Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

πολιτικοί διάλογοι

Το απόλυτο κενό[1] _

Δίων. Οι τελευταίοι αληθινοί Αθηναίοι έπεσαν στους Φιλίππους, ω Διότιμε. Ήταν, ίσως, μεγάλη η πλάνη τους να πιστέψουν ότι ο Βρούτος πήγαινε στ’ αλήθεια να σώσει τη δημοκρατία. Ωστόσο, ήταν ωραία πλάνη. Δεν σκέφθηκαν ότι, κι’ αν πήγαινε να τη σώσει, σκοπός του ήταν ν’ αναστήσει όχι την αθηναϊκή δημοκρατία, αλλά τη δημοκρατία εκείνη που είναι ζήτημα αν θα παραχωρούσε στην Αθήνα την αυτονομία που οι Καίσαρες της αναγνωρίζουν. Αν θέλουμε, ω Διότιμε, νάμαστε αληθινοί Αθηναίοι, πρέπει να ξαναγίνουμε οι πρώτοι αληθινοί Αθηναίοι … Οι τελευταίοι έπεσαν.


Διότιμος. Θα μπορούσαμε να γίνουμε οι πρώτοι, αν πίσω μας δεν ήταν παρά μόνον ο μύθος. Δυστυχώς, πίσω μας υπάρχει ιστορία. Δεν υπάρχει πίσω μας αιωνιότητα· υπάρχει παρελθόν. …


Δίων. Σημεία και τέρατα υπάρχουν πολλά … Είχαμε κ’ εμείς, οι Αθηναίοι, ακόμα και στις μεγάλες ώρες μας, προσέξει τ’ άστρα ή τον καπνό ή των πουλιών την πτήση. Τώρα, όμως, παράγινε το πράγμα. Η Ρώμη και η Ασία ζουν με σημεία και τέρατα. Κ’ είμαστε στριμωγμένοι ανάμεσα στη Ρώμη και στην Ασία. …


… Ποτέ η Αθήνα δεν ήταν τόσο πολύ έξω από την ιστορία· ποτέ δεν ήταν για όλους τόσο αδιάφορη, κι’ αδιάφορη η ίδια για τον εαυτό της· την έχουν κυριεύσει τα αδιάφορα των Στωϊκών. Ο αυτοκράτωρ Κλαύδιος αγνόησε το άστυ μας. Θα προτιμούσα έστω και το Σύλλα από τον Κλαύδιο. Ο Σύλλας έκανε τουλάχιστον τους Αθηναίους να τρομάξουν. Κι’ αφού τρόμαξαν, τους λυπήθηκε, Κι’ ήταν αργότερα υπερήφανος που τους εθεώρησε αξιολύπητους. Αλλά κι’ αυτό ήταν επιτέλους κάτι· δεν ήταν το κενό. Και ο Πομπήϊος ήρθε και φιλοσόφησε στην πόλη μας, και ο Ιούλιος Καίσαρ μας συγχώρησε που πήραμε το μέρος του ηττημένου των Φαρσάλων. Το ίδιο κι’ ο Αντώνιος· κι αυτός δεν μας κράτησε κακία που στήσαμε αγάλματα στον Βρούτο και στον Κάσσιο, σαγηνεύθηκε από τη δουλοφροσύνη μας, και γίορτασε στην Ακρόπολη τους έρωτές του με την Κλεοπάτρα. Και ο Αύγουστος ήρθε και μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, και είτε στον ίδιο, είτε στον φίλο του τον Αγρίππα χρωστάμε κάμποσα καινούργια κτίρια και έργα. Από τότε δεν ήρθε πια παρά μόνο ο ένδοξος και άτυχος Γερμανικός, ο μεγάλος μας φίλος, λίγο προτού τον δηλητηριάσει στην Αντιόχεια – λένε ότι ο ίδιος ο Τιβέριος έδωσε τη μυστική εντολή – ο Πίσων, ο άσπονδος εχθρός μας που δεν μας χώνευε επειδή ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε να χαρίσει την ποινή που είχε επιβληθεί σ’ ένα φίλο του. Τώρα πια δεν συμβαίνει τίποτε στην πόλη μας· δεν είναι η Αθήνα με την αυτονομία της ούτε η έδρα του ανθύπατου, για νάχουμε τουλάχιστον την ευκαιρία να σκύβουμε κάθε μέρα μπροστά του και να του λέμε ότι είναι ωραίος … ή ότι ξέρει ελληνικά καλύτερα από μας ή ότι φιλοσοφεί καλύτερα από τον Ζήνωνα ήτον Επίκουρο … _


[1] Παναγιώτη Κανελλόπουλου, «πέντε Αθηναϊκοί διάλογοι», σ. 1 κ. επ., Εστία 1980