Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Δοκίμια

Ζωή μέσα στα παραμύθια*

Η θυσία μάς δειχνόταν πανηγύρι. Η θέα του Σολωμού με την κόψη του σπαθιού την τρομερή, αλλά και με τη δύναμη όλα γύρω της φως να τα κάνη, σα να είχε κατεβή ανάμεσό μας μέσα σε δεύτερη όμοια επική ενσάρκωση. Πολύ καλά γνωρίζω πως μέσα στο βάθος όλων εκείνων των πραγμάτων και των ακουσμάτων που μας συντάραζαν, μας ηλέκτριζαν και μας ζωντάνευαν, στέκονταν κατακάθια γλιστερά, στρώματα σχηματίζονταν ύποπτα πολύ στη στερεότητα και στην πάστρα. Η πολιτική παντού θολώνει τα νερά. Ό,τι μας παρουσιάζεται στη σκηνή με αρχοντική μεγαλοπρέπεια στα παρασκήνια παραδέρνει με τα κουρέλλια. Ένας λαός, ο ίδιος, που δείχνετ’ έτοιμος να πεθάνη για το θρίαμβο μιας ιδέας, λίγο να μπορούσε να προσέξη, λίγο να τα στύλωνε ανοιγμένα τα μάτια του, μπορούσε να καταλάβη πώς γίνεται το παιγνίδι καλοθελητών ανίερων, και θα πάγωνε και θα σταματούσε. Η ιστορία συχνά πυκνά δεν είναι παρά σκηνοθεσία. Και όμως μέσα στη φρεναπάτη αυτή βρίσκεται ο οίστρος που κάνει και τους ανθρώπους χωριστά και τους λαούς ομαδικά να τραβάν’ εμπρός, και με τη φαντασία πως είναι κάτι, να γίνωνται «κάτι», αγάλια αγάλια, αργά αργά, και χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνουν, να ξημερώνωνται καλύτεροι. Προ ολίγου καιρού μέσα στην Εθνοσυνέλευση, σε συνεδρία ιστορική, που το Έθνος φαίνοταν σα να ήθελε να εξοφλήση μια για πάντα με τα περασμένα, μια φωνή ακούστηκεν· ένας πληρεξούσιος θέλησε να συνοψίση, να συμπυκνώση επιγραμματικά την καταφρόνησή του προς το καθεστώς που είτανε για να καταλυθή : «Ίσα με τα τώρα, έκραξε, ζούσαμε με τα παραμύθια !». Η κραυγή εκείνη έσπερνε τη μελαγχολία στη σκέψη που χτυπούσε μέσα της το βάρος μιας αλήθειας καθώς την έρριχνε το απελπιστικό εκείνο και ενθαρρυντικό μαζί ανάκρασμα.

Όμως το ερώτημα του Πιλάτου προς τον Κύριο «Τί ἐστὶν ἀλήθεια ;» μένει πάντα χωρίς απόκριση. Υπάρχει αλήθεια, καθώς τη στοχαζόμαστε ; Και αν υπάρχη, είναι μία η αλήθεια ; Είναι πολλές ; Ποιος ξέρει ! Ξέρω μονάχα πως η σκέψη αν άφηνε να τη θρέψουν αποκλειστικά, τα μελαγχολικά επακόλουθα τα εμπνευσμέν’ από κραυγές σαν εκείνη που ακούστηκε στην Εθνοσυνέλευση, γλήγορα θ’ απόμενε ατροφική, πια δε θα είχε τίποτε με τη ζωή να κάμη. Μέσα μας κράζει μια φωνή που είναι ικανή να σκεπάση, με την κρυσταλλένια μελωδία της, με την ασύγκριτή της ηχηρότητα, κάθε βοή· και μας λέει ! Πάντα ζούσαμε, ζούμε και θα ζούμε με τα παραμύθια ! Αυτά, η πρώτη αρχή και ο έσχατος λόγος της ζωής.

