωσίας οι πρεσβευτές Πολινιάκ και Λήβεν. Η συνθήκη αυτή, που ακολουθούσε τ’ αχνάρια του πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, όριζε τη συγκρότηση ενός μισοανεξάρτητου ελληνικού κράτους κάτω από την επικυριαρχία του σουλτ΄ναου. προέβλεπε ακόμα «ως απαραίτητον όρον προς έναρξιν πάσης διαπραγματεύσεως, την σύναψιν αμέσου ανακωχής». Για να πετύχουν, λοιπόν, το σταμάτημα των εχθροπραξιών, στείλανε στα ελληνικά νερά τριες μοίρες των στόλων τους. Στις οδηγίες που έδωσε ο Ντάντλεϋ στον κόδριγκτον, έλεγε :

«Προς επιβολήν της ανακωχής ταύτης, είτε εις εν εκ των δύο διαμαχομένων μερών, ή έστω, και αν η ανάγκη το καλέση, και εις αμφότερα, το καθήκον των διαφόρων αρχηγών θα συνίσταται εις το να καταβάλουν συγχρόνως πάσας αυτών τας δυνάμεις προς πρόληψιν εχθροπραξιών μεταξύ των δύο εμπολέμων, αποφεύγοντες οι ίδιοι να έλθουν εις σύγκρουσιν με τον ένα ή τον άλλον εξ αυτών».

Τ’ άλλα, το πώς βρόντηξαν πέρα από τις συνθήκες και τις οδηγίες τα κανόνια, όταν οι τρεις ναύάρχοι, γυρεύοντας να επιβάλουν την ανακωχή, μπήκανε στον κόρφο του Ναβαρίνου, τ’ ανιστορήσαμε.

Κι αυτά τα κανόνια, που «απροσδόκητα» βρόντηξαν στο Ναβαρίνο, γκρέμισαν τον περίτεχνο χάρτινο πύργο που με τόσο κόπο είχε ψηλώσει η εγγλέζικια διπλωματία για να φυλακίσει την εθνική ανεξαρτησία μας.

Από τότες όμως αποχτήσαμε τρεις «προστάτιδες» Δυνάμεις. Όπως η μια στραβοκοίταγε το τι κάνει η άλλη σε τούτον τον όμορφο και μικρό τόπο, που η μοίρα θάλησε να βρίσκεται πάνω σ’ ένα από τα πιο νευραλγικά σημεία του πλανήτη μας, αποφάσισαν «από κοινού» να ρυθμίζουν την τύχη μας, όσο που στην πραγματικότητα ασίγαστα τρώγονταν ανάμεσά τους. Κι εκείνος βέβαια που πλέρωνε τη φαγωμάρα τους στάθηκε ο άμοιρος λαός μας.


[1] Δημήτρη Φωτιάδη, «Όθωνας – η Μοναρχία», σ. 47-50, εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1988

[2] Καρολίδης, «Ιστορία ιθ΄ αιώνος», τ. β΄, σ. 442

[3] Μπογκντάνοβιτς, op. cit., σ. 26-27

[4] Καρολίδης, Ιστορία ιθ΄ αιώνος», τ. β΄, σ. 613

[5] Livre de Codrington, τ. Α΄, σ. 363

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Λογοτεχνία

ο νουνεχής άνθρωπος και το σχέδιο εξουσίας[1]

