Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

η Ιστορία ... με μια άλλη ματιά

προ του … 1821[1]

«Αυτός ο λαός … δεν είναι παρά ένα ελεεινό άχθος αρούρης, η καταισχύνη των προγόνων του»
(n’ est plus qu’ un fardeau de la terre, et l’ opprobre de ses aieux)
Corneille de Pauw, Γερμανός φιλόσοφος αναφερόμενος στους Έλληνες (1788)

Η προκατάληψη κατά των Ελλήνων ήταν τόσο βαθειά που ακόμα και τα θύματα της τουρκικής τυραννίας, φυγάδες σε ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετώπιζαν συχνά απάνθρωπη μεταχείριση. Ο Βρεταννός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Θωμάς Ρω χαρακτήριζε το 1622 «απατεώνες» τους καταδιωκόμενους Έλληνες που έφταναν στην Αγγλία με σημάδια από βασανιστήρια στο σώμα τους[2]. Και ο Άγγλος Γουίλιαμ Λίθγκοου που βρισκόταν το 1617 στην Κωνσταντινούπολη: «Πρέπει να ενημερωθέι ο βασιλιάς γι’ αυτούς τους Έλληνες αλήτες. Όσα λένε για φυλακισμένους συγγενείς από τους Τούρκους είναι ψέματα. Μα είναι δυνατόν να τυραννούν οι Τούρκοι τους υπηκόους τους; Δεν τους έχουν παραχωρήσει τόσες ελευθερίες; Δεν τους επιτρέπουν να χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησίων όπως ακριβώς στην δική μας πατρίδα;»[3]

Όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι οι Έλληνες είναι άξεστοι, εξαχρειωμένοι, αποκρουστικοί, το κατακάθι της γης. Με τα χειρότερα ελαττώματα και καμμιά αρετή. Γράφει ο Ιταλός κληρικός Αρχάγγελος (ΙΖ΄ αι.): «Οι Έλληνες είναι το πιο μισητό έθνος. Ένα έθνος αγροίκο, διεφθαρμένο και αλαζονικό. Αδύνατη η προσέγγιση»[4].

Ο Βέλγος Ντε Μιρόν που περιηγήθηκε την οθωμανική αυτοκρατορία το 1719 δεν κρύβει την απέχθειά του: «Δεν υπάρχει πιο ματαιόδοξος και πιο κακόπιστος λαός από τους Έλληνες … Για να πλουτίσουν δεν διστάζουν ούτε στη δολιότητα, ούτε στην ψευδορκία και την πλαστογραφία. Σε όλα αυτά τα ελαττώματα πρέπει να προστεθούν η ακολασία, η κλεψιά, η μέθη, το έγκλημα και η μεγαλομανία»[5].

Τα ίδια και ο Γάλλος ευγενής Φερριέρ Σωβμπέφ που ταξίδεψε το 1782 με διπλωματική αποστολή στην Ανατολή. Οι Έλληνες, άντρες και γυναίκες, είναι σιχαμεροί, ανάξιοι, τιποτένιοι. Έχουν όλα τα ελαττώματα των αρχαίων προγόνων τους αλλά καμμιά από τις αρετές τους. Υποκριτές, δειλοί, εκδικητικοί, φιλοχρήματοι, θρησκομανείς αξίζουν την περιφρόνηση που νιώθουν γι’ αυτούς οι Τούρκοι[6].

Μερικοί αναμασούν παλαιά μισελληνικά αναγνώσματα, μεσαιωνικά, ακόμα και ρωμαϊκά – το Graecia mendax λ.χ., Ελλάδα ψεύτρα, του Ιουβενάλη. Όπως ο Γάλλος γιατρός Φρ. Πουκεβίλ, ο κατοπινός πρόξενος στα Γιάννενα. Οι Έλληνες, γράφει το 1799, είναι ψεύτες, πανούργοι, υποκριτές, ματαιόδοξοι, μωρολόγοι, επίορκοι και θρησκομανείς. «Οι παπάδες θα μεταβάλουν τους Έλληνες στον πιο δειλό, στον πιο διεφθαρμένο λαό του κόσμου». Και, φυσικά, είναι εντελώς ανώριμοι για ελευθερία και ανεξαρτησία[7].