*Κωστή Παλαμά, «Άπαντα», τ. ΙΒ΄, σ. 269-270, εκδόσεις Γκοβόστη.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Φιλοσοφία

Ήρωες*

Οι ομηρικοί ήρωες είναι αναμφίβολα ωραίοι και γενναίοι αλλά πάντοτε στο ανθρώπινο μέτρο … Όλοι οφείλουν να υποφέρουν και να πεθάνουν· οι πολλαπλές επεμβάσεις των θεοτήτων που τους παραστέκονται δεν μπορούν να τους απαλλάξουν από αυτό το διπλό πεπρωμένο.

Και ο ίδιος ο Αχιλλέας θα πεθάνει. … Και όταν πεθαίνει ο Πάτροκλος, ο Όμηρος δείχνει τον Αχιλλέα πεσμένο στη γη από την απελπισία του – όμοιο με νεκρό, γύρω από τον οποίον οι άλλοι θρηνούν.

Η Θέτις … δεν μπορεί να αντιδράσει. Ακόμα και ο Δίας είναι ανίσχυρος όταν πρόκειται για το δικό του γιο, το Σαρπηδόνα, πρίγκιπα της Λυδίας και σύμμαχο των Τρώων. Ο Όμηρος, για να δείξει καλύτερα ότι ακόμα και αυτός ο γιος του Δία είναι θνητός, εισάγει ένα σπαραχτικό δισταγμό. Ο Δίας βλέπει το γιο του στα πρόθυρα του θανάτου κι αναρωτιέται ανάστατος αν, παρόλα αυτά, θα μπορούσε να τον σώσει. Τότε η Ήρα διαμαρτύρεται : «Έναν άνθρωπο θνητό, που είναι από μιας αρχής γραμμένος να σκοτωθεί, θέλεις πάλι να γλιτώσεις από τον καταραμένο θάνατο ;» (Π 441 κ.εξ.). Και ο Δίας υποχωρεί. Σε ένδειξη πένθους ραντίζει τη γη με σταγόνες αίμα, αλλά αφήνει το γιο του να πεθάνει. Οι ήρωες είναι λοιπόν θνητοί έστω κι αν πρόκειται για παιδιά θεού ή θεάς. Και γι’ αυτούς υπάρχει το τέλος. …

Ο Αχιλλέας του Ομήρου δεν είναι άτρωτος. Και η Ιλιάδα δεν γνωρίζει το θρύλο της φτέρνας του. Τα όπλα του δεν είναι μαγικά ούτε η πανοπλία του αδιαπέραστη … Ο Αχιλλέας, γιος μιας θεάς, δεν διέθετε παρά ανθρώπινα μέσα.

Ακόμα και στην ηθική τάξη δεν είναι υπεράνθρωπος, κάθε άλλο. Η οργή του υπήρξε ένα σοβαρό σφάλμα που στοίχισε τη ζωή σε πολλούς ανθρώπους και πάνω σε αυτή τη διαπίστωση αρχίζει το ποίημα. Ο Αχιλλέας είναι οργισμένος, δεν έχει μέτρο, υποπίπτει σε σφάλματα.

Και τελικά, ακόμα και ο ηρωισμός παίρνει στον Όμηρο ανθρώπινη διάσταση που δεν ξανασυναντάμε ούτε σε άλλους πολιτισμούς ούτε στην Ελλάδα. Σχεδόν όλοι οι ήρωές του γνωρίζουν κάποτε την αμφιβολία και το δισταγμό· αυτές οι σύντομες στιγμές προβάλλουν τον ηρωισμό τους, αλλά φέρνουν αυτόν τον ηρωισμό πιο κοντά σε μας, τον κάνουν πιο ικανό να συγκινήσει.