Και τοι φυλάττων την αξιοπρέπειαν της θέσεώς του, μ’ εδέχθη με πρόσωπον χαριέν, με είπε να καθήσω πλησίον του, με ηρώτησε περί των σπουδών μου και μ’ εζήτησε συγγνώμην, οπού προ πολλού δεν μ’ εκάλεσεν εις την οικίαν του· διότι η θέσις μας, είπεν, ήτον τότε ακόμη αβέβαιος, και εταλαντευόμεθα μεταξύ ελπίδος και φόβου· αλλά σήμερον οπού εγείναμεν Υπουργός και χαίρομεν την βασιλικήν εύνοιαν, αδιαφορούμεν, εάν μας υπολάβουν Συνταγματικόν ή Κυβερνητικόν· διότι η Κυβέρνησις δεν εξετάξει τα δοξασίας των υπαλλήλων της, αρκεί να εκτελούν πιστώς τας διαταγάς της. Ο νουνεχής άνθρωπος πρέπει να γνωρίζη τον χαρακτήρα της Αρχής, και τας ιδεάς του κοινού, διά να οδηγήται κατά τας περιστάσεις. Ίσως την πρώτην φοράν ωμιλήσαμεν ολίγον αυστηρά κατά των δικηγόρων, αλλ’ έκτοτε επείσθημεν ότι είναι αξιότιμοι άνθρωποι· όθεν χαίρομεν βλέποντές σε ευδοκιμούντα εις το έντιμον αυτό στάδιον, εις το οποίον ελπίζομεν να διαπρέψης· διότι έχεις νουν ορθόν, καλόν μνημονικόν και αρκετήν ευγλωττίαν. Εις την ικανότητά σου μάλιστα έχομεν τόσην υπόληψιν, ώστε απεφασίσαμεν να σ’ εμπιστευθώμεν την σύνταξιν εφημερίδος τινός, την οποίαν θα συστήσωμεν επί σκοπώ να διαδοθώσιν εις την Ελλάδα αι ωφέλιμοι γνώσεις και να προστατεύωνται συγχρόνως τα συμφέροντα του έθνους και του θρόνου· διότι οι άλλοι εφημεριδογράφοι, καταγινόμενοι εις προσωπικότητας, αμελούν τα κυριώτερα της δημοσιογραφίας καθήκοντα. Πρότινος μάλιστα καιρού το μόνον θέμα των είμαι εγώ και το υπουργείον μου. Τους κατεμηνύσαμεν, καθώς ηξεύρεις, πεντάκις μέχρι τούδε· αλλά τίποτε δεν κατωρθώσαμεν. Ειες τον σημερινόν αιώνα ο κάλαμος διά του καλάμου πολεμείται· όθεν ελπίζομεν, ότι η ευγλωττία του αγαπητού μας ανεψιού, τον οποίον προσδιορίζομεν διά του κόπους του 500 δραχμάς κατά μήνα, ν’ αποστομώση τους Κέρβερους αυτούς, οι οποίοι μας εξεκούφαναν με τους υλαγμούς των. Εάν σε ήναι ανάγκη ρίπτομεν και τινα χρυσά πλακούντια εις τους από πείνα δαγκάνοντας


[1] Γρηγορίου Παλαιολόγου, Ο Ζωγράφος, μέρος Β΄, Κεφ. Α΄, σ. 109, Ίδρυμα Κώστα & Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1989


Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Ομάδες Εργασίας




το κράτος του τρόμου


Από το 1941 μέχρι το 1945, με την καθοδήγηση του πανίσχυρου Χάινριχ Χίμλερ, υπαρχηγού του Χίτλερ και διοικητή των ταγμάτων Ες Ες (SS), σακατεύτηκαν ή εξοντώθηκαν πάνω από 7.000 αθώοι άνθρωποι σε φρικιαστικά πειράματα, που υπερβαίνουν τους κανόνες όχι μόνο της ηθικής, αλλά και της ίδιας της λογικής.


Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα οποία λειτούργησαν ως κολαστήρια αθώων ψυχών, προκαλούν και σήμερα τρόμο, ακόμη και με την απλή αναφορά του ονόματός τους: Άουσβιτς-Μπιρκενάου, Νταχάου, Σασενχάουζεν, Νατζβάιλερ, Ρέϊβενσμπρουκ, Μπούχενβαλντ.


Οι Ναζί είχαν οργανώσει με επιμέλεια περίπου 70 ιατρικά πειράματα, για να διερευνήσουν διάφορα θέματα που είχαν σχέση με τη βελτίωση των στρατιωτικών συνθηκών, την εκκαθάριση ολόκληρων πληθυσμών ή τη δημιουργία της ΄΄Αρίας΄΄ φυλής.


Στα ΄΄ερευνητικά΄΄ αυτά προγράμματα εργάστηκαν πάνω από 200 Γερμανοί γιατροί και ερευνητές από μεγάλα πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα της χώρας, τα οποία συγκέντρωναν και ανέλυαν τα αποτελέσματα.