Αξιοπρόσεχτες είναι οι κατηγορίες για ματαιοδοξία, αλαζονεία, υπεροψία που αφήνουν να διαφανεί η αντίσταση των υπόδουλων Ελλήνων στις προκλήσεις των ξένων με την αυτογνωσία και την εμμονή στις παραδοσιακές τους αξίες. Αυτή η αξιοπρεπής και υπερήφανη αντιπαράθεση ενοχλεί τους Δυτικούς που δεν ανέχονται αντίλογο ή ιδεολογική αντίκρουση από έναν σκλαβωμένο λαό. Τον προτιμούν άφωνο ανδράποδο μπροστά στους Οθωμανούς και τους ξένους αυθέντες. Ενοχλούνται επίσης οι δυτικοί από την εμποροναυτική ανάπτυξη των Ελλήνων κατά το δεύτερο ήμισυ του ΙΗ΄ αιώνα και τον ανταγωνιστικό τους ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο. Και επειδή πλήττονται τα οικονομικά τους συμφέροντα από την τόλμη και το επιχειρηματικό πνεύμα των Ελλήνων τους χαρακτηρίζουν συλλήβδην φιλοχρήματους, κακόπιστους, δόλιους στις συναλλαγές και πλαστογράφους …

Οι περισσότεροι από τους Δυτικούς που επισκέπτονται την Ελλάδα κατά την προεπαναστατική πεντηκονταετία είναι φιλότουρκοι. Ευθυγραμμίζονται προφανώς με την πολιτική των κυβερνήσεών τους στο Ανατολικό Ζήτημα. Κατενθουσιασμένος από τους Τούρκους ο Άγγλος απόφοιτος του Καίμπριτζ αρχαιολάτρης Τζων Σώβερυ Μόρριτ που ταξίδεψε στην ελληνική Ανατολή κατά τη διετία 1794-1796. «Δεν γνώρισα καλύτερους ανθρώπους από τους Τούρκους. Από τον ανώτερο ως τον κατώτερο συμπεριφέρονται σαν λόρδοι και άρχοντες»[8].

Ένας άλλος πεπαιδευμένος Άγγλος, ο Γουίλιαμ Τζέλ που περιηγήθηκε την Ελλάδα στην πρώτη πενταετία του ΙΘ΄ αιώνα, διαπίστωσε ότι οι Τούρκοι είναι πιο πολιτισμένοι από τους Έλληνες και λιγότερο αμαθείς. Όσο για τους Έλληνες χωρικούς δεν υπάρχουν στον κόσμο χειρότεροι άνθρωποι[9].

… Ο συνοδοιπόρος του ποιητή λόρδου Βύρωνα, Τζων Καμ Χομπχάουζ, πεπαιδευμένος αρχαιολάτρης, είδε τους Έλληνες με τα μάτια του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Ένας λαός που χρειάζεται βία για να σωφρονιστεί. Χωρίς ραβδί δεν γίνεται τίποτα. Είναι επιπόλαιοι, άστατοι, επίβουλοι. «Δεν έχω πρόθεση να τους στιγματίσω. Γεγονότα μόνο διαπιστώνω. Όταν ο Μωάμεθ ο Πορθητής κατέκτησε ολόκληρη την Ελλάδα είπε ότι βρήκε πολλούς σκλάβους αλλά ούτε έναν άντρα. Αν ζούσε τώρα δεν θα σχολίαζε ευνοϊκότερα τους σύγχρονους Έλληνες». Οι διαπιστώσεις του Χομπχάουζ δημοσιεύτηκαν οχτώ μόλις χρόνια πριν από την Επανάσταση. Θεωρείται, ωστόσο, φιλέλληνας και ένας αθηναϊκός δρόμος φέρει το όνομά του.

Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων που περιηγήθηκαν την Ελλάδα του ΙΗ΄ αιώνα είναι αρχαιολάτρες, Βυθισμένοι στα ονειροπολήματά τους για τον «χαμένο παράδεισο» περιφρονούν τους σύγχρονους Έλληνες – «εκφυλισμένους και ανάξιους των ένδοξων προγόνων τους» …

Ένας Άγγλος κλασσικός φιλόλογος που μελετούσε τα μνημεία της Αττικής, ο Τζων Τιούντελ πέθανε το 1799 στην Αθήνα. Τον έκλαψαν οι Αθηναίοι και τον έθαψαν στο Θησείο, όπως ζήτησε ο ίδιος πριν ξεψυχήσει. Αλλά ιδού πως έβλεπε τους Έλληνες ο καλός αυτός αρχαιολάτρης σε επιστολή λίγο πριν από τον θάνατό του: «Είμαι ενθουσιασμένος από τα αρχαία μνημεία, από τις προτομές των ηρώων, από τα αγγεία με τις αρχαίες τέφρες, από όλα τα νεκρά και τα άψυχα. Αλλά αυτοί οι αχρείοι Έλληνες, που θέλουν να λέγονται άνθρωποι, παραμορφώνουν τα πάντα στην χώρα των θεών»[10].