Πριν ο Έκτορας … αποδεχτεί την τελική μάχη, ακούει τις πανικόβλητες ικεσίες του πατέρα του και της μητέρας του. Ο ίδιος, χωρίς να οπισθοχωρήσει, μετράει τον κίνδυνο που διατρέχει : «Αλίμονό μου ! Αν χωθώ μέσα στις πύλες και στα τείχη …». Αντιμετωπίζει ακόμα και μια ύστατη διαπραγμάτευση : «Αν πάλι βάλω κάτω την αφαλωτή ασπίδα και το δυνατό κράνος, κι ακουμπώντας το δόρυ μου στο τείχος προχωρήσω ο ίδιος και έρθω αντίκρυ στον αψεγάδιαστο Αχιλλέα και του υποσχεθώ …». Αναλογίζεται τις υποσχέσεις και τις εγγυήσεις και ύστερα συνέρχεται : «Όμως γιατί η ψυχή μου τα διαλογίστηκε αυτά ;». Και καταλήγει : «Πιο καλά να χτυπηθώ μια ώρα αρχύτερα. Ας δούμε σε ποιόν από τους δυο θα δώσει ο Ολύμπιος τη δόξα» (Χ 99-130).

Στον δικό μας κόσμο, όπου οι έννοιες της τιμής και της δόξας φαίνονται απογυμνωμένες από κάθε απήχηση και ακτινοβολία, αυτές οι τελικές δηλώσεις κινδυνεύουν να φανούν σχεδόν πομπώδεις. …

… «Αλίμονο, τι θα πάθω ; Μεγάλο κακό είναι να φύγω γιατί φοβήθηκα τον πολύ στρατό, χειρότερα όμως το να σκοτωθώ μονάχος …» λέει ο Οδυσσέας στην Ιλιάδα (Λ 404-412). Αλλά παίρνει τη μεγάλη απόφαση, όπως ο Έκτορας : «Όμως γιατί η ψυχή μου τα διαλογίστηκε αυτά ; Ξέρω πως οι δειλοί φεύγουν από τον πόλεμο …». Το ίδιο και ο Μενέλαος, στη ραψωδία Ρ (91-108) : «Αλίμονο σε μένα αν αφήσω τα όμορφα όπλα … Αν όμως πάλι, έτσι μόνος που είμαι, πολεμήσω με τον Έκτορα και με τους Τρώες από ντροπή, μήπως με περικυκλώσουν εμένα τον ένα πολλοί …». Ίσως να υποχωρούσε, αλλά μια επίθεση των Τρώων δεν τον αφήνει να ταλντευτεί περισσότερο.

… Οι ήρωες αψηφούν το θάνατο χωρίς ποτέ να αγνοούν την αξία της ζωής.

* Ζακλίν ντε Ρομιγύ, «Γιατί η Ελλάδα ;», σ. 38 κ.επ., εκδόσεις το Άστυ 1993

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Μυθολογούμενα



Αργοναυτικά
Το τέλος του Πελία*

Παραπλέοντας τις Ακτές της Θράκης η Αργώ έπιασε στη Μαρώνεια. … αποχαιρέτησαν τον Ιάσονα και τη … Μήδεια … ο Ζήτης και ο Κάλαϊς … Οι υπόλοιποι τους συνόδεψαν ως την Ιωλκό.

Εκεί τους περίμενε μια απίστευτη είδηση : Βλέποντας πως ο Ιάσονας αργούσε να γυρίσει και βέβαιος πως δε θα ξαναγύριζε ποτέ, ο απαίσιος Πελίας έστειλε μ’ απατηλές υποσχέσεις κι έπεισε τον απονήρευτο Αίσωνα νάρθει μ’ όλη την οικογένειά του στην Ιωλκό, για να περιμένουν τάχα μαζί την επιστροφή της Αργώς. Κι άξαφνα μια μέρα έβαλε και τον σκότωσαν μαζί με τον μικρό του γιο, τον Πρόμαχο. Μαθαίνοντας το φριχτό θάνατο του αντρός και του παιδιού της η δυστυχισμένη μητέρα του, η Πολυδήμη, κρεμάστηκε στο σπίτι της την ίδια νύχτα. Έτσι ο κακούργος βασιλιάς μπορούσε πια, όπως πίστευε, να χαίρεται σίγουρος κι ανενόχλητος τον κλεμμένο θρόνο.