Επιβίωση με μεγάλα Ύψη – θάλαμος ατμοσφαιρικής πίεσης


Επιχειρήθηκε να βρεθεί το μέγιστο ύψος που θα μπορούσαν να επιβιώσουν και να είναι αξιόμαχοι οι πιλότοι της Γερμανικής πολεμικής αεροπορίας (Λουφτβάφε). Για το σκοπό οι σχεδιαστές των πειραμάτων προμηθεύτηκαν από τη Λουφτβάφε ειδικό θάλαμο χαμηλής πίεσης, στον οποίο κανονικά εκπαιδεύονταν οι πιλότοι τους, στον οποίο μειωνόταν σταδιακά το οξυγόνο, αναπαριστώντας τις συνθήκες που υπάρχουν μέχρι και πάνω από τα 68.000 πόδια (20 χιλιόμετρα) στην ατμόσφαιρα. Πολλές φορές, μάλιστα, οι γιατροί άνοιγαν το κρανίο ή το θώρακα των θυμάτων, όσο ήταν ακόμη ζωντανοί, με σκοπό να παρατηρήσουν αν η έλλειψη οξυγόνου προκαλεί το σχηματισμό φυσαλίδων, γεγονός που αποδεικνύονταν μετά από βύθιση του θύματος σε δεξαμενή νερού. Συχνά οι κρατούμενοι πέθαιναν με κυριολεκτική ΄΄έκρηξη΄΄ των πνευμόνων τους στο θάλαμο αποσυμπίεσης, ενώ όσοι γλίτωναν, εκτελούνταν στο τέλος του πειράματος.


Μολυσματικοί Παράγοντες


Υγιείς κρατούμενοι μολύνονταν από εκχυλίσματα αδένων κουνουπιών και προσβάλλονταν από ελονοσία, ενώ οι Γερμανοί γιατροί με αυτοσχέδιους τρόπους προκαλούσαν σε άλλους φυματίωση, κίτρινο πυρετό, χολέρα, τύφο, ελονοσία, ηπατίτιδα, ευλογιά, διφθερίτιδα ή χολέρα. Σε όλες αυτές τις καταστάσεις δοκιμάζονταν δεκάδες φάρμακα και εμβόλια, τις περισσότερες φορές με θανατηφόρα κατάληξη.


Χορήγηση δηλητηρίων


Διάφορα δηλητήρια έμπαιναν στις σούπες που έτρωγαν οι κρατούμενοι, χωρίς βέβαια να το γνωρίζουν. Στη συνέχεια όσοι από αυτούς δεν πέθαιναν, τους θανάτωναν με ένεση χλωροφορμίου, ώστε να γίνουν νεκροτομές και να μελετηθεί η έκταση των ζημιών στα εσωτερικά τους όργανα. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και τα πειράματα δολοφονίας κρατουμένων με όπλα που περιείχαν δηλητηριασμένες σφαίρες.


΄΄Το 1943 ανοίγοντας ένα θάλαμο αερίων, ένας κρατούμενος γιατρός είδε για πρώτη φορά ένα κοριτσάκι να είναι ζωντανό. Ήταν καλυμμένο με δεκάδες πτώματα και πιστεύεται ότι επέζησε επειδή ακουμπούσε το πρόσωπό της στο υγρό πάτωμα (το δηλητηριώδες αέριο Ζικλόν-Β απενεργοποιείται στο νερό). Προσπάθησε αμέσως να το συνεφέρει. Του έκανε μια τονωτική ένεση, το τύλιξε σε μια κουβέρτα και σε λίγη ώρα το παιδί άνοιξε τελείως τα μάτια του και άρχισε να αναπνέει κανονικά. Ο κρατούμενος γιατρός ζήτησε από τον υπεύθυνο του θαλάμου αερίων να αφήσει το κοριτσάκι να ζήσει, αφού έτσι γράφτηκε το πεπρωμένο του. Ο Γερμανός αξιωματικός είπε: ΄΄Εδώ δεν γλιτώνει κανείς΄΄ και εκτέλεσε το παιδί με μια σφαίρα στο κεφάλι…΄΄


Έκθεση σε ουσίες χημικού πολέμου


Τα θύματα έμπαιναν σε θαλάμους με χημικά αέρια, όπως το φωσγένιο, ώστε να μελετηθεί η έκταση των ζημιών στο εσωτερικό και εξωτερικό του σώματός τους, καθώς και οι τρόποι αποτελεσματικότερης αντιμετώπισής τους. Επίσης, στα σώματα των κρατουμένων μελετούνταν οι ζημιές που προκαλούνταν από το φώσφορο, που ήταν κύριο συστατικό των εμπρηστικών βομβών της εποχής.


Πηγή: Γιάννης Στεφανογιάννης © ''Χανιώτικα Νέα'', 07/02/2007
το πλήρες άρθρο στην δ/νση : http://www.greek-health.gr/2007/09/blog-post_7361.html













Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Ενέργεια


Από τις χαμένες μάχες του ελληνισμού

Ο Έλληνας που αντιστάθηκε στον Ροκφέλερ
Του Θεολόγου Αλεξανδράτου

Οι Ροκφέλερ ήταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα η ισχυρότερη οικογένεια της Αμερικής και ίσως ολόκληρου του κόσμου. Με καταγωγή από τη Γερμανία, ο πρόγονός τους Γιόχαν Πέτερ Ροκφέλερ μετανάστευσε στον (τότε) νέο κόσμο το 1723 και δεν το μετάνιωσε.

