Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Μυθολογία



περί του μαρτυρίου, του θανάτου και της αναστάσεως της θεότητας[1]
Όσιρις, η αιγυπτιακή εκδοχή

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (1ος πΧ αιώνας), αναφερόμενος στον μυστικισμό και στον τρόπο θανάτου του Όσιρη μας παραδίδει (Βιβλ. Ι. 21) :

«Παλαιότερα, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι ιερείς φύλαγαν μυστικό τον τρόπο του θανάτου του Όσιρη. Αλλά σε νεότερη εποχή η ακριτομυθία κάποιου προσώπου συνετέλεσε, ώστε να διαδοθεί και μεταξύ των πολλών εκείνο, το οποίο φυλαγόταν μυστικό μεταξύ των ολίγων».

«Των δ’ ιερέων περί της Οσίριδος τελευτής εξ αρχαίων εν απορρήτοις παρειληφότων, τω χρόνω ποτέ συνέβη διά τινων εις τους πολλούς εξενεχθήναι το σιωπώμενον».

Ας σημειωθεί ότι ολόκληρη η ιστορία του Όσιρη δεν απαντά στην Αιγυπτιακή λογοτεχνία (Πλούτ. Ηθ. 351 c κ.ε. «Περί Ίσιδος και Οσίριδος»). Στα διάφορα όμως μεταγενέστερα κείμενα η ζωή, το μαρτύριο, ο θάνατος και η ανάστασή του θεωρούνται σαν παραδεδομένα γεγονότα, σαν κάτι που ήταν γνωστό σε όλους. Φαίνεται ότι σε αρχαιότερη εποχή δεν επιτρεπόταν να γίνεται λεπτομερής λόγος γι’ αυτά, καθώς και ο ίδιος ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί (ΙΙ. 170-171) :

«Βρίσκεται επίσης εις την Σάιν ο τάφος Εκείνου, του οποίου το όνομα θεωρώ ασέβεια να προφέρω εδώ, εφ’ όσον πραγματεύομαι τέτοιο ζήτημα. Ο χώρος αυτός βρίσκεται πίσω από το ναό της Αθηνάς (Ίσιδας) και εκτείνεται καθ’ όλον το μήκος του τοίχου του ναού αυτού. Μέσα στον ιερό περίβολο υψούνται δύο μεγάλοι οβελίσκοι από λίθο· στη συνέχεια είναι λίμνη, την οποίαν τριγυρίζει πλαίσιο λίθινο, ωραίο, κυκλικό το σχήμα, και καθώς μου φάνηκε ίσο κατά το μέγεθος με την ‘Στρογγυλήν Λίμνην’ της Δήλου.

Στη Λίμνη αυτή εκτελούν κατά την διάρκεια της νύχτας την αναπαράσταση του μαρτυρίου Του, την οποίαν οι Αιγύπτιοι ονομάζουν ‘Μυστήρια’. Δι’ αυτά λοιπόν τα ‘Μυστήρια’ καθώς και διά τον τρόπον, κατά τον οποίο εκτελούνται, εγώ γνωρίζω πολύ περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά πρέπει να τηρήσω σιωπή»



[1] Ιωάννη Ηλ. Καρνέζη, «ο Μύθος», Αθήνα 1986

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Αστικό Αφήγημα




Ο μάγκας[1]

- Γειά σου πατριώτη ! Από πότε σε ρωμέικη υπηρεσία ;
- Τι είπες ; ρώτησα.

Μα την ίδια στιγμή ο αμαξάς, ασπροντυμένος και ασπρογαντωμένος, μάζεψε τα γκέμια, και τ’ άλογα ξεκίνησαν. Έκαναν τον γύρο του κήπου και σταμάτησαν στην άλλη άκρη, εμπρός στους στάβλους.

Τους κυνήγησα, κι έφθασα την ώρα που πηδούσε χάμω ο αμαξάς, και δυο αραπάδες σταβλίτες, που εκεί τους λέν σαΐσηδες, παραλάβαιναν τ’ άλογα, τα σκούπιζαν, κι έλυναν τα λουριά τους.

Έτρεξα στο δεξί άλογο.