Δέκα χρόνια αργότερα «γνώρισε» και περιγράφει τους Έλληνες ο Σκώτος Τζων Γκάλτ (περιηγήθηκε στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα στη διετία 1809-1811). Είναι ενθουσιώδης αρχαιολάτρης και γνήσιος εκπρόσωπος της αγγλικής αποικιοκρατίας. Οι Έλληνες, γράφει, χρειάζονται βούρδουλα και ορθότατα οι Τούρκοι τους σωφρονίζουν με φάλαγγα. Ταξίδευε εφοδιασμένος με οθωμανικό μπουγιουρδί και αξίωνε πλούσια καταλύματα και ηγεμονικές περιποιήσεις. Κι αν δυστροπούσε κάποιος νοικοκύρης, ο ελληνολάτρης Άγγλος καλούσε τους Τούρκους. ‘Αρνήθηκαν να μας ανοίξουν. Άφησα στην άκρη τις ευγένειες. Τρέχει ο Τούρκος αξιωματικός στο φρουραρχείο και φέρνει μια ντουζίνα στρατιώτες. Στο άψε-σβήσε σκαρφάλωσαν στους τοίχους κι έσπασαν τις πόρτες. Κι εμείς είχαμε την ένδοξη ικανοποίηση να μπούμε σαν ήρωες θριαμβευτές ενώ γύρω μας ξεφώνιζαν και θρηνολογούσαν πανικόβλητες γυναίκες». Την άλλη μέρα ο Άγγλος αξίωσε την αυστηρή τιμωρία του προεστού. Ο Τούρκος διοικητής παρακάλεσε τον Γκάλτ να διαλέξει ο ίδιος την τιμωρία που επιθυμούσε να επιβληθεί στον ανυπάκουο Έλληνα. Φάλαγγα, μπουντρούμι ή τζερεμέ (πρόστιμο)[11].

… Πνευματική αγαλλίαση για τον Γκάλτ οι επισκέψεις στα μνημεία του αρχαίου πολιτισμού, ναούς και θέατρα. αισθάνεται όμως αηδία για την παρουσία σ’ αυτούς τους χώρους των σύγχρονων Ελλήνων. … «Δεν μπορείς να αντικρύσεις την σημερινή παρακμή των Ελλήνων χωρίς να αγανακτήσεις. Αλλά δεν αξίζει να θλίβεται κανείς για το κατάντημά τους. Η μοίρα των εθνών, όπως και των ατόμων είναι ο θάνατος». Κατά τον Άγγλος φιλάρχαιο, από το ελληνικό έθνος έχει απομείνει ένα σκωληκόβρωτο πτώμα. Με φρίκη βλέπει τους σύγχρονους Έλληνες να διαβαίνουν ανάμεσα στα αρχαία ερείπια. Μοιάζουν, γράφει, «με σκουλήκια που αναδεύονται στο κουφάρι ενός πεθαμένου ήρωα»[12] … βρισκόμαστε στο 1813 …

Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτών των μισελληνικών «επιστημονικών» θεωριών είναι το βιβλίο του Γερμανού κληρικού Κορνήλιου ντε Πάουβ «Φιλοσοφικές έρευνες περί των Ελλήνων» που τυπώθηκε το 1788 στο Βερολίνο[13]. Κείμενο άγριας πολεμικής όπου οι εύστοχες παρατηρήσεις καταποντίζονται στο πέλαγος της άγνοιας, της εμπάθειας και των προκαταλήψεων. Αποκλείοντας ο Πάουβ εντελώς κάθε προοπτική ανεξαρτησίας, θεωρεί τους Έλληνες αποσαρίδια της οικουμένης, άξεστους, βάρβαρους και άχρηστους. …