Ακούγοντας όλα τούτα τα φοβερά νέα ο Ιάσονας κέρωσε. Η πρώτη του σκέψη ήταν να βγεί αμέσως απ’ την Αργώ κι ορμώντας με τους φίλους του στο παλάτι να τιμωρήσει το δολοφόνο. Μα η Μήδεια τον σταμάτησε, επεμβάινοντας ζωηρά για πρώτη φορά ύστερα απ’ το θάνατο του Άψυρτου.

Δεν είναι φρόνιμο, του είπε, να εκτεθείς σ’ έναν τέτοιο κίνδυνο. Ούτε και σωστό να εκθέσεις σ’ αυτόν τους φίλους σου, που αρκετά σου πρόσφεραν και ταλαιπωρήθηκαν μαζί σου. Την τιμωρία του Πελία άφησέ την σε μένα. Θα τον εκδικηθώ, όπως τ’ αξίζει. Εσύ κι οι φίλοι σου κάντε πως πιστεύετε τις ψευτιές του. Δεχτείτε τη φιλοξενία του και πάρτε πρόθυμα μέρος στις γιορτές που θα κάνει για χάρη σας. Μόνο μην του παραδώσεις το χρυσόδερμα πριν σου πω εγώ.

Ο Ιάσονας την κοίταξε δισταχτικός. Οι άλλοι, για πρώτη φορά ύστερ’ απ’ το φοβερό διαμελισμό του αδερφού της, την τριγύρισαν μ’ εμπιστοσύνη και κάποια συμπάθεια.

Η Μήδεια είχε δίκιο. Ο Πελίας τους υποδέχτηκε με αλαλαγμούς χαράς … δικαιολογήθηκε για τον φόνο του αδερφού του και του ανεψιού του, λέγοντας πως οι φρουροί του τους σκότωσαν κατά λάθος ένα βράδυ που πήγαιναν να τον επισκεφτούν στο παλάτι, παίρνοντάς τους για κακοποιούς.

Ο Ιάσονας, κάτω απ’ την ακοίμητη ματιά της Μήδειας, καμώθηκε τόσο καλά πως το πίστεψε, ώστε ο Πελίας ξένοιασε ολότελα. Και τότε άρχισε μια ατέλειωτη σειρά από γιορτές … που θάκλειναν με την ανταλλαγή των συμφωνημένων : Ο Ιάσονας … το «χρυσόμαλλον δέρας», ο Πελίας το θρόνο του πατέρα του. Φυσικά ο … θείος δε σκόπευε να … δώσει ό,τι είχε υποσχεθεί. Αντίθετα, ετοίμαζε πώς θα ξαπόστελνε κι αυτόν να βρει το γρηγορότερο τους δικούς του.

Τότε παρουσιάστηκε σ’ όλη τη διαβολική παντοδυναμία της η Μήδεια. … σε λίγο δεν έμεινε άνθρωπος στην Ιωλκό … που να μην τη λατρεύει …

Άμα ένιωσε τη δύναμή της ατράνταχτα θεμελιωμένη, πήρε τη μεγάλη απόφαση : … ο κήρυκας του βασιλιά κάλεσε το λαό να συναχθεί στην πλατεία, μπρος στο παλάτι, για να θαυμάσει μιαν ακόμα επίδειξη της Μήδειας. … Δίπλα στο βωμό οι δούλοι άναψαν λαμπρή φωτιά κι απάνω της τοποθέτησαν πελώριο χάλκινο καζάνι. Ένα δωδεκάχρονο αγόρι οδήγησε στο βωμό ένα υπέργηρο λευκό κριάρι. Η Μήδεια συμβολικά ακούμπησε το χρυσό μαχαίρι της στο λαιμό του κι ο βασιλικός ιερέας τόσφαξε, το κομμάτιασε κι απόθεσε τα ματωμένα κομμάτια πάνω στο βώμο. Από κει τα πήρε η Μήδεια, βάφοντας τα χέρια της στο αίμα τους, και τάριξε στο καζάνι, όπου κόχλαζε το νερό. Συνάμα τα χείλη της άρχισαν να προφέρουν ακατάληπτες λέξεις σε μια γλώσσα βαρβαρική, πούμοιαζε με τον κοχλασμό του νερού, και τα γυμνά της χέρια να κινούνται παράξενα, κυκλικά, πάνω από τους καυτούς ατμούς. Άμα η φωτιά χώνεψε και το νερό έπαψε να κοχλάζει, η Μήδεια, με χέρια ολοκάθαρα, όπου δεν έβλεπες πια ούτε μια κηλίδα από αίμα, άρχισε ένα δαιμονικό χορό γύρω απ’ το βωμό, σκεπάζοντας με τα λευκά κύματα των πέπλων της πότε το βωμό πότε τη μισοσβησμένη φωτιά και το καζάνι. Στο τέλος, κουρασμένη, εξαντλημένη, έπιασε τα χείλια του καζανιού και τα’ αναποδογύρισε πάνω στη θράκα.