- Τι είπες πριν ; το ρώτησα.
- Ήθελα να ξέρω από πότε εσύ, πατριώτης μας, βρίσκεσαι σε ρωμέικη υπηρεσία ;

Το αριστερό άλογο, μια όμορφη φοράδα, τίναξε το κεφάλι και είπε στον σύντροφό της με κάποια περιφρόνηση :

- Σα δε βαριέσαι, Μπόμπη, με τέτοια ζέστη ! Δεν βλέπεις πως είναι κουτάβι ακόμα και δεν νιώθει τι του λες ;

Μου κακοφάνηκε ο τρόπος της.

- Κάλλιο κουτάβι παρά ξυνισμένο γεροντοκόριτσο, της αποκρίθηκα.

Πέταξε ένα ειρωνικό χλιμίντρισμα, και ακολούθησε το σαΐση που την πήγαινε στον στάβλο να τη, στεγνώσει.

- Γεροντοκόριτσο δυο χρονών ! … έκανε. Και ξυνισμένο κιόλας ! Πφφφ.
- Μην συνερίζεσαι την Ντέιζη, είπε με καλοσύνη ο Μπόμπης. Δεν είναι κακιά, μα η ζέστη την πειράζει. Βλέπεις, εμείς οι Άγγλοι υποφέρομε στη ζέστη.
- Μπα ; έκανα. Είσαι Άγγλος ;
- Βέβαια. Και συ είσαι.
- Εγώ ;
- Ε, καλά, δεν το ξέρεις ; Είσαι φοξ-τεριέ, και τα φοξ-τεριέ είναι πάντα Άγγλοι. Γι’ αυτό σε ρώτησα, από πότε μπήκες σε ρωμέικη υπηρεσία.

Δεν μ’ έρεσε καθόλου αυτό το αστείο. Ο Μήτσος ήταν Έλληνας, ο Λουκάς και οι δίδυμες επίσης. Τους είχα ακούσει να το λεν τόσες φορές σαν έσειαν τις σημαιούλες τους με τις γαλάζιες γραμμές και τις έμπηγαν στο σπιτάκι μου, που γίνουνταν πότε το Κούγκι του Σαμουήλ και πότε το Χάνι της Γραβιάς και πότε η Πύλη του Ρωμανού. Δεν ήθελα καθόλου να είμαι αλλιώτικος από αυτούς, και το είπα του Μπόμπη.

Εκείνος χαμογέλασε :

- Τι να κάνεις ; Θες δεν θες, είσαι Άγγλος, μου είπε. Άγγλος εγεννήθηκες και Άγγλος θα πεθάνεις.

Με δυσαρέστησαν πολύ αυτά τα λόγια. Κατέβασα τ’ αυτιά μου και το κεφάλι, κι έκανα για το σπίτι όπου είχα δει τ’ αφεντικά μου να μπαίνουν.

Έξαφνα μου ήλθε μια φωτεινή ιδέα, και τρεχάτος γύρισα στον στάβλο. Οι δυο σαΐσηδες έτριβαν τον Μπόμπη με χοντρές φανέλες, για να τον στεγνώσουν.

- Μπόμπη, του φώναξα, πού γεννήθηκες εσύ ;
- Δεν ξέρω, καημένε, μου αποκρίθηκε, μα πιστεύω στον στάβλο, γιατί εκεί με αγόρασε ο αφέντης.
- Α … έκανα μαγκωμένος.

Αυτή η απάντηση δεν με φώτιζε καθόλου. Μα έξαφνα μου ήλθε μια ιδέα.

- Μα, φίλε μου, τότε είσαι Αράπης ! του φώναξα. Γιατί ο στάβλος είναι σε αράπικον τόπο.
- Όχι, καημένε, έκανε ο Μπόμπης, πώς μπορεί να με αγοράσει στον δικό του στάβλο τούτος ο αφέντης μας ; Με αγόρασε στον στάβλο του πρώτου μου αφέντη, του λόρδου, και με φέρανε δω με βαπόρι, όπου με ανέβασαν και με ξανακατέβασαν μέσα σε κασόνια, με σκοινιά, με βίντσι, με φωνές, μην ρωτάς φασαρία …
- Α … εκανα πάλι.