Αφορμή των επιθέσεων του Γερμανού φιλοσόφου υπήρξε το περιηγητικό χρονικό του Γάλλου λόγιου Πέτρου Αυγούστου Γκυ μέλους της Ακαδημίας Επιοστημών και καλών τεχνών της Μασσαλίας, «Φιλολογικό ταξίδι στην Ελλάδα», μια πρωτότυπη μελέτη του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού[14]. Ο Πάουβ ενοχλήθηκε σφόδρα επειδή ο Γκυ αναζήτησε και βρήκε ομοιότητες ανάμεσα στους σύγχρονους Έλληνες και τους αρχαίους προγόνους τους. «Ένα από τα πιο τιποτένια βιβλία», γράφει ο Πάουβ. Και χωρίς να γνωρίζει τους Έλληνες, χωρίς να έχει επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα ώστε να αναπτύξει θεμελιωμένη αντιρρητική επιχειρηματολογία, αποφαίνεται ότι το ελληνικό έθνος έχει εντελώς εκφυλισθεί. «Δεν υπάρχουν λόγια κατάλληλα να απεικονίσουν την εξαχρείωση στην οποία έχουν περιπέσει οι νεοέλληνες εξαιτίας των δικών τους σφαλμάτων». Οι Τούρκοι άφησαν άθικτα όλα τα μοναστήρια τους και δεν σκέφτηκαν ποτέ να απαγορεύσουν τα σχολεία, αν ήθελαν οι Έλληνες να έχουν σχολεία. Ο φανατισμός είναι η πηγή των δεινών τους. Αυτοί οι ίδιοι έσφιξαν με τα δικά τους χέρια το τυφλοπάνι στα μάτια τους.

[1] Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια, σ. 349 κ. επ., Αθήνα 1990
[2] The negotiations of sir Thomas Roe, London 1742
[3] Travels and voyages through Europe, Asia and Africa, Leith 1814. Ο Ολλανδός μοναχός Μπερναρντίν Σύριους καλεί το 1666 τους συμπατριώτες του να μην ενισχύσουν οικονομικά τους κατατρεγμένους Έλληνες. Χρησιμοποιούν τα χρήματα των εράνων «για να κυριαρχήσουν στους Αγίους Τόπους» (Le pieux pelerine en voyage de Jerusalem, Bruxelles 1666)
[4] Clemente Trezorio, Le missioni dei minori Cappuccini. Sancto Storico, Roma 1914, τ. Β΄, σ. 56
[5] Memoires et aventures secretes et curieuses d’ un voyage du Levant, Liege 1731, s. 160
[6] Και για τις Ελληνίδες αναφέρεται υβριστικά: «Οι γυναίκες παριστάνουν τις σεμνές αλλά είναι διεφθαρμένες και παραδόπιστες. Εξευτελίζουν τον έρωτα. Κι όποιός ξένος βλέπει Ελληνίδα λέει: Ντροπή να πάρεις τέτοια γυναίκα …» (Memoires historiques, politiques et geographiques de voyage dy comte de Ferrieres-Sauveboeuf, faits en Turquie en Perse et en Albanie depuis 1782 jusqu’ en 1789, A Paris 1790, τ. Α΄, σ. 258, τ. Β΄, σ. 447)
[7] Voyage en Moree … Paris 1805. Όλα αυτά γράφονταν με σιγουριά 15 χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση. Δέκα χρόνια αργότερα ένας άλλος Γάλος, ο διπλωματικός υπάλληλος Ζ.Μ. Τανκουάν που έζησε τρία χρόνια στην Κρήτη (1811-1814) γράφει ότι οι Έλληνες είναι δόλιοι, ύπουλοι, φιλέκδικοι, διεφθαρμένοι, ανειλικρινείς και κοιλιόδουλοι (Voyage a Smyrne dans l’ Archipel et l’ ile de Candie, Paris 1817, σ. 116). Γι’ αυτό το κοιλιόδουλοι (gourmands) ενοχλήθηκε ο Κοραής και το 1819 σε υποσημείωση της μελέτης του «Διατριβή αυτοσχέδιος περί του περιβοήτου δόγματος των σκεπτικών φιλοσόφων και των σοφιστών», γράφει ότι ο Ταγκοΐνης ή Ταγκουάγνης είδε «κανενός Γραικού τράπεζαν στολισμένην με τα πλούσια της χώρας προϊόντα», και έκρινε τους Έλληνες «λαίμαργους» σαν ασκητής καψοκαλυβίτης ή λιμασμένος (Άπαντα, επ. Γ. Βαλέτα, τ. Α΄, σ. 243 σημ 40).
[8] The letters of John S. Morritt of Rokeby, London 1914, σ. 182
[9] Narrative of a Journey in the Morea, London 1823, σ. 101, 293, 352
[10] Remains of John Tweddell late fellow of Trinity-College, Cambridge, London 1816, σ. 292
[11] Voyages and travels in the years 1809, 1810 and 1811, London 1812, σ. 172-173
[12] Letters fromm the Levant, London 1813, σ. 78
[13] Recherches philosophiques sur les Grecs, Berlin 1788
[14] Voyage litteraire de la Grece, Paris 1783

