Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Μυθολογούμενα



Αργοναυτικά
Το τέλος του Πελία*

Παραπλέοντας τις Ακτές της Θράκης η Αργώ έπιασε στη Μαρώνεια. … αποχαιρέτησαν τον Ιάσονα και τη … Μήδεια … ο Ζήτης και ο Κάλαϊς … Οι υπόλοιποι τους συνόδεψαν ως την Ιωλκό.

Εκεί τους περίμενε μια απίστευτη είδηση : Βλέποντας πως ο Ιάσονας αργούσε να γυρίσει και βέβαιος πως δε θα ξαναγύριζε ποτέ, ο απαίσιος Πελίας έστειλε μ’ απατηλές υποσχέσεις κι έπεισε τον απονήρευτο Αίσωνα νάρθει μ’ όλη την οικογένειά του στην Ιωλκό, για να περιμένουν τάχα μαζί την επιστροφή της Αργώς. Κι άξαφνα μια μέρα έβαλε και τον σκότωσαν μαζί με τον μικρό του γιο, τον Πρόμαχο. Μαθαίνοντας το φριχτό θάνατο του αντρός και του παιδιού της η δυστυχισμένη μητέρα του, η Πολυδήμη, κρεμάστηκε στο σπίτι της την ίδια νύχτα. Έτσι ο κακούργος βασιλιάς μπορούσε πια, όπως πίστευε, να χαίρεται σίγουρος κι ανενόχλητος τον κλεμμένο θρόνο.

Ακούγοντας όλα τούτα τα φοβερά νέα ο Ιάσονας κέρωσε. Η πρώτη του σκέψη ήταν να βγεί αμέσως απ’ την Αργώ κι ορμώντας με τους φίλους του στο παλάτι να τιμωρήσει το δολοφόνο. Μα η Μήδεια τον σταμάτησε, επεμβάινοντας ζωηρά για πρώτη φορά ύστερα απ’ το θάνατο του Άψυρτου.

Δεν είναι φρόνιμο, του είπε, να εκτεθείς σ’ έναν τέτοιο κίνδυνο. Ούτε και σωστό να εκθέσεις σ’ αυτόν τους φίλους σου, που αρκετά σου πρόσφεραν και ταλαιπωρήθηκαν μαζί σου. Την τιμωρία του Πελία άφησέ την σε μένα. Θα τον εκδικηθώ, όπως τ’ αξίζει. Εσύ κι οι φίλοι σου κάντε πως πιστεύετε τις ψευτιές του. Δεχτείτε τη φιλοξενία του και πάρτε πρόθυμα μέρος στις γιορτές που θα κάνει για χάρη σας. Μόνο μην του παραδώσεις το χρυσόδερμα πριν σου πω εγώ.

Ο Ιάσονας την κοίταξε δισταχτικός. Οι άλλοι, για πρώτη φορά ύστερ’ απ’ το φοβερό διαμελισμό του αδερφού της, την τριγύρισαν μ’ εμπιστοσύνη και κάποια συμπάθεια.

Η Μήδεια είχε δίκιο. Ο Πελίας τους υποδέχτηκε με αλαλαγμούς χαράς … δικαιολογήθηκε για τον φόνο του αδερφού του και του ανεψιού του, λέγοντας πως οι φρουροί του τους σκότωσαν κατά λάθος ένα βράδυ που πήγαιναν να τον επισκεφτούν στο παλάτι, παίρνοντάς τους για κακοποιούς.

Ο Ιάσονας, κάτω απ’ την ακοίμητη ματιά της Μήδειας, καμώθηκε τόσο καλά πως το πίστεψε, ώστε ο Πελίας ξένοιασε ολότελα. Και τότε άρχισε μια ατέλειωτη σειρά από γιορτές … που θάκλειναν με την ανταλλαγή των συμφωνημένων : Ο Ιάσονας … το «χρυσόμαλλον δέρας», ο Πελίας το θρόνο του πατέρα του. Φυσικά ο … θείος δε σκόπευε να … δώσει ό,τι είχε υποσχεθεί. Αντίθετα, ετοίμαζε πώς θα ξαπόστελνε κι αυτόν να βρει το γρηγορότερο τους δικούς του.