Ήταν όλα ακατανόητα για μένα. Κασόνια, βίντσια, σκοινιά, για να ταξιδεύει ένα άλογο ; Εγώ ανέβηκα μόνος μου στο βαπόρι, χωρίς φασαρίες και φωνές, Μα δεν είπα τίποτα. Συλλογιζόμουν. Τον ρώτησα :

- Και πού κάθουνταν ο αφέντης σου ο λόρδος ;
- Δεν ξέρω …
- Ήταν μήπως στην Κηφισιά ; ρώτησα για να τον φέρω στο συμπέρασμα που ήθελα.
- Ξέρω γω ; Κηφισιά είναι μια λέξη που την άκουσα συχνά, μα δεν ξέρω τι θα πει.

«Αχ, τι κρίμα να είναι τόσο αμάθητα τ’ άλογα», είπα μέσα μου. «Λέγει πως είναι Άγγλος και δεν ξέρει πού γεννήθηκε». Και τον ρώτησα :

- Τι γλώσσα μιλούσαν στον στάβλο σου ;
- Αγγλικά. Μ’ έλεγαν «νάις Μπόι», «φάιν τρότε», που θα πει «όμορφο παιδί» και «καλός δρομέας» …
- Λοιπόν θα πει πως γεννήθηκες σε αγγλικό μέρος, διέκοψα μ’ ενθουσιασμό, και λες σωστά πως είσαι Άγγλος. Εγώ γεννήθηκα στην Κηφισιά, όπου μιλούσαν ελληνικά, ώστε είμαι Ρωμιός. Βλέπεις λοιπόν πως δεν είμαστε πατριώτες.

Ήμουν καταχαρούμενος. Το συμπέρασμά μου μού φαίνουνταν φωτεινότατο, κι εξέφραζα τη χαρά μου, κουνώντας όλο και γρηγορότερα την ουρά μου. Εκείνος όμως έμενε σκεπτικός.

- Μα ο πατέρας σου και η μητέρα σου τι ήταν ; ρώτησε.
- Δεν ξέρω, είπα. Δεν τους γνώρισα.

Ο Μπόμπης με κοίταζε όλο και πιο συλλογισμένος.

- Νομίζω πως οι γονείς είναι που σε κάνουν Ρωμιό ή Άγγλο, και πως η γλώσσα που μιλούν στον στάβλο σου δεν σημαίνει, είπε. Ξέρω πως η Ντέιζη, όταν θέλει να καυχηθεί, λέγει πως η μητέρα της …
- Ωχ αδελφέ, άφησε την Ντέιζη ! είπα νευριασμένος. Αυτό που σου λέω είναι το σωστό και είμαι Ρωμιός.

Σήκωσα ψηλά την ουρίτσα μου και βγήκα από το στάβλο. «Πρέπει αλήθεια τ’ άλογα να είναι κουτά», είπα μέσα μου. Μα είναι τόσο καλός ο Μπόμπης, και ο τρόπος του τόσο φιλικός, που λυπήθηκα για τη σκέψη μου αυτή, και πάλι γύρισα στον στάβλο με σκοπό να του πω κανένα καλό λόγο.

Ο Μπόμπης συλλογίζουνταν ακόμα. Καθώς με είδε, χαμήλωσε το κεφάλι, με κοίταξε καλά και μου είπε :

- Ξέρεις ; … Θαρρώ πως αυτό που σε κάνει Ρωμίο ή Άγγλο είναι τ’ όνομα. Εσένα πως σε λένε ;
- Μάγκα.
- Λοιπόν είσαι Ρωμιός. Εμένα με λένε Μπόμπη, ώστε είμαι Άγγλος. Και η Ντέιζη είναι Εγγλέζα. Αυτή θα είναι η αλήθεια.

Μα βέβαια αυτή είναι η αλήθεια. Από τη χαρά μου έδωσα μια γλειψιά του Μπόμπη και ξανάφυγα τρεχάτος. «Είναι και μερικά άλογα που δεν είναι καθόλου κουτά», είπα μέσα μου.