Η οικογένειά τους έκανε αμύθητη περιουσία με το πετρέλαιο και ακόμη και σήμερα έχουν τεράστια έσοδα από εκατοντάδες επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Όπως είπαμε, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα οι Ροκφέλερ ήταν κράτος εν κράτει στις ΗΠΑ.

Ο λόγος τους ήταν πιο ισχυρός από τον αντίστοιχο του προέδρου και το δίκιο τους (όπως το έβλεπαν αυτοί ως τέτοιο) νόμος. Κανείς δεν τολμούσε να τους πάει κόντρα, πολλώ δε μάλλον να τους αντισταθεί.

Μέχρι που βρέθηκε στο δρόμο τους ο Λούης Τίκας.

Κατά κόσμος Ηλίας Σπαντιδάκης, γεννημένος στα Λουτρά Ρεθύμνου και μετανάστης στην Αμερική στις αρχές του 1900. Ο Τίκας ζούσε στο Ντένβερ και το 1910, όταν και έκανε τα χαρτιά του για να πάρει την αμερικάνικη υπηκοότητα, ήταν συνιδιοκτήτης καφενείου. Απέναντι από το μαγαζί του ήταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου και έγινε σύντομα μέλος τους. Αυτό μάλιστα δεν του επέτρεψε να γίνει αστυνομικός αφού θεωρήθηκε «ταραχοποιό» στοιχείο.

Έτσι λοιπόν έγινε ανθρακωρύχος. Σε αντίθεση με την κρατούσα άποψη, ο Ρεθυμνιώτης πίστευε ότι νόμος είναι το δίκιο του εργάτη και όχι του αφεντικού. Είχε την εύνοια όλων των Ελλήνων που ζούσαν στην περιοχή του Κολοράντο αφού μιλούσε καλύτερα αγγλικά από όλους και τους εξυπηρετούσε στις περισσότερες συναλλαγές τους.

Το 1912 είχε αναδειχθεί σε σημαντικό συνδικαλιστικό στέλεχος της Ένωσης Ανθρακωρύχων Αμερικής και πρωτοστάτησε στη μεγάλη απεργία που κράτησε 14 μήνες.

Είχε κερδίσει τα «γαλόνια» του νωρίτερα, στις συμπλοκή του Λαφαγιέτ. Ο Τίκας και άλλοι 36 Έλληνες ανθρακωρύχοι συνεπλάκησαν με απεργοσπάστες και τσιράκια του Ροκφέλερ (στον οποίο ανήκαν τα ορυχεία) και παρότι τραυματίστηκε από σφαίρα, διέφυγε από την πίσω πόρτα ενός χαμόσπιτου.

Ο Τίκας ήταν ήρωας ανάμεσα στους εργάτες που ζητούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας και αύξηση στα μεροκάματα.

Για τους Έλληνες εργάτες της περιοχής, υπεύθυνος ήταν κάποιος Λεωνίδας Σκλήρης, «εργατοπατέρας» σε συνεργασία αγαστή με τα αφεντικά. Οι Έλληνες είχαν το χαμηλότερο μεροκάματα (1,75 δολάρια την ημέρα) και από τους 350 που δούλευαν στα ορυχεία οι 13 είχαν πεθάνει σε ατυχήματα. Ο Τίκας πρωτοστάτησε στον ξεσηκωμό τους και μάλιστα γύρισε και στα άλλα ορυχεία ώστε να καταγράψει τις συνθήκες που δούλευαν οι ανθρακωρύχοι και να συγκεντρώσει στατιστικά στοιχεία για τους τραυματισμούς και τους θανάτους. Σύντομα έγινε θρύλος ανάμεσα στους συναδέλφους του με το προσωνύμιο «Λούης ο Έλληνας». Αυτό όμως τον έβαλε στο μάτι του Τζον Ροκφέλερ και των ντόπιων υποτακτικών του.

Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1913 ξεκίνησε η μεγάλη απεργία των 13.000 ανθρακωρύχων στην πόλη Λάντλοου με κύρια αιτήματα:

◆ Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι.

◆ Να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας.

◆ Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους.

◆ Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία.

