Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Λογοτεχνία

Οι Έλληνες[1]

Ξαπλωμένος χάμω, πίσω από το μολυβένιο στρατό του, το ένα μάτι κλειστό, σημαδεύοντας με το άλλο, πού να ρίξει τον βόλο του, είπε ο Αντώνης :

- Λοιπόν ! Αποφάσισε ! Είσαι ή δεν είσαι Τούρκος ;
- Δεν είμαι ! αναφώνησε αγανακτισμένος ο Αλέξανδρος, γονατισμένος και αυτός πίσω από τον δικό του στρατό, τα χέρια του απλωμένα προστατευτικά πάνω από τα παρατεταγμένα μολυβένια στρατιωτάκια.

Ο Αντώνης άνοιξε το δεύτερο μάτι του για να αγριοκοιτάξει τον αδελφό του.

- Λοιπόν τι είσαι ;
- Έλληνας ! φώναξε ο Αλέξανδρος
- Μα πώς μπορούν Έλληνες να πολεμούν και να σκοτώνουν Έλληνες ; ρώτησε ο Αντώνης.

Ο Αλέξανδρος δεν ήξερε.

- Δεν θέλω όμως να είναι Τούρκοι οι στρατιώτες μου ! διαμαρτυρήθηκε θυμωμένος.
- Και ποιος θα είναι τότε Τούρκος ; Πώς θα πολεμήσωμε ; Ή Έλληνες θα είναι οι στρατιώτες σου ή Τούρκοι ! Αφού οι δικοί μου είναι Έλληνες, οι δικοί σου πρέπει να είναι Τούρκοι !
- Δεν θέλω ! επανέλαβε ο Αλέξανδρος.

Από το τραπέζι, όπου με μπλου και κόκκινα μολύβια χρωμάτιζαν οι δυο αδελφές ντεκολτέ κυρίες με τριαντάφυλλα στο κεφάλι, παλιά φιγουρίνια της θείας Μαριέτας, σηκώθηκε η Πουλουδιά και σίμωσε τα’ αγόρια.

Στάθηκε η Πουλουδιά, με τα χέρια στην πλάτη, όρθια, κι επιθεώρησε με μια ματιά τα τακτικά, κατά τετράδες βαλμένα στρατιωτάκια του Αντώνη, τα τουφέκια και τις ξιφολόγχες του ολόισα, γραμμή στον ώμο, με την ελληνική σημαία στην μέση και τον στρατηγό καβάλα εμπρός. Και ύστερα κοίταξε τα στρατιωτάκια του Αλέξανδρου, μια μάζα γύρω στην τρίχρωμη μολυβένια σημαία τους, με τις ξιφολόγχες άλλες στραβωμένες και άλλες σπασμένες, με βάσεις ασταθείς, αλλού τσακισμένες και αλλού κυρτές. Μα δεν μίλησε.

Και είπε ο Αντώνης, σταυρώνοντας τα χέρια του :

- Τότε καλύτερα να μην παίξομε !

Παραπονιάρικα είπε ο Αλέξανδρος :

- Δεν θέλω ο στρατός μου να είναι τούρκικος !

Και νιώθοντας πως ο ερχομός της Πουλουδιάς σήμαινε επικουρία, σήκωσε το κεφάλι και παρακάλεσε :

- Πες του !
- Τότε μάζεψε τον στρατό σου, είπε ο Αντώνης.
- Γιατί δεν γίνεσαι εσύ Τούρκος ; ρώτησε η Πουλουδιά.
- Εγώ ;

Υπερήφανα έδειξε ο Αντώνης τον στρατό του, ολοκαίνουριο, περιποιημένο, βερνικωμένο, σα να βγαινε από το μαγαζί, και χάιδεψε τη χάρτινη ελληνική σημαία, όχι πολύ τακτικά χρωματισμένη, αλλά παστρικά κολλημένη απάνω στη μολυβένια σημαία, για να σκεπάσει τα τρία της χρώματα.

- Αυτοί Τούρκοι ; έκανε. Πώς μπορούν να είναι οι Τούρκοι πιο ωραίοι από τους Έλληνες ; Και πώς μπορούν οι Έλληνες να έχουν αυτό το χάλι ; πρόσθεσε με μια περιφρονητική κίνηση κατά τη μολυβένια μάζα του Αλέξανδρου.