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

ιστορικό μυθιστόρημα

δυο ταγάρια λαοί και κόσμοι[1]

«Τον είχα στα χέρια μου τον σκύλο σου λέω, στα χέρια μου», είπε ο Σελίμ κι έδειξε την παλάμη του.

«Πόσοι τέτοιοι. Πόσο ασήμαντοι. Την άλλη φορά θα τον κρεμάσουμε χωρίς να το καταλάβεις. Σάμπως κάμει και τίποτα ; Σπαρταράει σαν ψάρι λίγο και μετά ψοφάει όπως όλοι», παρατήρησε ο στρατοδίκης, ανακτώντας την αυτοπεποίθησή του. «Ένα σκαφίδι έχει, κι αυτό έτοιμο να βουλιάξει».

«Σύμφωνοι, καλά το λες. Όμως είναι άλλο που με θεριεύει. Καταλαβαίνεις ;»

«Καταλαβαίνω … Κι έχεις δίκιο. Είν’ αποστάτης».

«Όταν σου λέω εγώ, το λοιπόν, έχω πάντα δίκιο. Σ’ αυτά δεν κάμω χωρατά. Δεν είναι Τούρκος ; Πάει, δεν είναι δικός μας. Αυτό είναι όλο».

«Κι άλλοι δεν είναι Τούρκοι, μα γίνονται», διαφώνησε ο στρατοδίκης.

«Ποιοι μπρε ; Τι μου λες ;», νευρίασε ο Σελίμ. «Γίνονται Τούρκοι οι Γιουνάν ; όχι πες μου, γίνονται ;»

«Πολλοί άπιστοι γονάτισαν στην δόξα του Αλλάχ».

«Πολλοί λαοί, ναι. Κι άλλοι τόσοι θα γονατίσουν με κεφάλια ή δίχως κεφάλια. Αλλά τούτος ο λαός είναι διαβολεμένος, που σου λέω. Και που ‘χουν γίνει πολλοί από δαύτους Μουσουλμάνοι, κακό είναι. Ζεσταίνουμε φίδια στον κόρφο μας. Σάμπως οι Ζεϊμπέκοι πού ‘ρθαν στο Ισλάμ τι έκαμαν μπρε ; Άτακτοι στρατιώτες είναι, βρωμο – Γιουνάν, όποιον τους έρθει πολεμάνε».

… «Μωρέ Σελίμ, τι λες ; Μήπως μιλάς σαν αιρετικός ; Να μην τους κάνουμε μουσουλμάνους και να τους αφήσουμε χριστιανούς ;»

«Τι λέει το Κοράνι στρατοδίκη μου ; Τι λέει ; Ή να πιστεύουν ή να πεθαίνουν. Ε, αυτό σου λέω κι εγώ, να πεθαίνουν ! Διαβόλου ράτσα τούτη, ακούς ;»

«Σ’ αυτό δεν έχεις άδικο», διαπίστωσε ο στρατοδίκης. «Ή θα τους κυριέψουμε μια και καλή ή θα τρωγόμαστε μεταξύ μας. Αυτή ‘ναι η αλήθεια Τουρκομάνε μου».

«Άμα σκέφτονταν πολλοί σαν κι εμένα, πολλά θα ‘χανε τελειώσει», περηφανεύτηκε ο Σελίμ και ξαναχτύπησε τα κανιά του με τη βίτσα του. "Έτσι δεν είναι μπρε, τι λες και συ ;", είπε απευθυνόμενος προς τον παλαίμαχο στρατιώτη, γνωστό θαμώνα του καφενέ.