◆ Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το script, όπως και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η εταιρεία τους έκανε έξωση από τα σπίτια τους αλλά οι απεργοί έστησαν καταυλισμό έξω από τα ορυχεία ώστε να μην μπορούν να μπουν να δουλέψουν οι απεργοσπάστες. Συχνά γίνονταν βίαιες συγκρούσεις με τους μπράβους του Ροκφέλερ και την αστυνομία ενώ κλήθηκε και η εθνοφρουρά. Μάλιστα μετά από αίτημα του Ροκφέλερ, άντρες του ντύθηκαν με στολές της εθνοφρουράς ώστε να πλησιάσουν πιο εύκολα τους απεργούς. Στις 20 Απριλίου του 1914, σαν σήμερα, οι εργάτες κοιμόντουσαν αφού την προηγούμενη είχαν γιορτάσει το Πάσχα. Ήταν η ιδανική ευκαιρία να επιτεθούν οι δυνάμεις του Ροκφέλερ.

Οι πιστολάδες της εταιρίας απαίτησαν από τον Λούη Τίκα να τους παραδώσει δύο Ιταλούς συνδικαλιστές. Ο Τίκας ζήτησε ένταλμα σύλληψης αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε και ο Τίκας αρνήθηκε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.

Λίγο αργότερα έπεσε η πρώτη βολή αφού μερικοί από τους απεργούς ήταν οπλισμένοι. Ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους. Σύμφωνα με μαρτυρίες, πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από τις σφαίρες των πληρωμένων φονιάδων. Το επεισόδιο, που αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ, ονομάστηκε «σφαγή του Λάντλοου».

Ο Τίκας ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Σύμμαχοι

περίπου … σαν σήμερα


Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη χερσόνησο της Κορέας, η Ελλάδα βρισκόταν στη πιο δύσκολη φάση της νεώτερης ιστορίας της. Μόλις είχε βγει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την οικονομία της διαλυμένη και τον πόλεμο να συνεχίζεται μέσα στα σύνορα της.



Ένας πόλεμος ύπουλος που εκτός από το αίμα το κύμα διώξεων και τρομοκρατίας, και τις υλικές καταστροφές διέλυε τον κοινωνικό ιστό της χώρας.



Η Ελλάδα βρισκόταν υπό το σοκ του εμφυλίου πολέμου. Και μπορεί, θεωρητικά, αυτός να είχε τελειώσει κάποιους μήνες νωρίτερα (το 1949), ουσιαστικά όμως κατέτρωγε τα σωθικά της. Μιας χώρας φάντασμα που κυνηγούσε όσα από τα παιδιά της δήλωναν κομμουνιστές, χωρίς εξωτερική πολιτική, χωρίς οικονομία. Το μόνο που μπορούσε η Ελλάδα πλέον να προσφέρει στο ΝΑΤΟ και τους συμμάχους, ήταν αξιόμαχοι, εμπειροπόλεμοι στρατιώτες. Αυτό και έπραξε.



Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αναχώρησε για την Κορέα από τον Πειραιά στις 16/11/1950 με το αμερικανικό οπλιταγωγό «Τζένεραλ Χαν». Αξίζει να σημειωθεί ότι το φθινόπωρο του 1953 η ελληνική κυβέρνηση (Παπάγος) δέχτηκε να αυξήσει την ελληνική στρατιωτική παρουσία στην Κορέα – για να καλυφθεί το κενό της αποχώρησης γαλλικού τάγματος για την Ινδοκίνα – από τάγμα σε Σύνταγμα, στέλνοντας άλλο ένα τάγμα. Συνολικά στο χρονικό διάστημα 1950 – 1955 στάλθηκαν στην Κορέα 10.225 αξιωματικοί και οπλίτες. Στάλθηκε επίσης ένα σμήνος από 7 αεροσκάφη. Στη συνέχεια στάλθηκαν άλλα 2 για αναπλήρωση απωλειών.



Η ελληνική στρατιωτική παρουσία στην Κορέα ουσιαστικά τερματίστηκε τον Οκτώβρη του 1955, όταν το εκστρατευτικό σώμα διαλύθηκε και η δύναμη των ανδρών του επέστρεψε στην Ελλάδα (στην Κορέα παρέμεινε μια συμβολική δύναμη 10 ανδρών).



Οι ελληνικές απώλειες από τη συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας δεν ήταν λίγες: 183 νεκροί και 610 τραυματίες, σύνολο απωλειών 793 αξιωματικοί και οπλίτες. Η αεροπορία μέτρησε απώλειες 4 αεροσκάφη και 12 νεκρούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς.