Τότε παρουσιάστηκε σ’ όλη τη διαβολική παντοδυναμία της η Μήδεια. … σε λίγο δεν έμεινε άνθρωπος στην Ιωλκό … που να μην τη λατρεύει …

Άμα ένιωσε τη δύναμή της ατράνταχτα θεμελιωμένη, πήρε τη μεγάλη απόφαση : … ο κήρυκας του βασιλιά κάλεσε το λαό να συναχθεί στην πλατεία, μπρος στο παλάτι, για να θαυμάσει μιαν ακόμα επίδειξη της Μήδειας. … Δίπλα στο βωμό οι δούλοι άναψαν λαμπρή φωτιά κι απάνω της τοποθέτησαν πελώριο χάλκινο καζάνι. Ένα δωδεκάχρονο αγόρι οδήγησε στο βωμό ένα υπέργηρο λευκό κριάρι. Η Μήδεια συμβολικά ακούμπησε το χρυσό μαχαίρι της στο λαιμό του κι ο βασιλικός ιερέας τόσφαξε, το κομμάτιασε κι απόθεσε τα ματωμένα κομμάτια πάνω στο βώμο. Από κει τα πήρε η Μήδεια, βάφοντας τα χέρια της στο αίμα τους, και τάριξε στο καζάνι, όπου κόχλαζε το νερό. Συνάμα τα χείλη της άρχισαν να προφέρουν ακατάληπτες λέξεις σε μια γλώσσα βαρβαρική, πούμοιαζε με τον κοχλασμό του νερού, και τα γυμνά της χέρια να κινούνται παράξενα, κυκλικά, πάνω από τους καυτούς ατμούς. Άμα η φωτιά χώνεψε και το νερό έπαψε να κοχλάζει, η Μήδεια, με χέρια ολοκάθαρα, όπου δεν έβλεπες πια ούτε μια κηλίδα από αίμα, άρχισε ένα δαιμονικό χορό γύρω απ’ το βωμό, σκεπάζοντας με τα λευκά κύματα των πέπλων της πότε το βωμό πότε τη μισοσβησμένη φωτιά και το καζάνι. Στο τέλος, κουρασμένη, εξαντλημένη, έπιασε τα χείλια του καζανιού και τα’ αναποδογύρισε πάνω στη θράκα.

Μια μυριόστομη κραυγή βγήκε από τα στήθια του κατάπληχτου κόσμου. Μέσα απ’ το καζάνι είχε ξεπηδήσει ένα κάτασπρο αρνάκι, κάτασπρο σαν τα πέπλα της μάγισσας, και χοπήδαγε χαρούμενο γύρω της βελάζοντας γλυκά.

Τ’ άλλα όλα έγιναν γοργά κι αναπάντεχα μέσα σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Όλοι πέφτανε στα πόδια της και την ικέτευαν, άλλος ν’ αναστήσει το πεθαμένο παιδί του, άλλος να ξαναδώσει υγεία και νιάτα στους εκατοχρονίτες γονιούς του. Η Μήδεια, ακουμπισμένη σε μια κολόνα, χλωμή, με μισάνοιχτα χείλια, τους κοίταζε άφωνη. Στο τέλος είπε με κόπο :

- Θα πρέπει εσείς να διαλέξετε τον τυχερό. Γιατί δεν έχω το δικαίωμα, ούτε τη δύναμη, παρά για ένα μόνο κάθε δυο χρόνια.

Τότε όρμησαν κι έπεσαν μπρος της γονατιστές οι τέσσερεις κόρες του Πελία, η Πεισιδίκη, η Πελοπία, η Ιπποθόη κι η γλυκιά, η στοργική Άλκηστη.

- Δώσε πρώτα στον δικό μας πατέρα τα νιάτα. Είναι τόσο γέρος κι ανήμπορος. Κι έπειτα είναι ο βασιλιάς. Δικαιωματικά του ανήκουν τα πρωτεία.

Η Μήδεια τις κοίταξε για λίγο σιωπηλή. Στο τέλος κατένευσε. Και μέσα σ’ έναν αφάνταστο ενθουσιασμό, μαζί και βαθιά θρησκευτική κατάνυξη, ο Πελίας σηκώθηκε απ’ το θρόνο του και γεμάτος εμπιστοσύνη πλησίασε στο βωμό. Εκεί η μάγισσα ακούμπησε πάλι συμβολικά το χρυσό της μαχαίρι στο γέρικο λαιμό του βασιλιά κι ο βασιλικός ιερέας, κάτω από τα’ άπληστα βλέμματα του πλήθους, επανέλαβε ό,τι ακριβώς είχε κάνει στο γέρικο κριάρι.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει στη δύση του, μια δύση κατακόκκινη, ματοβαμμένη, όταν η Μήδεια σταμάτησε τον ξέφρενο τελετουργικό χορό της γύρω απ’ το βωμό και το καζάνι. Ύστερ’ αργά, με χέρια που έτρεμαν, έπιασε το καζάνι και τ’ αναποδογύρισε. Μα τούτη τη φορά πάνω στη θράκας δεν πήδησε ένα νέο παλικάρι, όπως όλοι περίμεναν. Μονάχα ένας απαίσιος πολτός, καμωμένος από λειωμένες σάρκες και κόκαλα, απλώθηκε σα μαύρος λεκές πάνω στη φλογισμένη γη.

*Αντιγόνης Μπέλου – Θρεψιάδη, «μυθολογία», κ. Β΄ «Αργοναυτικά», σελ. 80 κ.επ., Εστία 1977.