«Ααχ !», ξεφύσηξε ‘κείνος τον βαρύ του αναστεναγμό. «Πόσα μου θυμίζεις νεαρέ διοικητή μου. Πόσα μου θυμίζεις !». Κούνησε το κεφάλι του πάνω – κάτω και συνέχισε. «Αυτό ήταν τ’ όνειρο και του Σουλτάνου Βαγιαζήτ. Αλλά τον τσάκισε ο Ταμερλάνος στην Άγκυρα κι έπιετα γιομίσαμε το Αιγαίο δυο ταγάρια λαοί και κόσμοι».

[1] Περίανδρου Ανδρουτσόπουλου, «το μυστικό του κοχυλιού», σ. 23-24, εκδόσεις Ηλιοφόρος, 1996.

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Ελληνοτουρκικά

στα Έξι Μίλια[1]

Καθώς η τύχη θέλησε να βρεθώ σ’ ετούτη τη δύσμοιρη πόλη, πήρα την απόφαση να κρατήσω γραπτή αναφορά όλων των γεγονότων που ακολούθησαν, στην μάχη που έδωσε ο Τούρκος μπέης Μωάμεθ, γιος του Μουράτ, στην προσπάθειά του να εκπορθήσει την Κωνσταντινούπολη.

Το Μάρτιο του 1452, ο Τούρκος μπέης Μωάμεθ έδωσε διαταγή να κατασκευαστεί ένα πολύ όμορφο φρούριο[2] έξι μίλια μακριά από την Κωνσταντινούπολη, απέναντι από το στόμιο της Μαύρης Θάλασσας, το οποίο διέθετε δεκατέσσερις πύργους, από τους οποίους οι πέντε κύριοι καλύπτονταν με μολύβι και ήταν πανύψηλοι και ογκώδεις. Για να κατασκευάσει αυτό το κάστρο, ο Τούρκος ξεκίνησε από την Καλλίπολη με έξι πολεμικές γαλέρες, 18 φούστες[3] και 16 παρανταρίες[4] και κατέπλευσε στα ύδατα της Κωνσταντινουπόλεως. Ο τόπος που διάλεξε ήταν έξι μίλια μακριά από την Πόλη, από τη μεριά της Ελλάδας, απέναντι από το παλιό κάστρο. Η ανέγερση αυτού του φρουρίου ολοκληρώθηκε στα τέλη του Αυγούστου του 1452, και ο μόνος λόγος που κατασκευάστηκε ήταν για να κυριευτεί η Κωνσταντινούπολη.

Ο αυτοκράτορας, ο οποίος φοβόταν τον Τούρκο εχθρό του, κάθε μέρα έστελνε δώρα στον Τούρκο που κατασκεύαζε το κάστρο και κάθε μέρα έστελνε πρεσβείες, κι όλα αυτά τα έκανε από φόβο. Όταν οι εργασίες αποπερατώθηκαν, μέσα στον Αύγουστο του 1452, εκείνος παρακρατεί μέσα στο κάστρο δύο πρέσβεις του αυτοκράτορα και διατάζει να τους αποκεφαλίσουν. Αυτό το φέρσιμό του έγινε αιτία να ξεσπάσει ο πόλεμος του Τούρκου κατά των Ελλήνων.

[1] Νικολο Μπάρμπαρο, Χρονικό της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης, σ. 93-95, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1993.
[2] Πριν από μερικές δεκαετίες, ο σουλτάνος Βαγιαζίτ είχε κατασκευάσει επί των ασιατικών ακτών, που του ανήκαν, το φρούριο Ανατόλ ή Γκιζέλ Χισάρ, στο στενότερο ακριβώς σημείο του Βοσπόρου. Το κάστρο του Μωάμεθ του πολιορκητή χτίστηκε απέναντι από το άλλο, στην ευρωπαϊκή ακτή, που δεν του ανήκε βέβαια, στο χωρίο Ασώματοι ή Ασωμάτου. Κατά διαταγή του, μετά την κατασκευή του θα έπαιρνε το όνομα Πασχεσέν, που στα ελληνικά μεταφράζεται Κεφαλοκόπτης. Αργότερα επεκράτησε η ονομασία Μπογάζ Κεσέν, δηλαδή «αυτό που κόβει το στενό». Οι μεταγενέστεροι το είπαν Ρούμελη Χισάρ. Στο σημείο των δίδυμων κάστρων ο Βόσπορος έιχε το μικρότερο πλάτος του, όχι μεγαλύτερο από 750 μέτρα. Στην ίδια θέση, τον 5ο πΧ αιώνα, ο Δαρείος είχε στήσει τη γέφυρα και είχε περάσει το στρατό του από την Ασία στην Ευρώπη.
[3] Δρόμωνες, μπρατσέρες, γολετοβρικα, βαρκαρόλες: πειρατικά και πυρπολικά μικρά πλοία.
[4] Φορτηγίδες στις οποίες επέβαιναν ναυτικά αγήματα.