Μια μυριόστομη κραυγή βγήκε από τα στήθια του κατάπληχτου κόσμου. Μέσα απ’ το καζάνι είχε ξεπηδήσει ένα κάτασπρο αρνάκι, κάτασπρο σαν τα πέπλα της μάγισσας, και χοπήδαγε χαρούμενο γύρω της βελάζοντας γλυκά.

Τ’ άλλα όλα έγιναν γοργά κι αναπάντεχα μέσα σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Όλοι πέφτανε στα πόδια της και την ικέτευαν, άλλος ν’ αναστήσει το πεθαμένο παιδί του, άλλος να ξαναδώσει υγεία και νιάτα στους εκατοχρονίτες γονιούς του. Η Μήδεια, ακουμπισμένη σε μια κολόνα, χλωμή, με μισάνοιχτα χείλια, τους κοίταζε άφωνη. Στο τέλος είπε με κόπο :

- Θα πρέπει εσείς να διαλέξετε τον τυχερό. Γιατί δεν έχω το δικαίωμα, ούτε τη δύναμη, παρά για ένα μόνο κάθε δυο χρόνια.

Τότε όρμησαν κι έπεσαν μπρος της γονατιστές οι τέσσερεις κόρες του Πελία, η Πεισιδίκη, η Πελοπία, η Ιπποθόη κι η γλυκιά, η στοργική Άλκηστη.

- Δώσε πρώτα στον δικό μας πατέρα τα νιάτα. Είναι τόσο γέρος κι ανήμπορος. Κι έπειτα είναι ο βασιλιάς. Δικαιωματικά του ανήκουν τα πρωτεία.

Η Μήδεια τις κοίταξε για λίγο σιωπηλή. Στο τέλος κατένευσε. Και μέσα σ’ έναν αφάνταστο ενθουσιασμό, μαζί και βαθιά θρησκευτική κατάνυξη, ο Πελίας σηκώθηκε απ’ το θρόνο του και γεμάτος εμπιστοσύνη πλησίασε στο βωμό. Εκεί η μάγισσα ακούμπησε πάλι συμβολικά το χρυσό της μαχαίρι στο γέρικο λαιμό του βασιλιά κι ο βασιλικός ιερέας, κάτω από τα’ άπληστα βλέμματα του πλήθους, επανέλαβε ό,τι ακριβώς είχε κάνει στο γέρικο κριάρι.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει στη δύση του, μια δύση κατακόκκινη, ματοβαμμένη, όταν η Μήδεια σταμάτησε τον ξέφρενο τελετουργικό χορό της γύρω απ’ το βωμό και το καζάνι. Ύστερ’ αργά, με χέρια που έτρεμαν, έπιασε το καζάνι και τ’ αναποδογύρισε. Μα τούτη τη φορά πάνω στη θράκας δεν πήδησε ένα νέο παλικάρι, όπως όλοι περίμεναν. Μονάχα ένας απαίσιος πολτός, καμωμένος από λειωμένες σάρκες και κόκαλα, απλώθηκε σα μαύρος λεκές πάνω στη φλογισμένη γη.

*Αντιγόνης Μπέλου – Θρεψιάδη, «μυθολογία», κ. Β΄ «Αργοναυτικά», σελ. 80 κ.επ., Εστία 1977.