Ο πόλεμος στη Κορέα σημαίνει το ουσιαστικό τέλος των συμμαχιών του Β΄ ΠΠ και την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Νέες συμμαχίες, άλλοι συσχετισμοί δυνάμεων βρίσκονται πλέον στο προσκήνιο. Ο πόλεμος χωρίζεται σε 3 φάσεις.



α) επίθεση των βορειοκορεατικών δυνάμεων εναντίον των φιλοαμερικανών – φιλοϊαπωνικών ντόπιων δυνάμεων του Νοτίου τμήματος της χώρας.


β) Επέμβαση Αμερικανών και συμμάχων που με κυκλωτική κίνηση αποκόπτουν τις βορειοκορεατικές δυνάμεις στο Νότο και φτάνουν μέχρι τα βόρεια σύνορα με την Κίνα


γ) Επέμβαση των Κινέζων. Διαθέτοντας εντυπωσιακά υπέρτερες δυνάμεις διασχίζουν τον 38ο παράλληλο και καταλαμβάνουν τη Σεούλ.



Οι Αμερικανοί αιφνιδιάζονται, δεν περίμεναν η Κίνα να παρουσιάσει μια άρτια πολεμική μηχανή. Οι Κινέζοι εξαπολύουν 500.000 στρατιώτες, ενώ η αεροπορία τους σε συνεργασία με τους Ρώσους αποκτά μια κάποια υπεροχή στον αέρα (τα MIG-15, θεωρούντο ανώτερα από τα F-86). Οι Αμερικανοί από την πλευρά απειλούν Κινέζους και Ρώσους με πυρηνικό πόλεμο. Τελικά το 1953 ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Αιζενχάουερ, έρχεται σε συμφωνία με την αντίπαλη πλευρά (Ρώσους και Κινέζους) και ο πόλεμος τερματίζεται. Οι νεκροί και από τις δύο πλευρές είναι χιλιάδες. Οι Κινέζοι έχασαν περίπου 660.000 ψυχές και οι Αμερικανοί με τους συμμάχους 400.000 (χωρίς να συνυπολογίζονται οι εκατόμβες των νεκρών από τον ντόπιο πληθυσμό που αγγίζουν το 1 εκατομμύριο). Σύνορο ανάμεσα σε Βόρειο και Νότιο Κορέα ορίστηκε ο 38ος παράλληλος.



Από τότε οι σχέσεις Βορείου και Νοτίου Κορέας πάντα βρισκόντουσαν σε τεντωμένο σχοινί. Πότε η μια και πότε η άλλη πλευρά με τις κινήσεις της προκαλούσε και δεν ήταν λίγες οι φορές που με αφορμή την Κορεατική χερσόνησο, ο κόσμος έφτασε πολύ κοντά στον πόλεμο.


πηγές : http://www.onalert.gr/ , http://eviotis.net/?p=3105

Πυθία



ένοχα μυστικά


Ένα από τα πιο γνωστά χαρακτηριστικά της μυθολογίας που συνοδεύει το μαντείο έχει να κάνει με την κατάσταση έκστασης της ιέρειας, την ώρα που έδινε τους χρησμούς, τα ακατάληπτα λόγια και την αδυναμία της να σταθεί στα πόδια της, καθώς και τους καπνούς που εντοπίζονται να βγαίνουν από τους βράχους. Σύμφωνα με τις ανασκαφές του 2001 από τη διεπιστημονική ομάδα των Jelle Zeilinga de Boer (γεωλόγος, Πανεπιστήμιο Wesleyan), John R. Hale (αρχαιολόγος, Πανεπιστήμιο Louisville), Jeffrey P. Chanton (χημικός με ειδικότητα στη σήμανση, Πανεπιστήμιο Stanford), και Henry R. Spiller (τοξικολόγος, Νοσοκομείο Παίδων Kosair), ο καπνός αυτός φαίνεται να είναι αιθυλένιο, ο μόνος από τους υδατάνθρακες που έχει τη γλυκιά, όμορφη μυρωδιά που περιγράφει ο Πλούταρχος πως αναδυόταν στο μαντείο. Η ύπαρξη ενός υδατάνθρακα δικαιολογείται από το υπέδαφος της περιοχής, που είναι πλούσιο σε ανθρακικό ασβέστιο και ασφαλτικά πετρώματα. Αντίστοιχα, η έκλυση του αιθυλενίου από το υπέδαφος φαίνεται να σχετίζεται με την έντονη σεισμικότητα της περιοχής


Για να χρησιμοποιήσουμε όρους μυθολογικούς, ο θεός των σεισμών Ποσειδώνας φαίνεται να αποτραβά την Πελοπόννησο από τη Στερεά Ελλάδα, και το αιθυλένιο ξεπηδά από το ρήγμα που δημιουργείται στη διάρκεια των σεισμών. Ο μύθος θέλει τον Ποσειδώνας προστάτη της περιοχής πριν τον Απόλλωνα να την ανταλλάσσει με την Τροιζηνία – έτσι τουλάχιστον μεταγράφεται από τους ιερείς του Απόλλωνα η κατάληψη του ιερού χώρου από το συγκεκριμένο ιερατείο.