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

πολιτική ιστορία

Οι ηγέτες του έθνους[1]
(ποιόν και πολιτική)

Γράφει ο Γάλλος εθελοντής αξιωματικός Ολιβιέ Βουτιέ σε επιστολή του από το Άργος (1 Ιουνίου 1824) προς την κυρία Ρεκαμιέ για τους προεστούς : «Οι Έλληνες είναι ικανοί για τις πιο ωραίες και γενναίες πράξεις. Αλλά δεν έχουν αντάξιους ηγέτες. Βγαίνοντας από την δουλεία βρέθηκαν με αρχηγούς και προεστούς, ανθρώπους πανούργους, δειλούς, παραδόπιστους και τόσο θλιβερά διεφθαρμένους που δεν θα δίσταζαν διόλου να θυσιάσουν την πατρίδα τους. Δυστυχώς η δύναμή τους είναι μεγάλη. Ελέγχουν ολόκληρη την πολιτική διοίκηση και ένα μέρος από την Εθνοσυνέλευση. Το έθνος χρειάζεται ισχυρή κυβέρνηση αλλά αυτοί οι αχρείοι φροντίζουν, με κρυφές ενέργειες, να διατηρήσουν την αναρχία που τους επιτρέπει να πλουτίζουν από την λαϊκή δυστυχία. Φοβούνται πως το πρώτο που θα έκανε μια τέτοια κυβέρνηση θα ήταν να τους ζητήσει λογαριασμό για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος» (Lettres sur la Grece, Paris 1826, σ. 76-77). Και ο Μάξιμος Ρεϋμπώ : «Οι προεστοί διαχειρίζονται τις τεράστιες περιουσίες των Τούρκων χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν». Αυτές οι αντιθέσεις προεστών και καπεταναίων στα συμβούλια της πολιορκίας (της Τριπολιτσάς) αποτελούσαν προέκταση της κοινωνικής διαμάχης των διεκδικήσεων δηλαδή της ελληνικής αγροτιάς που πήρε τα όπλα για αποκατάσταση στην εθνική γη. Δεν είναι όμως λίγοι εκείνοι που αμφισβητούν ή και αποκλείουν ολότελα ότι υπήρχαν και κοινωνικά κίνητρα στην Επανάσταση. Ο κοινωνικός, ωστόσο, χαρακτήρας του ξεσηκωμού – κοντά στον εθνικοαπελευθερωτικό – ήταν έκδηλος από την πρώτη στιγμή. Οι Έλληνες και κυρίως η αγροτιά - συνδύαζαν την εθνική απολύτρωση, την εκδίωξη και τον αφανισμό της οθωμανικής τυραννίας, με την κοινωνική αποκατάσταση. Το σύνθημα «δεν διώξαμε τον ξένο δυνάστη για να βάλουμε καινούργιο στη θέση του» κυριαρχούσε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Η διανομή των κτημάτων που εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι ερέθιζε τον ζήλο των χωρικών. Γι’ αυτήν τη γη πολεμάμε, έλεγαν και ξανάλεγαν. Αυτή η κοινωνική πλευρά του ξεσηκωμού συσκοτίσθηκε από την ηγεσία του Αγώνα με πρόσχημα να μην προκαλέσει η Επανάσταση την αντίδραση των ευρωπαϊκών απολυταρχιών που έβλεπαν σε κάθε απελευθερωτικό κίνημα ανατρεπτικούς σκοπούς, υπονόμευση της εξουσίας και του δεσποτισμού τους. Στα αυστριακά αρχεία υπάρχει μια επιστολή Ανώνυμου προς τον Αθανάσιο Βασιλείου στην Πίζα (20 Οκτωβρίου 1821) με παραινέσεις προς τους Έλληνες να δείξουν στους Ευρωπαίους καλή συμπεριφορά, για να μην επισύρουν την οργή τους : «Ότι τέλος το έθνος δεν κινήθηκε από κοινωνικό επαναστατικό πνεύμα, όπως θέλουν μερικοί να του δώσουν τέτοια απόχρωση, αλλά αναγκάσθηκε να φερθεί έτσι, για να εξασφαλίσει την ύπαρξή του, την τιμή του και την θρησκεία του, που κινδύνευαν» (Γ. Λάϊου, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821. Ιστορικά δοκουμέντα από τα αυστριακά αρχεία, Αθήνα 1958, σ. 271). Ωστόσο, το κοινωνικό επαναστατικό πνεύμα ήταν φανερό από την αρχή του αγώνα. Και στη στεριά και στη θάλασσα. Το πρώτο αίτημα της ελληνικής αγροτιάς ήταν η διανομή των εθνικών γαιών. Αυτό άλλωστε το νόημα είχε το θέσπισμα της 7 Μαΐου 1822 για την αμοιβή των αγωνιστών με κτήματα : «Όσοι στρατιώται ευρίσκονται ήδη εις δούλευσιν της πατρίδος και όσοι, ένοπλοι όντες, καταγραφούν εις το εξής ως στρατιώται, όλοι χωρίς καμμίαν εξαιρεση, θέλουν λάβει δι’ αντιμισθίαν ανά εν στρέμμα γης κατά μήνα από την ημέραν της καταγραφής των» (Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Εν Αθήναις 1857, τ. Α΄, σ. 167). Δύο χρόνια αργότερα ο Βύρων θα καταστρέψει όλα τα αντίτυπα ενός φύλλου των «Ελληνικών Χρονικών» του Μεσολογγίου επειδή κάποιο άρθρο καλούσε τους καταπιεζόμενους Μαγυάρους να εξεγερθούν κατά της αυστριακής τυραννίας. Άλλωστε κοινωνικές προεκτάσεις έδωσε και ο Δημήτριος Υψηλάντης καταγγέλοντας στις 6 Οκτωβρίου 1821 με προκήρυξή του προς τον λαό, τους προεστούς : «Καιρός είναι επιτέλους να παύση η τυραννία, όχι μόνο εκείνη των Τούρκων αλλά και η τυραννία των ατόμων εκείνων τα οποία συμμεριζόμενα τα αισθήματα των Τούρκων, ζητούν να βλάψουν και να καταπιέζουν τον λαόν».