Το επιχείρημα συγκίνησε την Πουλουδιά. Ειρηνευτικά είπε του Αλέξανδρου :

- Ας είναι Άγγλοί οι δικοί σου !
- Λαμπρά ! Σαν την μις Ράις ! επιδοκίμασε ο Αντώνης, που ήξερε τη νίκη του σίγουρη και ήταν ενθουσιασμένος να τραβήξει ένα τράκο στους συμπατριώτες της μις Ράις, ας ήταν και μολυβένιοι.

Ο Αλέξανδρος στάθηκε να συλλογιστεί.

- Καλά, είπε αργοκουνώντας το κεφάλι του, όχι για τη μις Ράις, μα γιατί ο θείος λέγει πως οι Άγγλοι μας έδωσαν την Κρήτη …
- Την Κέρκυρα ! επιδιόρθωσε ο Αντώνης. Πού η Κρήτη ! Η Κρήτη θα ελευθερωθεί μόνη της ! Αυτή δεν έχει ανάγκη από τους Άγγλους !
- Ναι αι αι ; έκανε ο Αλέξανδρος. Πώς θα ελευθερωθεί ;
- Θα κάνει επανάσταση, όπως ο Καραϊσκάκης … που μας έδειξε ο θείος τον τάφο του, και θα ελευθερωθεί όπως ελευθερώθηκε η Ελλάδα. Να ! Αυτοί οι Κρητικοί είναι παλικάρια ! Οι δικοί μου στρατιώτες λοιπόν είναι Κρητικοί !
- Ωραία ! φώναξε με ενθουσιασμό ο Αλέξανδρος. Και οι δικοί μου είναι Έλληνες …

Μα τον διέκοψε ο Αντώνης :

- Μπούφο ! Και τι είναι οι Κρητικοί ; Δεν είναι και αυτοί Έλληνες ; Και οι Κερκυραίοι : Και οι Ροδίτες και οι Κυπριώτες ; Πώς μπορούν Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες ;

Ο ενθουσιασμός του Αλέξανδρου έπεσε, και κοντοστάθηκε, ζαλισμένος λίγο από τα ονόματα.

- Μα τότε ; Τι θα είναι οι δικοί μου ; ρώτησε κατσουφιασμένος.
- Μα δεν είπαμε πως θα είναι Άγγλοι ; Και η σημαία σου το λέγει. Είναι ξένη.
- Η μις Ράις είπε πως δεν είναι αγγλική αυτή η σημαία, μουρμούρισε διστακτικός ο Αλέξανδρος.
- Το ξέρω, είναι γαλλική, αδιάφορο. Έλα ! Ετοιμάσου !
- Μα είναι παλικάρια οι Άγγλοι ; ρώτησε επιφυλακτικά ο Αλέξανδρος.
- Βέβαια είναι ! Αφού μας έδωσαν την Κέρκυρα ; Έλα τώρα ! Πού είναι ο βόλος σου ;

Μα ο Αλέξανδρος είχε χάσει τον βόλο του. Τον γύρεψε μες τις φούστες του, ανάμεσα στους στρατιώτες του, μες στο κουτί τους, και πάλι στην μάζα των στρατιωτών. Ο βόλος δεν βρέθηκε. Μόνο που έπεσαν οι στρατιώτες του, που ήταν ποιος πολύ, ποιος λίγο, όλοι κάπως κουτσοί και ανάπηροι, και χρειάστηκε να τους ξαναστήσει.

- Έχασε την υπομονή του ο Αλέξανδρου. Σου δίνω εγώ άλλο βόλο ! Μόνο στήσε γρήγορα τον στρατό σου !

Βιάζουνταν ο Αλέξανδρος όσο μπορούσε, και βοηθούσε και η Πουλουδιά. Μα δεν ήταν εύκολο να στηθούν γερά στρατιώτες που όλοι σχεδόν είχαν στραβωμένες τις βάσεις.
Το είδε η Πουλουδιά και άρχισε να θυμώνει. Με τα δόντια της, νευρικά, θυμωσιάρικα, έσιαξε μια δυο λυγισμένες βάσεις.

- Τι χάλια που είναι οι στρατιώτες σου ! είπε χαμηλόφωνα του Αλέξανδρου, ενώ παρακάτω ο Αντώνης γύρευε ανάμεσα στους βόλους του έναν όμοιο σαν τον δικό του, για να τον δώσει του αδελφού του. Τι χάλια ! Ένας δεν έχει στερεή βάση ! Και θες να είναι κι Έλληνες ! Με την πρώτη θα πέσουν !

[1] Πηνελόπη Δέλτα, «ο τρελαντώνης», κεφ. Χ, σ. 99-103, εκδόσεις Μίνωας 1998.