Το αιθυλένιο που εισέπνεε η εκάστοτε ιέρεια δρα ανταγωνιστικά προς το οξυγόνο που είναι απαραίτητο για την καλή λειτουργία του εγκεφάλου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν ως αναισθητικό στις εγχειρήσεις, αφού σε μικρή αναλογία (μέχρι 20%) έχει τα ίσια αποτελέσματα με την ιατρική μέθη – σε μικρότερες δόσεις, τα αποτελέσματα είναι ευφορία, δυσκολία στην ομιλία και χαμηλή αίσθηση στα χέρια και τα πόδια, κάτι που δικαιολογεί την αδυναμία της ιέρειας να μιλήσει καθαρά και να σταθεί στα πόδια της. Αντίστοιχα, σε υψηλές δόσεις το αιθυλένιο είναι εξαιρετικά τοξικό και θανατηφόρο: αυτό φαίνεται να δικαιολογεί με επιστημονικούς όρους την αντικατάσταση των νεαρών ιερειών από πιο ώριμες γυναίκες της περιοχής, οι οποίες γνώριζαν να «χειρίζονται» τη μέθη ή την έκσταση από τους καπνούς και, βεβαίως, το σημείο στο οποίο έπρεπε να σταματήσουν τις εισπνοές.


πηγή: http://www.openscience.gr/el/%CF%84%CE%B1-%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%87%CE%B1-%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%85%CE%B8%CE%AF%CE%B1%CF%82










Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Φιλοσοφία



αφού είμαστε σε πόλεμο … περί πολέμου ο λόγος[1]

Ο πόλεμος είναι ένα μεγάλος σχολείο, όπου θητεύουν κατανάγκη όλοι· άντρες, παιδιά, γυναίκες και ανήμποροι άνθρωποι, ένοπλοι και άοπλοι, ένοχοι και αθώοι, κοινοί θνητοί και μεγάλοι δημιουργοί. Ο πόλεμος είναι «δάσκαλος πολιτικών ιδεών»[2].

Ο Αριστοτέλης τονίζει πως ο πόλεμος ανήκει στην κατηγορία του μέσου και όχι του σκοπού. Σύμφωνα με τη γενική του θέση πως το νόημα και ο χαρακτήρας κάθε πράγματος πρέπει να αναζητείται στο σκοπό που υπηρετεί, ο πόλεμος αποτελεί μέσο και εργαλείο για την επίτευξη κάποιου σκοπού και όχι σκοπό του κράτους. Μ’ αυτή την αρχή, οι πολεμικές φροντίδες είναι εξυπηρετικές, συμφέρουσες στην πόλη, αλλά δεν πρέπει να αποτελούν σκοπό. Ο σκοπός ανήκει στην πολιτεία : είναι ο λόγος και η ηθική δράση των ανθρώπων, η καλή ζωή.

Αυτή την πλατιά διαδομένη ιδέα την εξέφρασε μ’ ένα μνημειώδη τρόπο ο Πρωσσογερμανός στρατηγός Κάρολος Κλαούζεβιτς : «πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα»[3]. Ο Κλαούζεβιτς δεν λέει «συνέχιση μιας πολιτικής», γιατί θεωρεί την πολιτική μ’ ένα σταθερά ουσιαστικό περιεχόμενο, δηλαδή ως κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο, πράγμα που εκφράζει άμεσα ο πόλεμος[4].

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο πόλεμος δεν είναι απλά και μόνο «πολιτική πράξη» παρά πραγματικό πολιτικό όργανο, μια συνέχιση των πολιτικών σχέσεων, μια πραγμάτωσή τους με άλλα μέσα. Η πολιτική άποψη είναι ο σκοπός, ενώ ο πόλεμος ανάγεται στην κατηγορία του μέσου· και τα μέσα δεν νοούνται χωρίς σκοπό. Κανονικά, λοιπόν, ο πόλεμος δεν είναι πράξη τυφλού πάθους παρά λελογισμένη πράξη που κυριαρχείται από πολιτικό σχεδιασμό. Εξυπηρετεί την κυριαρχία ανθρώπων πάνω σε ανθρώπους, αλλά δεν έχει δικούς του σκοπούς. Ο πόλεμος δεν είναι αυτοδύναμος· είναι απλά «όργανο πολιτικής».