[1] Πηνελόπης Δέλτα, «ο Μάγκας», σ. 21-24, εκδόσεις Μίνωας 1998.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

πολιτικοί διάλογοι

Το απόλυτο κενό[1] _

Δίων. Οι τελευταίοι αληθινοί Αθηναίοι έπεσαν στους Φιλίππους, ω Διότιμε. Ήταν, ίσως, μεγάλη η πλάνη τους να πιστέψουν ότι ο Βρούτος πήγαινε στ’ αλήθεια να σώσει τη δημοκρατία. Ωστόσο, ήταν ωραία πλάνη. Δεν σκέφθηκαν ότι, κι’ αν πήγαινε να τη σώσει, σκοπός του ήταν ν’ αναστήσει όχι την αθηναϊκή δημοκρατία, αλλά τη δημοκρατία εκείνη που είναι ζήτημα αν θα παραχωρούσε στην Αθήνα την αυτονομία που οι Καίσαρες της αναγνωρίζουν. Αν θέλουμε, ω Διότιμε, νάμαστε αληθινοί Αθηναίοι, πρέπει να ξαναγίνουμε οι πρώτοι αληθινοί Αθηναίοι … Οι τελευταίοι έπεσαν.


Διότιμος. Θα μπορούσαμε να γίνουμε οι πρώτοι, αν πίσω μας δεν ήταν παρά μόνον ο μύθος. Δυστυχώς, πίσω μας υπάρχει ιστορία. Δεν υπάρχει πίσω μας αιωνιότητα· υπάρχει παρελθόν. …


Δίων. Σημεία και τέρατα υπάρχουν πολλά … Είχαμε κ’ εμείς, οι Αθηναίοι, ακόμα και στις μεγάλες ώρες μας, προσέξει τ’ άστρα ή τον καπνό ή των πουλιών την πτήση. Τώρα, όμως, παράγινε το πράγμα. Η Ρώμη και η Ασία ζουν με σημεία και τέρατα. Κ’ είμαστε στριμωγμένοι ανάμεσα στη Ρώμη και στην Ασία. …


… Ποτέ η Αθήνα δεν ήταν τόσο πολύ έξω από την ιστορία· ποτέ δεν ήταν για όλους τόσο αδιάφορη, κι’ αδιάφορη η ίδια για τον εαυτό της· την έχουν κυριεύσει τα αδιάφορα των Στωϊκών. Ο αυτοκράτωρ Κλαύδιος αγνόησε το άστυ μας. Θα προτιμούσα έστω και το Σύλλα από τον Κλαύδιο. Ο Σύλλας έκανε τουλάχιστον τους Αθηναίους να τρομάξουν. Κι’ αφού τρόμαξαν, τους λυπήθηκε, Κι’ ήταν αργότερα υπερήφανος που τους εθεώρησε αξιολύπητους. Αλλά κι’ αυτό ήταν επιτέλους κάτι· δεν ήταν το κενό. Και ο Πομπήϊος ήρθε και φιλοσόφησε στην πόλη μας, και ο Ιούλιος Καίσαρ μας συγχώρησε που πήραμε το μέρος του ηττημένου των Φαρσάλων. Το ίδιο κι’ ο Αντώνιος· κι αυτός δεν μας κράτησε κακία που στήσαμε αγάλματα στον Βρούτο και στον Κάσσιο, σαγηνεύθηκε από τη δουλοφροσύνη μας, και γίορτασε στην Ακρόπολη τους έρωτές του με την Κλεοπάτρα. Και ο Αύγουστος ήρθε και μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, και είτε στον ίδιο, είτε στον φίλο του τον Αγρίππα χρωστάμε κάμποσα καινούργια κτίρια και έργα. Από τότε δεν ήρθε πια παρά μόνο ο ένδοξος και άτυχος Γερμανικός, ο μεγάλος μας φίλος, λίγο προτού τον δηλητηριάσει στην Αντιόχεια – λένε ότι ο ίδιος ο Τιβέριος έδωσε τη μυστική εντολή – ο Πίσων, ο άσπονδος εχθρός μας που δεν μας χώνευε επειδή ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε να χαρίσει την ποινή που είχε επιβληθεί σ’ ένα φίλο του. Τώρα πια δεν συμβαίνει τίποτε στην πόλη μας· δεν είναι η Αθήνα με την αυτονομία της ούτε η έδρα του ανθύπατου, για νάχουμε τουλάχιστον την ευκαιρία να σκύβουμε κάθε μέρα μπροστά του και να του λέμε ότι είναι ωραίος … ή ότι ξέρει ελληνικά καλύτερα από μας ή ότι φιλοσοφεί καλύτερα από τον Ζήνωνα ήτον Επίκουρο … _


[1] Παναγιώτη Κανελλόπουλου, «πέντε Αθηναϊκοί διάλογοι», σ. 1 κ. επ., Εστία 1980