Την κατάσταση που επικρατούσε στο στρατόπεδο της Τριπολιτσάς εξεικονίζει το γράμμα από την Καλαμάτα ενός Ευρωπαίου αξιωματικού σε φίλους του στο Τριέστι. Το γράμμα, με ημερομηνία 21 Ιουλίου, έπεσε στα χέρια της αυστριακής αστυνομίας και αντίγραφο βρίσκεται στα αυστριακά αρχεία. «… Μόλις φθάσαμε στο Μωριά βρήκαμε θρονιασμένη μια ανώτατη Γερουσία, που αποτελείται από οχτώ άτομα … Είναι τύραννοι και καταπιέζουν τον λαό. Πήραν δύναμη από τα πλούτη των Τούρκων και τώρα αφήνουν τους πολιορκητές να λιμοκτονούν. Με λίγα λόγια πρόκειται για κτήνη. Μ’ όλα αυτά έχουν το θράσος να νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα και ότι δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Τώρα τους αφήνει κανείς γιατί δεν ήρθε η ώρα να υποστούν την πρέπουσα τιμωρία για την απαίσια συμπεριφορά τους …» (Γ. Λάϊου, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821, Αθήνα 1958, σ. 158-159) Η αυστριακή υπηρεσία χαρακτηρίζει Έλληνα τον επιστολογράφο αξιωματικό. Προφανώς επειδή γράφει ελληνικά. Αλλά δεν ήταν Έλληνας. Πρόκειται σίγουρα για τον Γάλλο απόστρατο αξιωματικό Μπαλέστ που είχε ζήσει στην Κρήτη πολλά χρόνια και γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα. Βρισκόταν στο Τριέστι για εμπορικές υποθέσεις όταν ακολούθησε τον Υψηλάντη και ανέλαβε στην Καλαμάτα την οργάνωση του Τακτικού.

[1] Κυριάκου Σιμόπουλου, «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 1821», τ. Α΄, σ.σ. 344-345 & 349-350 εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.