Λέγοντας, ωστόσο, πως ο πόλεμος είναι πολιτική, δεν εννοούμε πως πρόκειται για πράξη που επιδέχεται αξιολόγηση, δεν εννοούμε πως είναι μεγάλη πολιτική ή κακή πολιτική, παρά μόνο ότι ενέχεται στο φαινόμενο της κυριαρχίας, που αποτελεί βασική διάσταση του πολιτικού. Ο πόλεμος δεν προβάλλεται εδώ, όπως στον Τράιτσκε, ως «πολιτική κατεξοχήν» … Απλά ο πόλεμος κατανοείται με τον εργαλειακό και λειτουργικό χαρακτήρα του· όχι τον ηθικό[5]. Έχει τη δική του «γραμματική», αλλά δεν έχει τη δική του «λογική»· αυτήν τη δανείζεται από την πολιτική, στην οποία ακριβώς ανήκει. Καθώς γίνεται δεκτό το πρωτείο της πολιτικής, γίνεται συνακόλουθα δεκτό πως η πολιτική χρησιμοποιεί διάφορα μέσα για την πραγμάτωση των σχεδίων της και, ανάμεσα σ’ αυτά, τον πόλεμο. … Ο πόλεμος αποτελεί πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνουν οι λαοί στα χέρια των στρατιωτικών και των πολιτικών[6]



[1] Θεόφιλος Βέικος, Εν πολέμω …, κ. Δ΄, σ. 104 κ. επ., Αθήνα 1993

[2] Μύλλερ, Elemente, I 67 κ.ε.

[3] Vom Kriege, 108-109

[4] Κλ. Μπρυαίρ, La raison politique, Paris 1974, 88 κ.ε.

[5] Η θέση αυτή καθώς και η πίστη του Κλαούζεβιτς στο κράτος ως ολότητα δικαιολογούν, ίσως, την υποψία ότι ο Έγελος άσκησε επίδραση πάνω του. Την άποψη αυτή διατύπωσε ο Παύλος Κρόιζινγκερ, Hengel Einfluss auf Clausewitz, Berlin 1911.

[6] Ο Τζ. Χιουζίνγκα, Ο άνθρωπος και το παιχνίδι (Homo Ludens), μετ. Στ. Ροζάνη – Γ. Λυκιαρδοπούλου, Αθήνα 1989, 139 παρατηρεί : «αν και οι πολιτικοί που κάνουν τον πόλεμο ενδέχεται να τον θεωρούν οι ίδιοι ως ένα ζήτημα πολιτικής ισχύος, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων τα πραγματικά κίνητρα βρίσκονται λιγότερο στις ανάγκες οικονομικής επέκτασης και περισσότερο στην έπαρση και τη ματαιοδοξία, στην επιθυμία του γοήτρου και του μεγαλείου της υπεροχής»

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Ποίηση


Διονύσιος Σολωμός

λεύθεροι Πολιορκημένοι

από το Α΄ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ

II.

Παράμερα στέκει

ντρας κα κλαίει·

ργ τ τουφέκι

Σηκώνει, κα λέει·

«Σ τοτο τ χέρι

»Τί κάνεις σύ;

» χθρός μου τ ξέρει

»Πς μο εσαι βαρύ.»

Τς μάνας λαύρα!

Τ τέκνα τριγύρου

Φθαρμένα κα μαρα,

Σν σκιους νείρου·

Λαλε τ πουλάκι

Σ το πόνου τ γ,

Κα βρίσκει σπειράκι,

Κα μάννα φθονε.

III.

Γροικον ν ταράζ

Το χθρο τν έρα

Μίαν λλη, πο μοιάζει

Τ᾿ ντίλαλου πέρα·

Κα ξάφνου πετειέται

Μ τρόμου λαλιά·

Πολληώρα γροικειέται

Κι᾿ κόσμος βροντ.

IV.

μέριμνον ντας

Τ᾿ ράπη τ στόμα

Σφυρίζει, περνώντας

Σ το Μάρκου τ χμα·

Διαβαίνει, κι᾿ γάλι

Ξαπλώνετ᾿ κε,

Πο βγκ᾿ μεγάλη

Το Μπάϊρον ψυχή.

V.

Προβαίνει κα κράζει

Τ θνη σκιασμένα.

VI.

Κα πείνα κα φρίκη!

Δ σκούζει σκυλί!